Penthouse of Horror part4
Μαρτίου 13, 2018
Penthouse of Horror - επεισόδιο 04
Θα είναι σαν να βλέπεις 90’s τηλεόραση, αλλά στην πραγματικότητα δεν θα την βλέπεις.
Γέροντας Μεγκαλίσιος
1/4 του αιώνα και 20 ημέρες είναι μεγάλο χρονικό διάστημα. Όλοι ξέχασαν. Και συνέχισαν τις ζωές τους.Ποια ήταν όμως η εξέλιξη; Γιατί δεν μας έδειξαν την συνέχεια; Τι συνέβη στην πραγματικότητα; Όσοι αναζητούσαν την αλήθεια, σιγά σιγά χάθηκαν μυστηριωδώς.Εκτός από έναν. Αυτός έγινε ένας με αυτούς. Τους ακολούθησε. Και είδε…25 χρόνια μετά θα σας αποκαλύψει την πραγματική ιστορία. Αν δεν είστε έτοιμοι, μην τη διαβάσετε. Φρικιαστική, με χοντροκομμένο χιούμορ. Όπως το δικό τους. Η ιστορία είναι 100% πραγματική, γιατί η αλήθεια πρέπει να είναι ωμή. Όπως τρώνε οι Γάλλοι τη μοσχαρίσια μπριζόλα. Ή οι τυροβρωμίκουλες τον ανθρώπινο εγκέφαλο…
Η ιστορία είναι και θα είναι 100% δωρεάν. Ο συγγραφέας, Panagiotis Deligiannis, δηλώνει φαν γνωστών ηρώων του παρελθόντος και αποφάσισε να τους δώσει μια συνέχεια σε έναν άλλο κόσμο. Χωρίς να έχει σκοπό το κέρδος και χωρίς να θέλει να προσβάλλει τους αρχικούς δημιουργούς.
——————————————————————————–
Το σχέδιο
Ενώ η Αμαλία έτρωγε με όρεξη, οι άλλοι δύο τσιμπολογούσαν σιωπηλοί σκεπτόμενοι τους ανθρώπους που έχασαν. Τα χτυπήματα είχαν καταλαγιάσει και η βοή των τυρόγαλων έσβηνε καθώς απομακρύνονταν, μέχρι που σταμάτησε εντελώς.
«Είδατε; Όλα θα πάνε καλά», τους είπε με μπουκωμένο στόμα η Αμαλία, εκσφενδονίζοντας κομματάκια κρέατος τριγύρω, σαν μηχανή του κιμά.
«Θα ξαναγυρίσουν», είπε προφητικά ο Χρήστος.
«Αλλά και να μην ξαναγυρίσουν, θα πρέπει κάποια στιγμή να βγούμε εμείς έξω. Οι προμήθειές μας θα εξαντληθούν αργά ή γρήγορα και τότε θα πρέπει να έρθουμε αντιμέτωποι με την πραγματικότητα».
«Έχεις δίκιο παιδί μου», του είπε κουρασμένα η κυρά Σοφία, δείχνοντας για πρώτη φορά την πραγματική της ηλικία. «Θα πρέπει να οργανωθούμε αν θέλουμε να επιζήσουμε. Το πρώτο μας μέλημα είναι να κάνουμε τον χώρο ασφαλή. Και να ορίσουμε σκοπιές για απόψε. Το πρωί θα έχουμε πάρει δυνάμεις και θα πρέπει να κάνουμε την πρώτη μας έφοδο για είδη πρώτης ανάγκης. Έχουμε ξεμείνει από κωλόχαρτα και κερί αποτρίχωσης».
«Εγώ είμαι κουρασμένη. Όλη μέρα ήμουν στο φαρμακείο. Είχαμε και εφημερία χθες το βράδυ και χρειάζομαι έναν καλό ύπνο», πρόλαβε να βγάλει από έξω την ουρά της η Αμαλία.
«Να ξεκουραστείτε εσείς, θα φυλάξω εγώ σκοπιά όλο το βράδυ», προθυμοποιήθηκε ο Χρήστος, σαν καλός μ… (μην το πω).
«Μπράβο παιδί μου. Τώρα καταλαβαίνω τι σου βρήκε η Κατερίνα. Όσο μαλθακός και να φαίνεσαι, στα δύσκολα δείχνεις χαρακτήρα», τον καμάρωσε η κυρά Σοφία. Ο Χρήστος συγκινήθηκε όταν άκουσε το όνομα της νεκρής γυναίκας του και ξέσπασε σε κλάματα. Η πεθερά του τον πλησίασε και τον αγκάλιασε, δείχνοντάς του συμπόνια και αγάπη. Έριξε και ένα φαρμακερό βλέμμα στην Αμαλία, που έδειχνε μετά το αρχικό σοκ να διασκεδάζει με όλη αυτή την κατάσταση. Η Αμαλία δεν το κατάλαβε και σηκώθηκε από την καρέκλα. Δεν μπήκε καν στον κόπο να τους μιλήσει και προχώρησε κεφάτη μέχρι το υπνοδωμάτιο του Χρήστου.
«Μην την παρεξηγείς την αδερφή μου μητέρα. Όταν συμβαίνουν άσχημες καταστάσεις δεν ξέρει πώς να αντιδράσει. Είναι κάτι σαν άμυνα του οργανισμού της».
«Καταλαβαίνω», του απάντησε μονολεκτικά η γριά, ετοιμάζοντας ένα χουνέρι στο μυαλό της για την Αμαλία και αφού τον καληνύχτισε έφυγε και εκείνη για το υπνοδωμάτιό της.
Ο Χρήστος σηκώθηκε και πήγε μέχρι το μπαρ. Πήρε ένα χαμηλό ποτήρι και έβαλε μια γενναία ποσότητα ουίσκι, το εθνικό ποτό των Ελλήνων, όπως συνήθιζε να λέει μέσα στην βλακεία του. Το ήπιε μονοκοπανιά και ξαναγέμισε το ποτήρι. Πήγε μέχρι την πολυθρόνα και κάθισε, σκεπτόμενος τρόπους για να περάσει την ώρα του μέχρι το επόμενο πρωί που θα φυλούσε σκοπιά. Δεν είχαν περάσει πέντε λεπτά και είχε αποκοιμηθεί σαν βόδι.
Το μπαρ
Η πόρτα του μπαρ ήταν κλειστή. Πριν δοκιμάσει να την ανοίξει, έβαλε το αυτί του στην πόρτα και προσπάθησε να αφουγκραστεί, αλλά επικρατούσε νεκρική σιγή. Έπιασε το χερούλι και το γύρισε, αλλά η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Έβρισε και το άφησε. Ενώ ήταν έτοιμος να γυρίσει στο αυτοκίνητο, ένας θόρυβος ακούστηκε από μέσα. Ξαναπήγε στην πόρτα και μίλησε ψιθυριστά.
«Χαρούλα. Ο Άλκης είμαι ο βοηθός του Ιάσονα».
Ακούστηκαν βιαστικά βήματα να πλησιάζουν και το κλειδί να γυρίζει. Η πόρτα άνοιξε και φάνηκε η Χαρούλα αναμαλλιασμένη. Ο Φοίβος τον στόχευε με μία δίκαννη καραμπίνα πίσω από το μπαρ. Μόλις είδε ότι δεν υπάρχει κίνδυνος την κατέβασε και πλησίασε. Η κυρά Θάλεια κατέβηκε από το αυτοκίνητο και βιάστηκε να μπει στο μαγαζί.
Κλείδωσαν και κάθισαν γύρω από ένα τραπέζι, με ένα κερί αναμμένο στο κέντρο του. Όλοι τους ήταν χλωμοί και δύστροποι και κανένας δεν είχε μπει στον κόπο να ξεκινήσει την συζήτηση. Ο Φοίβος σηκώθηκε και πήγε στο μπαρ για να βάλει τέσσερα ουισκάκια ον δε ροκς, μπας και χαλάρωναν. Τα σέρβιρε και χωρίς να τσουγκρίσουν, ήπιαν όλοι με την μία.
«Αχχχχ. Αυτό ακριβώς χρειαζόμουν τώρα», είπε ο Άλκης, που έδειχνε να είναι σε καλύτερη κατάσταση από τους υπόλοιπους.
Η Χαρούλα, που ήταν συνήθως τσαμπουκαλού και νευρική, έδειχνε να μαραζώνει στην καρέκλα της, σαν να μην είχε όρεξη για ζωή. Ήταν φανερό πως αυτά που είχε περάσει τις τελευταίες ώρες, την είχαν αλλάξει. Ο παντοτινός συμπαραστάτης της Φοίβος, έδειχνε και εκείνος καταβεβλημένος. Το μεσημέρι είχε πιάσει την καλή και τώρα είχε έρθει το τέλος του κόσμου, όπου τα χρήματα ήταν πλέον άχρηστα. Το μόνο που μετρούσε τώρα ήταν το θάρρος και από αυτό δεν διέθετε και πολύ.
«Ο Ιάσονας μου και η Ελένη μου είναι νεκροί», έκρωξε ξαφνικά η κυρά Θάλεια, με το βλέμμα της χαμένο στο πουθενά.
«Νε…νεκροί νεκροί;», ρώτησε σαν ηλίθιος ο Φοίβος, δίνοντας έναυσμα στην Χαρούλα να ξαναθυμηθεί ένα μέρος του παλιού της εαυτού.
«Ναι ρε αμοιβάδα, νεκροί σου λέει η γυναίκα. Έχεις ακούσει ποτέ για ζωντανούς νεκρούς;», τον επέπληξε, δίνοντας με την σειρά της πάσα στον Άλκη.
«Αυτοί οι … οι τυροβρωμίκουλες όπως τους ονομάσαμε λόγω της μυρωδιάς τους, είναι κάτι μεταξύ ζωντανών και νεκρών. Η Ελένη είχε μετατραπεί σε έναν από αυτούς όταν έφτασε σπίτι. Και ύστερα δάγκωσε τον Ιάσονα, μετατρέποντας τον και αυτόν. Πρέπει να πρόκειται για κάποιον ιό, ο οποίος μεταδίδεται πολύ γρήγορα. Έξω γίνεται χαλασμός. Κάθε ίχνος της παλιάς ζωής έχει σβηστεί και την θέση της έχει πάρει το χάος. Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί αν θέλουμε να τα βγάλουμε πέρα». Η Χαρούλα ένευσε συγκαταβατικά και πρώτη φορά τον κοίταξε σαν άντρα. Έπρεπε να φτάσει η αποκάλυψη για να βγάλει τον πραγματικό του χαρακτήρα και τα κατάφερνε πολύ καλά μέχρι στιγμής.
«Και ποιο είναι το σχέδιο σου, για να τα καταφέρουμε;», ρώτησε ειρωνικά ο Φοίβος, που ζήλεψε την τόλμη και την ανδρεία του.
«Καταρχήν πρέπει να πάρουμε όσα δεδομένα έχουμε μέχρι τώρα και να τα αναλύσουμε. Αναλύοντάς τα θα βγάλουμε κάποια πρώτα συμπεράσματα και από εκεί και πέρα θα φτιάξουμε ένα σχέδιο για τις επόμενες κινήσεις μας. Συνιστώ ψυχραιμία και υπομονή. Αλλά πρώτα θέλω να σας ρωτήσω κάτι. Ακούσατε στις ειδήσεις τίποτα για αυτό; Πως ξεκίνησε δηλαδή ή κάτι άλλο που μπορεί να μας βοηθήσει;»
Μιλούσε πολύ σίγουρα, κάνοντάς τους να νιώσουν λίγο πιο ασφαλείς.
Η Χαρούλα χάθηκε στις αναμνήσεις της, μήπως και έβρισκε κάτι σημαντικό που θα τους βοηθούσε. Και ξαφνικά πετάχτηκε από την θέση της.
«Τώρα που το σκέφτομαι πιο καθαρά, κάτι έγινε αλλά εκείνη την ώρα δεν έδωσα και μεγάλη σημασία. Ήμασταν στο γραφείο και έλυνα ανέμελη το σταυρόλεξό μου, αφού δεν είχα κάτι άλλο να κάνω. Νωρίτερα είχα πετάξει το τηλέφωνο και το φαξ στον Φοίβο και περίμενα τον τεχνίτη να έρθει να μου τα συνδέσει». Έριξε μία βλοσυρή ματιά στον Φοίβο και συνέχισε.
«Ύστερα από αρκετή ώρα έφτασε καθυστερημένα ο Φοίβος με τις παραγγελίες μας. Φάγαμε όλοι και ύστερα από λίγο μπήκε και ο τεχνίτης, που έδειχνε να είναι σε κακά χάλια. Ήταν κάτισχνος και έτοιμος να κάνει εμετό, σαν να είχε κάποια ίωση. Μόλις τον είδε η κυρία Ζαχαροπούλου, του είπε να συνδέσει τα τηλέφωνα και να φύγει για το σπίτι του για να ξεκουραστεί. Μάλιστα έβαλε τον Κωστάκη να τον πάει, καθώς έδειχνε να χειροτερεύει. Αφού μας συνέδεσε τα τηλέφωνα έφυγαν και η μέρα συνεχίστηκε κανονικά, με εμένα να ουρλιάζω σε αυτούς που καλούσαν και ζητούσαν το μακρύ τους και το κοντό τους και την Ελένη να μου λέει γλυκανάλατες μαλακίες για να με ηρεμήσει.
» Είχε πάει εφτά κι ήμασταν έτοιμοι να σχολάσουμε, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσα και άκουσα τον Κωστάκη πανικόβλητο. Μιλούσε ασυνάρτητα και φαινόταν να είναι πολύ ταραγμένος. Κάτι έλεγε για τον τεχνίτη, ότι του είχε επιτεθεί ή κάτι τέτοιο. Ύστερα ξέσπασε σε μία κρίση βήχα και μετά από λίγο νέκρωσε η γραμμή. Βρήκα το τηλέφωνο του σπιτιού του τεχνίτη και κάλεσα. Βούιζε και ξαναδοκίμασα αρκετές φορές μέχρι που κατάφερα να βγάλω γραμμή. Κάποιος το σήκωσε, αλλά δεν μιλούσε. Ακουγόταν μόνο ένας ασθματικός ρόγχος και τίποτα άλλο. Εγώ πανικοβλήθηκα και ζητούσα τον Κωστάκη, αλλά τίποτα. Ήθελα να το κλείσω και να καλέσω την αστυνομία, αλλά άκουσα ένα απαίσιο γουργουρητό και έναν γλοιώδη ήχο μασήματος. Ούρλιαξα και το έκλεισα. Με το που το έκλεισα μπήκε ανήσυχος στο γραφείο ο Φοίβος. Του εξιστόρησα αυτά που συνέβησαν και έδειξε να μαζεύεται, πράγμα που τώρα το διαπιστώνω. Εκείνη την στιγμή, λες και ήταν συνεννοημένες, αρχίζουν η Ελένη και η Κατερίνα να βήχουν, ένας δυνατός σπαστικός βήχας που τράνταζε τα στήθη τους. Η Ελένη μάλιστα έκανε εμετό και έπεσε κάτω από την αδυναμία.
»Μπήκε στο γραφείο η κυρία Ζαχαροπούλου, δείχνοντας αλαφιασμένη. Με διέταξε να καλέσω αμέσως δύο ταξί για να στείλουμε σπίτι τις δύο άρρωστες. Μέσα στον πανικό είχα ξεχάσει τον Κωστάκη και δεν της είπα τίποτα. Με αυτά και αυτά είχαμε καθυστερήσει και δεν προλάβαινα να πάω από το σπίτι. Είπα στον Φοίβο να πάμε κατευθείαν στο μπαρ και να το ετοιμάσουμε για το βράδυ, αφού η Ελένη δεν ήταν σε θέση να βοηθήσει. Συμφώνησε και φύγαμε μαζί με το μηχανάκι του. Μέχρι να φτάσουμε εδώ, συναντήσαμε στους δρόμους πάνω από δέκα τροχαία ατυχήματα, πράγμα παράξενο ακόμα και για τα δεδομένα της Αθήνας. Κάτι κακό συνέβαινε, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Μόλις φτάσαμε έξω από το μαγαζί, μία ομάδα πέντε ανθρώπων κοπάναγε την πόρτα. Εγώ νευρίασα και τους φώναξα να σταματήσουν. Μόλις γύρισαν, έπαθα ένα μεγάλο σοκ. Οι δύο από αυτούς ήταν γνωστοί μας, μόνο που έδειχναν διαφορετικοί. Ήταν ο Κωστάκης και ο τεχνίτης. Όλοι τους είχαν βαθιές ουλές, καψίματα και ανοιχτές πληγές που έσταζαν αίμα και πύον. Άρχισαν να μας πλησιάζουν ανοιγοκλείνοντας με μανία τα σαγόνια τους, σαν να ήθελαν να μας κατασπαράξουν. Κανείς τους δεν μιλούσε, αλλά όλοι μαζί δημιουργούσαν μία απόκοσμη συντονισμένη βοή σαν ψαλμωδία, που έμοιαζε να έρχεται από τα βάθη της κόλασης. Ο Φοίβος βλέποντας τον κίνδυνο, πάτησε το γκάζι και φύγαμε. Αυτοί μας ακολουθούσαν, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να μας πιάσουν. Κάναμε τον γύρο του τετραγώνου και φτάσαμε πάλι έξω από το μπαρ, όπου τώρα δεν υπήρχε κανείς. Ξεκλείδωσα με τρεμάμενο χέρι και μπήκαμε μέσα. Από εκείνη την ώρα και μετά δεν βγήκαμε έξω. Κάθε λίγο κάποιος χτυπούσε βίαια την πόρτα, αλλά ύστερα από λίγο τα παράταγε και έφευγε. Ανοίξαμε την τηλεόραση, αλλά το σήμα είχε χαθεί. Νύχτωσε και ανάψαμε ένα κερί για να βλέπουμε, για να μην καταλαβαίνουν οι … τυροβρωμίκουλες, όπως τους ονομάσατε, ότι είμαστε μέσα. Και τώρα ήρθατε εσείς».
Όση ώρα μιλούσε η Χαρούλα, ο Φοίβος έδειχνε να ζαρώνει στην θέση του φοβισμένος. Η Χαρούλα, που τώρα σκεφτόταν πιο καθαρά, είχε αρχίσει να ξεμπλέκει το κουβάρι της υπόθεσης. Φανερά θυμωμένη γύρισε προς το μέρος του.
«Και για να έχουμε καλό ερώτημα, για πες μου Φοίβο, μήπως ο τεχνίτης έφαγε από τις τυρόπιτές σου; Και επειδή ήδη ξέρω την απάντηση, από πού σκατά τις αγόρασες τις τυρόπιτες ρε αγιογδύτη;»
«Μα…. Μα και εσύ Χαρούλα μου έφαγες από τις τυρόπιτες και είσαι καλά», απάντησε αμυντικά εκείνος.
«Και γιατί πιστεύεις πως όλο αυτό έχει να κάνει με τις τυρόπιτές μου; Δεκαπέντε τυρόπιτες σέρβιρα όλες και όλες και αυτές σε άτομα του γραφείου».
Η Χαρούλα συνέχισε να τον κοιτάει άγρια, αλλά από μέσα της σκεφτόταν ότι είχε δίκιο, δεν μπορούσε να είχε ξεκινήσει όλο αυτό από τις τυρόπιτες, αφού και εκείνη είχε φάει και αισθανόταν μια χαρά. Οπότε όλο το σύστημα των κατηγοριών της προς τον Φοίβο κατέρρεε.
«Το θέμα είναι τι θα κάνουμε τώρα», πετάχτηκε ως άλλη Μπουμπουλίνα η κυρά Θάλεια, δηλώνοντας αποφασιστικά την παρουσία της στον χώρο.
«Καταρχάς πρέπει να διασφαλίσουμε την τροφή μας και την ασφάλειά μας. Υπάρχουν τρόφιμα εδώ;», ρώτησε κοιτώντας τριγύρω.
«Έχω κούτες με ληγμένα πατατάκια και καμιά δεκαριά μπαγιάτικους ξηρούς καρπούς που προσφέρω μαζί με τα ποτά στους πελάτες», δήλωσε χωρίς ντροπή η Χαρούλα, που δεν έδειχνε να διαφέρει και πολύ από τον Φοίβο τελικά. Άλλωστε πως θα το έστηνε το αυθαίρετό της, με τον σταυρό στο χέρι; Με τον σταυρό στο χέρι τα ‘κονομάνε μόνο οι παπάδες, αλλά αυτό είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο.
«Μια χαρά ακούγεται για αρχή. Μπορούμε να μείνουμε για αρκετό καιρό εδώ μέσα μέχρι να οργανωθούμε σωστά και να αντιληφθούμε ορθά την κατάσταση. Προτείνω να κοιμηθούμε τώρα, γιατί όλοι μας περάσαμε δύσκολα και το έχουμε ανάγκη. Και από αύριο, πιο ξεκούραστοι, θα πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας», είπε ηγετικά ο Άλκης, χωρίς να τους δώσει πάτημα για αντιρρήσεις.
Υπάκουσαν και έπιασε ο καθένας μια γωνία να κοιμηθεί. Ο ύπνος δεν άργησε να τους επισκεφτεί.
Όλοι δυο μέτρα γη θα πάρουμε
(Ημέρα 0)
Η βουλευτής Πετράκη-Λεχράκη, ζούσε απομονωμένη στην βίλα της στην Εκάλη. Δεν είχε καμία επαφή με την πραγματικότητα, έβγαινε από εκεί μόνο για να πάει στη Βουλή, στο αεροδρόμιο, σε κανένα γκαλά και όταν ζητούσε την ψήφο του κόσμου. Σε μία προεκλογική περίοδο, έτυχε να παίξει τένις στο κλαμπ με την κυρία Ζαχαροπούλου. Έπιασαν για λίγο την συζήτηση και όταν έμαθε ότι η κυρία Νόρα (η Ζαχαροπούλου ντε) είναι διευθύντρια στην διαφημιστική εταιρία Κόσμος (λέγετε παρακαλώ), της ζήτησε να αναλάβει την εκστρατεία της. Η κυρά Νόρα, η αντροτραγανίστρα (που είχε στο μυαλό της να φάει τους άντρες όλων των γυναικών Αττικής και περιχώρων), την παρέπεμψε στην Κατερίνα και έτσι άρχισε μία πολύ καλή και αγαστή συνεργασία.
Όλα αυτά που σας λέω, τα λέω για κουτσομπολιό, δεν έχουν και μεγάλη σημασία. Αυτό που έχει σημασία θα σας το πω ευθύς αμέσως.
Η βουλευτίνα έκανε μεγάλη ζωή και δεν τις έφταναν τα ψωροεκατομμύρια που λάμβανε από το Ελληνικό κράτος και από τις μίζες κάθε μήνα. Έτσι άρχισε να ξανοίγεται σε παράνομες επιχειρήσεις για να εξοικονομήσει τα προς το ζην. Ξεκίνησε με εμπόριο βρεφών και βρεφικών ειδών, ύστερα ασχολήθηκε με το εμπόριο λευκής σαρκός και λευκών συσκευών για το σπίτι, μετά άνοιξε μία παραθαλάσσια εταιρία, η οποία παρήγαγε φύκια και τα πουλούσε για μεταξωτές κορδέλες και ένα χρόνο πριν άρχισε να τροφοδοτεί τζάνκις με τζανκ φουντ.
Η τελευταία της ιδέα, ήταν να τροφοδοτήσει την αγορά με φθηνές τυρόπιτες, παρασκευασμένες με τυρί από το Τσέρνομπιλ, το οποίο είχε παρασκευαστεί μετά το ατύχημα και είχε διατηρηθεί σε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο τυριού της περιοχής σε βαθιά κατάψυξη. Είχε βρει πάνω από χίλιους προμηθευτές που θα προμήθευαν όλη την Ελλάδα με πάνω από ένα δισεκατομμύριο κομμάτια. Από αυτήν την δουλειά υπολόγιζε πως θα έβγαζε τουλάχιστον είκοσι τρισεκατομμύρια (συνεχώς διολισθαίνουσες) δραχμές.
Οι υπηρέτες της είχαν αργήσει εκείνη την ημέρα και έπρεπε να σηκωθεί να φτιάξει μόνη της πρωινό. Αυτό είχε να συμβεί καιρό και της χαλούσε το ζεν. Εκείνη την ημέρα ήταν κακοδιάθετη, καθώς είχε να πάει στην βουλή και να μιλήσει για ένα σχέδιο νόμου. Το μόνο που της έδινε κουράγιο, ήταν ότι θα έβλεπε τον Μητσοτάκη. Με αυτήν την σκέψη και μόνο, ένιωσε μια υγρασία κάτω χαμηλά, την αίσθηση ενός δροσερού πρωινού του Νοέμβρη πριν ακόμα χαράξει ο ήλιος.
Μόλις τέλειωσε με το πρωινό της, πήγε στο δωμάτιο-ντουλάπα της και έψαξε για το καταλληλότερο ταγέρ για εκείνη την ημέρα.
Κάλεσε το θυρωρείο για να βρει τον οδηγό της, αλλά δεν απαντούσε κανείς. Εκνευρίστηκε με τους υπαλλήλους της, όμως έπρεπε να φύγει σύντομα. Είχε να οδηγήσει καιρό, αλλά ήταν σαν το ποδήλατο, δεν το είχε ξεχάσει το άθλημα.
Μπήκε στο γιούγκο που χρησιμοποιούσε για ξεκάρφωμα και ξεκίνησε για την βουλή. Κρατούσε χαμηλό προφίλ, για να δείχνει ότι είναι κοντά στον λαό. Μόνο που δεν ήξερε τι σημαίνει λαός.
Οδηγούσε στους άδειους δρόμους αμέριμνη, χωρίς να απορεί για την έλλειψη κίνησης. Έφτασε στην Νέα Ερυθραία και σταμάτησε σε ένα φανάρι. Ήταν η πρώτη φορά που αντίκρισε ανθρώπους, γύρω στα τριακόσια μέτρα μακριά να κλείνουν τον δρόμο. Της ήρθε στο μυαλό να πάρει φόρα και να τους πατήσει, αλλά όσο βιαστικά ήρθε η σκέψη έτσι και έφυγε. Έβρισε που θα καθυστερούσε και δεν θα προλάβαινε να πει δύο κουβέντες με τον Κώστα (τον επίτιμο πλέον), πριν την έναρξη της διαδικασίας. Οδήγησε αργά προς το μέρος τους και μόλις έφτασε σε απόσταση εκατό μέτρων, έσβησε την μηχανή και κατέβηκε από το αυτοκίνητο. Φόρεσε ένα ψεύτικο χαμόγελο, σαν του Τζόκερ από το Μπάτμαν και άρχισε να τους προσεγγίζει. Απείχε μόλις πενήντα μέτρα από εκείνους, όταν την χτύπησε η ξινή μυρωδιά του σάπιου τυριού. Εκείνοι την πλησίαζαν με αργό νωχελικό βηματισμό, με μία παράξενη κυματιστή ηρεμία. Δεν ακούγονταν ομιλίες και φωνές από το μέρος τους μόνο ένας βόμβος, μονότονος και συνάμα αλλόκοτος. Όταν έφτασε στα τριάντα μέτρα, κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Οι μπροστινοί έδειχναν να επιταχύνουν και να κινούνται επιθετικά προς το μέρος της. Οπισθοχώρησε πανικόβλητη και έβγαλε τις γόβες της. Έτρεξε μέχρι το γιούγκο και μπήκε μέσα. Άναψε την μηχανή και έβαλε ταχύτητα. Οι τυροβρωμίκουλες απείχαν μόνο σαράντα μέτρα και αποφάσισε να περάσει μέσα από το πλήθος τους, αφού δεν υπήρχε άλλη διέξοδος. Πάτησε τέρμα το γκάζι, αλλά η μηχανή την πρόδωσε. Οι τυροβρωμίκουλες περικύκλωσαν το αμάξι και άρχισαν να κοπανάνε τα τζάμια. Η Πετράκη-Λεχράκη ούρλιαζε αβοήθητη, καθώς είχε καταλάβει πως η ζωή της είχε φτάσει στο άδοξο τέλος της. Ένα χέρι έσπασε το τζάμι και την άρπαξε βίαια από τον λαιμό. Της ξέσκισε την σάρκα και το αίμα ανάβλυζε από την πληγή. Ο επιτιθέμενος όρμησε στην ανοιχτή πληγή και βάλθηκε να πίνει το αίμα της με βουλιμία. Η βουλευτίνα άφησε την τελευταία της πνοή, έχοντας στο μυαλό της ένα και μόνο πράγμα. Είχε ξεχάσει την τοστιέρα στην πρίζα.
Αμελί
Η Αμαλία ξύπνησε, από τις πρώτες ηλιαχτίδες που μπήκαν από το παράθυρο και την χτύπησαν καταπρόσωπο. Τα όνειρά της ήταν βαθιά και μπερδεμένα. Έδειχνε να έχει ξεχάσει την όλη κατάσταση, αλλά τώρα που επανέρχονταν όλα στην μνήμη της, ένα τεράστιο χαμόγελο σχηματίστηκε στο κακιασμένο πρόσωπό της. Η Κατερίνα και η Ειρήνη ήταν νεκρές και ο Χρήστος ήταν και πάλι δικός της για να τον βασανίζει. Το μόνο πρόβλημα ήταν η κυρά Σοφία, που έμπαινε ανάμεσα στα δύο αδέρφια. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να την βγάλει από την μέση, τώρα ήταν η ευκαιρία.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι και τεντώθηκε για να ξεπιαστεί. Κοίταξε από το παράθυρο και είδε το φως του ήλιου να αποκαλύπτει μία ανείπωτη φρίκη, μία κολασμένη Αθήνα, με φωτιές να σιγοκαίνε και ανθρώπινα κουφάρια να σπαρταρούν. Την δυσοίωνη εικόνα συμπλήρωνε μία απόλυτη έλλειψη ήχων, που έκανε την κατάσταση να φαντάζει πιο ζοφερή. Χαμογέλασε και χασμουρήθηκε, κατευθυνόμενη προς το σαλόνι για να χαιρετίσει τον αδερφό της. Μόνο που δεν ήταν κανείς εκεί.
Συνεχίζεται…
-------------------------------------------------------------------
Παναγιώτης Δεληγιάννης
Αρχική δημοσίευση
0 σχόλια