Penthouse of Horror part5

Μαρτίου 13, 2018

Penthouse of Horror - επεισόδιο 05

Θα είναι σαν να βλέπεις 90’s τηλεόραση, αλλά στην πραγματικότητα δεν θα την βλέπεις.
Γέροντας Μεγκαλίσιος

1/4 του αιώνα και 20 ημέρες είναι μεγάλο χρονικό διάστημα. Όλοι ξέχασαν. Και συνέχισαν τις ζωές τους.Ποια ήταν όμως η εξέλιξη; Γιατί δεν μας έδειξαν την συνέχεια; Τι συνέβη στην πραγματικότητα; Όσοι αναζητούσαν την αλήθεια, σιγά σιγά χάθηκαν μυστηριωδώς. Εκτός από έναν. Αυτός έγινε ένας με αυτούς. Τους ακολούθησε. Και είδε…
25 χρόνια μετά θα σας αποκαλύψει την πραγματική ιστορία. Αν δεν είστε έτοιμοι, μην τη διαβάσετε. Φρικιαστική, με χοντροκομμένο χιούμορ. Όπως το δικό τους. Η ιστορία είναι 100% πραγματική, γιατί η αλήθεια πρέπει να είναι ωμή. Όπως τρώνε οι Γάλλοι τη μοσχαρίσια μπριζόλα. Ή οι τυροβρωμίκουλες τον ανθρώπινο εγκέφαλο…
Η ιστορία είναι και θα είναι 100% δωρεάν. Ο συγγραφέας, Panagiotis Deligiannis, δηλώνει φαν γνωστών ηρώων του παρελθόντος και αποφάσισε να τους δώσει μια συνέχεια σε έναν άλλο κόσμο. Χωρίς να έχει σκοπό το κέρδος και χωρίς να θέλει να προσβάλλει τους αρχικούς δημιουργούς.
——————————————————————————–

Ο Λουργκ

Ο Άλκης δεν μπόρεσε να κοιμηθεί όλο το βράδυ. Έκλαιγε σιωπηρά για όλα αυτά που είχαν χαθεί. Το αφεντικό του, που τον είχε του κλώτσου και του μπάτσου. Την γλυκιά Ελένη, που έπρεπε που και που να ξυρίζει και καμιά μασχάλη, ήταν πλέον στον προθάλαμο των 90’s. Την καθημερινότητα, που όσο την είχε δεν την εκτιμούσε και πολύ, αφού ονειροπολούσε για κάτι διαφορετικό, ήθελε να γίνει επαγγελματίας τραγουδιστής. Όταν πλέον στέρεψε από δάκρυα, σηκώθηκε αποφασιστικά και πήγε στο μπαρ. Άνοιξε μια μπουκάλα ουίσκι και άρχισε να πίνει. Όλοι κοιμόντουσαν σαν τα γομάρια, δεν μπορούσε να τους καταλάβει. Τόσο αναίσθητοι ήταν πια; Πέρασε στο μικρό βοηθητικό δωμάτιο, πίσω από το μπαρ και πλησίασε προσεκτικά στο μικρό παράθυρο που έβλεπε στο σοκάκι ανάμεσα στις πολυκατοικίες. Όλα έδειχναν φυσιολογικά εκ πρώτης όψεως. Σαν να μην είχε συμβεί τίποτα από όλα αυτά, σαν να ήταν όλα ένα μεγάλο ψέμα. Μία κίνηση στην γωνία που έκανε το σοκάκι με τον δρόμο, τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Ήταν μια γυναίκα που έτρεχε πανικόβλητη στο αδιέξοδο του σοκακιού, μία γυναίκα που την ήξερε και την θαύμαζε. Ήταν η κυρία Νόρα (η Ζαχαροπούλου καλέ). Άνοιξε αμέσως το παράθυρο και έβγαλε το χέρι του για να τον δει. Εκείνη τον αντιλήφθηκε και βιάστηκε να πάει κοντά του. Τα μαλλιά της ήταν ανάκατα και τα ρούχα της ξεσκισμένα. Ήταν χλωμή από τον φόβο και συνάμα αναψοκοκκινισμένη από το τρέξιμο.
«Άλκη, καλέ μου Άλκη», του είπε κοιτάζοντάς τον σαν θεό.
«Έλα Νόρα. Θα σε τραβήξω να μπεις μέσα», της απευθύνθηκε πρώτη φορά στον ενικό, ψύχραιμα και δυναμικά.
Τότε εμφανίστηκαν στην γωνία, οι τυροβρωμίκουλες που την είχαν πάρει στο κατόπι. Εκείνη ούρλιαξε και άπλωσε το χέρι της στον Άλκη, αλλά δεν τον έφτανε. Ο Άλκης έσκυψε όσο μπορούσε, τεντώθηκε αλλά μάταια. Μπήκε γρήγορα στο δωματιάκι και κοίταξε τριγύρω για οτιδήποτε μπορούσε να χρησιμοποιήσει. Άνοιξε ένα ντουλάπι και βρήκε ένα μακρύ πλαστικό αντικείμενο. Ήταν αρκετά παχύ και θα άντεχε το βάρος της Νόρας. Το έπιασε και το αντικείμενο άρχισε να συσπάται δεξιά αριστερά.
Η υφή του ήταν γλοιώδης και μύριζε σαν ξινισμένο φρούτο. Ξαναπήγε στο παράθυρο και είδε την Νόρα να προσπαθεί να σκαρφαλώσει, γδέρνοντας τον τοίχο με τα ματωμένα νύχια της, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Οι τυροβρωμίκουλες πλησίαζαν όλο και πιο γρήγορα και αθόρυβα. Μόνο αυτός που βρισκόταν πιο μπροστά γρύλιζε, σαν σκυλί που αλυχτά.
«Πιάσε αυτό, Νόρα, και κρατήσου καλά. Ύστερα θα σε τραβήξω, πρόσεχε όμως μην γλιστρήσεις, έχουμε μόνο μία ευκαιρία».
Η Νόρα έγνεψε πανικόβλητη και κοίταξε στα μάτια τον σωτήρα της. Έπιασε το πλαστικό αντικείμενο και με τα δύο χέρια. Γλιστρούσε, αλλά έπρεπε να τα καταφέρει. Έκανε νόημα στον Άλκη και εκείνος τράβηξε με όλη του την δύναμη και την ανέβασε. Η Νόρα γαντζώθηκε αρχικά από το παράθυρο και ύστερα από τον Άλκη. Το γόνατό της σκίστηκε στην κάσα του παραθύρου και το αίμα χύθηκε στο πεζοδρόμιο. Οι τυροβρωμίκουλες έφτασαν κάτω από το παράθυρο και έπεσαν μανιασμένα στο πεζοδρόμιο για να γλύψουν το αίμα, εκτός από τον αρχηγό τους τον Λουργκ, ο οποίος παρατηρούσε σιωπηλός την Νόρα και τον Άλκη να τον κοιτούν με τρόμο. Στο μυαλό του ήδη προετοίμαζε το σχέδιό του.

(Πριν το συμβάν)

Ο Λάκης δεν ήταν ένας απλός οδηγός ταξί, ήταν ένας μέντορας. Αν τύχαινε να σε πάρει κούρσα, θα αναθεωρούσες όλα όσα ήξερες για όλα όσα σε απασχολούσαν.
Εκείνο το πρωί είχε ξεκινήσει όπως πάντα στις 7 από το σπίτι του στην Δραπετσώνα. Οδηγούσε μέχρι την πιάτσα στον Πειραιά και έριχνε τα πρωινά του καντήλια ακούγοντας τις πολιτικές εξελίξεις στο ραδιόφωνο. Φορούσε το ίδιο καρό πουκάμισο με τις προηγούμενες ημέρες, με ανοιχτά τα κουμπιά μέχρι τον αφαλό και την χρυσή καδένα να ξεπροβάλει μέσα από το τριχωτό δάσος του στέρνου του. Το φρεσκοχτενισμένο του μουστακάκι και το μπριγιαντισμένο του μαλλί, τον έκαναν να μοιάζει με ρεμπέτη παλιάς κοπής. Την όμορφη αυτή εικόνα, συμπλήρωναν τα επίχρυσα δαχτυλίδια που φορούσε σχεδόν σε κάθε δάχτυλο και τα επίτηδες αφημένα νύχια στα μικρά δαχτυλάκια κάθε χεριού ή στις μπατονέτες όπως τα έλεγε ο ίδιος χαριτολογώντας.
Λίγο πριν φτάσει στην πιάτσα των Ταξί, είδε έναν ψηλό ατσούμπαλο και ατημέλητο άντρα να του κάνει νόημα για να σταματήσει. Αισθάνθηκε πολύ καλά που βρήκε τόσο γρήγορα πελάτη, σταμάτησε δίπλα του και άνοιξε το παράθυρο.
«Που πάει ο αψηλός;», ρώτησε με μαγκιά, όπως του έπρεπε δηλαδή.
«Καλημέρα αρχηγέ. Συγγρού», του απάντησε ο Φοίβος.
«Και δεν σου φαινότανε μάγκα μου».
Ο Φοίβος πήρε ανάποδες, γιατί ξαφνικά φάνηκε πως κινδύνευε ο αντρισμός του.
«Πάρτο πίσω τώρα λιγδιάρη», του απάντησε επιθετικά και ξεκίνησε να κάνει τον κύκλο του ταξί για να του επιτεθεί.
«Όχι, όχι φίλε μου. Παρεξήγηση. Δεν εννοούσα αυτό που κατάλαβες», μαζεύτηκε ο ταρίφας.
Ο Φοίβος του την χάρισε (πολύ λαρτζ) και ηρέμησε. Θα με πας τελικά στην Συγγρού; Έχω αργήσει».
«Μπες μέσα αγόρι …. Πως σε είπαμε;»
«Φοίβο».
«Μπες μέσα και ξεκινάμε»
Ο Φοίβος έκατσε στην θέση του συνοδηγού και του είπε την διεύθυνση.
«Γιατί τέτοια κωλοπιλάλα; Νωρίς είναι ακόμα».
«Έχω να κλείσω μια μεγάλη δουλειά σήμερα».
«Φίλε μου εγώ τόσα χρόνια στην πιάτσα έχω βγάλει ένα απόσταγμα (απόφθεγμα εννοούσε, αλλά ποιοι είμαστε στην τελική εμείς που θα τον κρίνουμε). Σπεύδε βραδέως. Οι δουλειές πάνε και έρχονται. Η ζωή όμως έρχεται και φεύγει τόσο γρήγορα, που όταν το αναλογιστούμε χάνουμε και άλλο πολύτιμο χρόνο. Λάκης»
Ο Φοίβος εντυπωσιάστηκε από την ρητορική του, τόσο λοβοτομημένος ήταν. Έμεινε να τον κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα, το οποίο δεν ξέφυγε από την αντίληψη του Λάκη.
«Ναι, όμως κάπως πρέπει να ζήσουμε και εμείς οι φτωχοί βιοπαλαιστές. Και αν αφήνουμε έτσι την δουλειά, τότε πως θα το καταφέρουμε αυτό;»
«Η ταν ή επί ταν», είπε αινιγματικά ο Λάκης, χωρίς να έχει ιδέα και ο ίδιος τι εννοούσε.
Ο Φοίβος είχε εντυπωσιαστεί το δίχως άλλο. Τον κοιτούσε από πάνω μέχρι κάτω και έβλεπε στο πρόσωπό του έναν διδάσκαλο, έναν μέντορα, έναν καθοδηγητή. Αμέσως τον έπιασε το φιλότιμο.
«Το μεσημέρι περιμένω μια παραγγελία τυρόπιτες, που καλύτερες δεν έχεις ξαναφάει. Πέρνα από εκεί που θα με αφήσεις σε λίγες ώρες να σε κεράσω και να πούμε και καμιά κουβέντα».
«Έγινε μάγκα μου. Σε έκοψα εγώ από την αρχή ότι είσαι ντόμπρος και ξηγημένος».
Αρκετή ώρα αργότερα (τον πήγε στην Συγγρού μέσω Τρικάλων για να του φάει περισσότερα χρήματα) και αφού μίλησαν επιστημονικά για πολλά πράγματα που κανένας από του δύο δεν είχε ιδέα, έφτασαν έξω από τα γραφεία της Κόσμος (της ξέρετε ποιας τέλος πάντων). Ο Φοίβος πλήρωσε (όπως πάντα με τρεμάμενο χέρι) και τον χαιρέτησε.
Οι επόμενες ώρες ξέρετε πώς κύλησαν.
Ο Λάκης εμφανίστηκε ξανά έξω από τα γραφεία κατά το μεσημεράκι. Τον είχε κόψει η πείνα και πέρασε από εκεί για να τσιμπήσει τις τυροπιτούλες που του είχε υποσχεθεί ο Φοίβος. Ο Φοίβος είχε ξεχάσει το τάξιμο και τώρα προσπαθούσε να καταστρώσει το σχέδιο για να τα ‘κονομήσει βαρβάτα. Είχε περάσει από το μυαλό του να πει στο γραφείο ότι θα αύξανε τις τιμές, επειδή το τυρί ήταν παρασκευασμένο από γάλα γιακ και ότι τους πρόσφερε εκπληκτική ποιότητα σε πολύ καλές τιμές. Και ενόσω σχεδίαζε την καμπάνια του, είδε τον Λάκη και έριξε από μέσα του κατάρες. Είχε ήδη δώσει χρήματα στον Μένιο (τον τυροπιτέμπορο) και τώρα έπρεπε να δώσει και δωρεάν προϊόντα, εξαιτίας της πρωινής του αδυναμίας χαρακτήρα.
«Γεια σου Φοίβο. Ήρθα να σε δω φίλε μου», είπε ο Λάκης με το στομάχι του να κόβει πριονιές.
«Α γεια σου Λάκη. Σε περίμενα φίλε μου», απάντησε ψέματα ο Φοίβος, με τους οικονομικούς λογαριασμούς στο μυαλό του να δουλεύουν πιο γρήγορα ακόμη και από την οθόνη του Μάτριξ».
Ο Λάκης στρογγυλοκάθισε σε μια άδεια καρέκλα στο μπαρ και περίμενε το κέρασμά του. Ο χώρος μοσχομύριζε από το φρεσκοψημένο φύλλο ζύμης.
«Θέλω τρεις τυρόπιτες και ένα διπλό ουίσκι ον δι ροκς (το ότι οδηγούσε ήταν μία ασήμαντη λεπτομερειούλα)», του είπε και έβγαλε το πορτοφόλι από την κωλότσεπη για να το ακουμπήσει στον πάγκο, κάνοντας τον Φοίβο να αναθαρρήσει.
«Αμέσως αμέσως», βιάστηκε εκείνος που νόμιζε πως θα πάρει τελικά λεφτά από τον ταρίφα.
«Α και που είσαι; Κάνε τα μου πακέτο, θα τα πάρω στον δρόμο. Και το ουίσκι να γίνει τετραπλό (το παράκανα)».
«Μάλιστα (αφέντη)», είπε σχεδόν δουλικά ο Φοίβος και ξεφούρνισε αμέσως τρεις τυρόπιτες, οι οποίες δεν είχαν ψηθεί καλά.
Τις έβαλε σε μία χαρτοσακούλα και ύστερα πήγε στα ποτά. Άνοιξε ένα νοθευμένο μπουκάλι ουίσκι και έβαλε τετραπλή ποσότητα σε ένα χάρτινο ποτήρι. Τα πήγε στον Λάκη και του τα έδωσε.
«Σε ευχαριστώ πολύ φίλε μου. Θα περάσω και άλλη μέρα να τα πούμε». Σηκώθηκε από την καρέκλα, έβαλε το πορτοφόλι στην τσέπη, πήρε τις τυρόπιτες και το ουίσκι και έφυγε.
Ο Φοίβος είχε μείνει κόκκαλο, δεν μπορούσε να το πιστέψει. Βλέποντας το πορτοφόλι του Λάκη, νόμιζε πως τον έπιασε το φιλότιμο και θα τον πλήρωνε, αλλά δεν συνέβη αυτό. Ο Λάκης τον δίδασκε άλλο ένα μάθημα ζωής, ένα μάθημα σκληρό και συνάμα απογοητευτικό. Οι άνθρωποι υπολόγιζαν μόνο το χρήμα, δεν ήταν σαν και εκείνον, τον φτωχό πλην τίμιο βιοπαλαιστή που σέρβιρε ότι σαπίλα έβρισκε σε χαμηλότερη τιμή με σκοπό το κέρδος.
Ετοίμασε με βαριά καρδιά τις παραγγελίες για το γραφείο και πήρε μια βαθιά ανάσα. Το πάθημα γίνεται μάθημα. Δεν γνώριζε όμως ότι η ώρα της εκδίκησης του Λάκη πλησίαζε με γοργούς ρυθμούς……
Ο Λάκης έφαγε αμάσητες τις τυρόπιτες στην πιάτσα που περίμενε. Όπως σιγόπινε το τετραπλό του ουίσκι, έβγαζε με το δαχτυλάκι μπατονέτα τα σκουλήκια από την μύτη του και τα έκανε μπαλάκια. Πριν τα πετάξει τα κοίταζε και όσα του άρεσαν τα έβαζε στο στόμα του για να τα δοκιμάσει. Αυτή η ασχολία είχε τις ρίζες της στο παρελθόν του, σε ένα παρελθόν δύσκολο και σκληρό. Εκτός από την μύτη του, άρχισε να σκάβει και τις αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια. Στο σχολείο όλα τα παιδιά τον κορόιδευαν για αυτή του την συνήθεια, αλλά δεν μπορούσε να την κόψει. Ο πρώτος του έρωτας στο σχολείο, ποτέ δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά του, λόγω αυτής της βρωμερής συνήθειας.
Όσο σκεφτόταν αυτές τις δυσάρεστες αναμνήσεις, άρχισε να νιώθει ένα πόνο στο στομάχι. Ο πόνος δυνάμωνε και το μυαλό του πήγε κατευθείαν στις τυρόπιτες που είχε φάει, αφού τα κακάδια δεν τον είχαν πειράξει ποτέ. Έπρεπε να αφήσει γρήγορα το ταξί και να βρει μία τουαλέτα. Αλλά τότε πάγωσε. Βγάζοντας το δαχτυλάκι του από την μύτη, είδε στην άκρη του ένα κάτασπρο γλοιώδες σκουλήκι να συσπάται. Τρόμαξε, αλλά την συνέχεια δεν την περίμενε. Το σκουλήκι σύρθηκε μέχρι την παλάμη του, ξεγύμνωσε μια σειρά κοφτερά δόντια και δάγκωσε την σάρκα του. Το αίμα ανάβλυσε και το σκουλήκι χώθηκε μεμιάς μέσα στην πληγή και χάθηκε. Ο Λάκης κοιτούσε σοκαρισμένος αυτό που συνέβαινε, χωρίς να μπορεί να αντιδράσει. Μετά από αυτό και άλλα σκουλήκια άρχισαν να ξεχύνονται από την μύτη του, να τον δαγκώνουν σε όλο του το σώμα και να εισχωρούν σε αυτό. Και τότε έχασε τις αισθήσεις του.
Από μικρός λάτρευε τα παιχνίδια ρόλων και συγκεκριμένα τους κακούς ήρωες, ταυτιζόταν με αυτούς. Αγαπημένος του ήρωας ήταν ο Λουργκ από το Dungeons and Dragons, ένας ήρωας μισός ορκ μισός άνθρωπος. Στα μοναχικά του παιχνίδια, φανταζόταν ότι ήταν ο Λουργκ και ότι εισέβαλε τα βράδια στα χωριά των χωρικών και τα λεηλατούσε. Τους χωρικούς τους σκότωνε με τον βαρύ του πέλεκυ και τους έτρωγε τα σωθικά.
Τον είχαν καταλάβει τα σκουλήκια και είχε ξυπνήσει με αιμοβόρικες διαθέσεις. Το ένστικτό του του έλεγε να τραφεί, να σβήσει την πείνα που του κατέτρωγε τα σωθικά. Και μόνο ένα πράγμα θα τον ικανοποιούσε. Η ανθρώπινη σάρκα. Κλώτσησε την πόρτα του ταξί και βγήκε στον δρόμο. Ένας οδηγός τον απέφυγε τελευταία στιγμή και τον έβρισε χυδαία. Οι συνάδελφοί του που τον είδαν σε αυτή την κατάσταση δεν έδειξαν να ανησυχούν, μάλλον υπέθεσαν ότι ήταν λίγο πιο ατημέλητος από τις άλλες ημέρες. Πλησίασε μια ομάδα ταξιτζήδων, που φλυαρούσε ακατάπαυστα για τους αγώνες ποδοσφαίρου της Κυριακής. Δεν έδειχναν να έχουν αντιληφθεί τις αλλαγές πάνω του και συνέχισαν να μιλάνε.
Ο Λουργκ πλησίαζε σαν μεθυσμένος και μύριζε γύρω του τον χώρο. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να σκοτώσει για να τραφεί. Πλησίαζε μια ομάδα ανθρώπων, αλλά εκείνοι δεν έφευγαν μακριά, δεν έδειχναν να τον φοβούνται. Αυτό τον θύμωσε, ήταν ο Λουργκ ο εκπορθητής και όλοι οι εχθροί του τον έτρεμαν και αν δεν το έκαναν κακό του κεφαλιού τους. Αποφάσισε να τους δώσει ένα μάθημα για να παραδειγματίσει, ένα μάθημα που θα έδειχνε σε όλους τους άλλους ότι αυτός ήταν ο αρχηγός. Έφτασε δίπλα σε έναν και χωρίς να του δώσει χρόνο, φανέρωσε τα δόντια του, τον δάγκωσε στο πρόσωπο και έμπηξε τα μακριά του νύχια στα μάτια του. Το θύμα του δεν πρόλαβε να αντιδράσει και παραδόθηκε χωρίς μάχη. Ο Λουργκ έπεσε από πάνω του και άρχισε να του τρώει το πρόσωπο. Οι ταξιτζήδες φοβήθηκαν και απομακρύνθηκαν, δεν ήξεραν τι να κάνουν (παρόλο που οι ταξιτζήδες τα ξέρουν όλα). Το θύμα σπαρταρούσε από τον πόνο τυφλωμένο, την ώρα που ο Λουργκ ξερίζωνε την γλώσσα του και την έβαζε στο στόμα του. Ύστερα σηκώθηκε και όρμησε στον πιο κοντινό άνθρωπο που είχε την ατυχία να βρεθεί μπροστά του εκείνη την στιγμή. Κανείς δεν τολμούσε να τον αποτρέψει από τις βίαιες πράξεις του και αυτό το καταλάβαινε ο Λουργκ. Μύριζε τον φόβο τους. Μύριζε την απέχθεια τους προς αυτόν και τις πράξεις του. Σε λίγες ώρες θα είχε έτοιμο έναν μικρό στρατό, που θα τον υπάκουε σε όλες του τις εντολές, αφού αυτός θα ήταν ο δημιουργός τους. Αλλά για να γίνει αυτό έπρεπε να τραφεί.
Ο Λουργκ είχε κορέσει την αρχέγονη πείνα του και τώρα απολάμβανε τους καρπούς των πράξεών του. Τα παιδιά του είχαν σηκωθεί και αυτά και ζητούσαν τροφή. Εκείνος τα παρότρυνε να ορμάνε κατά βούληση σε όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Ο πολυσύχναστος δρόμος είχε μετατραπεί τώρα σε ένα άγριο σκηνικό κανιβαλισμού, όποιος τύχαινε να περνά από εκεί γινόταν αμέσως το επόμενο θήραμα. Η κολασμένη ομάδα όλο και μεγάλωνε και ο Λουργκ έτριβε τα χέρια του. Η ώρα της εκδίκησης του προς την ανθρωπότητα είχε φτάσει. Αλλά ο πρώτος του στόχος ήταν ένας, εκείνος που τον έφερε σε αυτή την θέση. Ήθελε να πάρει το αίμα του για να αποδείξει την παντοδυναμία του.

Ξανά στο μπαρ

«Σε ευχαριστώ πολύ Άλκη μου. Μου έσωσες την ζωή». Έπεσε στην αγκαλιά του και ξέσπασε σε κλάματα.
«Υποχρέωσή μου Νόρα», της είπε εκείνος δυναμικά, μιλώντας της με σιγουριά και αυτοπεποίθηση.
Εκείνη τον αγκάλιασε πιο σφιχτά για να νιώσει ασφάλεια. Απέξω ακούγονταν τα γρυλίσματα των τυροβρωμίκουλων, οι απαίσιες ένρινες κραυγές τους που θύμιζαν ρόγχο και ζητούσαν σάρκα και αίμα.
Ο Άλκης έκλεισε με μία κίνηση το παράθυρο και σήκωσε στην αγκαλιά του την Νόρα. Την οδήγησε στην κυρίως αίθουσα του μπαρ και την ξάπλωσε στο πάτωμα. Έκοψε ένα κομμάτι ύφασμα από την μπλούζα του και της έδεσε την πληγή για να σταματήσει το αίμα. Κανείς δεν είχε καταλάβει τι συνέβαινε, όλοι κοιμόντουσαν του καλού καιρού. Ο Φοίβος ροχάλιζε σαν βαρυστομαχιασμένος κροταλίας, ενώ η Χαρούλα έβλεπε πως σήκωνε τα τηλέφωνα στο γραφείο και εξαπέλυε τρισχαριτωμένες κατάρες.
Ο Άλκης είπε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία και έσκυψε προς το μέρος της Νόρας. Εκείνη τον έβλεπε πρώτη φορά σαν άντρα και λυσσάρα καθώς ήταν, κατάλαβε που αποσκοπούσε η κίνησή του και αποφάσισε να μην χάσει χρόνο παίζοντάς το δύσκολη. Ανασηκώθηκε και έφερε τα χείλη της στα δικά του ξαφνιάζοντάς τον για μια στιγμή. Έβγαλε την γλώσσα της και άρχισε να γλύφει τα χείλη του. Εκείνος έδειχνε να αντιλαμβάνεται επιτέλους τι γίνεται και άνοιξε το στόμα του, για να υποδεχτεί την γλώσσα της. Φιλιόντουσαν με πάθος για αρκετή ώρα αλλά ο Άλκης δεν μπορούσε να κάνει το επόμενο βήμα. Εκείνη κατάλαβε την απειρία του και έβγαλε την μπλούζα και το σουτιέν της. Τα πλούσια στήθη της αποκαλύφθηκαν με τις μεγάλες ρώγες της να είναι ερεθισμένες. Ο Άλκης δεν συγκρατήθηκε και όρμησε σαν πρωτάρης. Τις πιπιλούσε, τις δάγκωνε και τις ρουφούσε με λαχτάρα και αμέσως ένιωσε το ξέρετε ποιο του να φουσκώνει. Εκείνη του το έπιασε πάνω από το παντελόνι και άρχισε να το χαϊδεύει. Άφησε τα στήθη της και κατέβασε το παντελόνι του. Η στύση του διαγραφόταν στο λευκό του εσώρουχο (αυτά τα παππουδίστικα) και η Νόρα δεν άντεξε. Του το κατέβασε και άρχισε να του το παίζει γρήγορα. Ο Άλκης έκλεισε τα μάτια και περίμενε, ζούσε σε έναν μικρό παράδεισο περικλειόμενο από μία κόλαση. Η Νόρα έβαλε το αυτό του ανάμεσα στα στήθη της και το ταχτάριζε. Ο Άλκης δεν θα άντεχε για πολύ, ήταν έτοιμος να εκραγεί.
«Τι κάνετε εκεί; Κυρία Ζαχαροπούλου εσείς είστε», τους πλησίασε αθόρυβα η Χαρούλα με απέχθεια.
Ο Άλκης ένιωθε να του κόβονται τα πόδια, η δε κυρία Νόρα παράτησε το τούτο του και κάλυψε τα στήθη της ντροπιασμένη.
«Ξέρεις …. Ξέρεις…. Εεεε.. Μου έσωσε την ζωή και εγώ……»
«Είδα πολλά σιχαμένα πράγματα τις τελευταίες ώρες, αλλά αυτό ήταν το αποκορύφωμα», τσίριξε η Χαρούλα και έκανε εμετό στο πλάι.
Οι υστερισμοί της ξύπνησαν τον Φοίβο και την κυρά Θάλεια, που έσπευσαν αμέσως στο πλευρό της. Αρχικά κοιτούσαν την Χαρούλα με τρόμο, νόμιζαν ότι μετατρέπεται και εκείνη σε τυροβρωμίκουλα. Αλλά όταν είδαν την Νόρα γυμνή, παγωμένη από ντροπή και τον Άλκη που δεν προσπαθούσε να κρύψει το φλεβιασμένο του μόριο, κατάλαβαν τον λόγο που ξέρασε η Χαρούλα και ανακουφίστηκαν.
«Κοίτα που έπρεπε να φτάσει το τέλος του κόσμου για να πηδήξει και το χαμένο», είπε η κυρά Θάλεια και κάγχασε.
«Λίγα τα λόγια σου κυρά Θάλεια, γιατί σας παρατάω και φεύγω. Και μετά να δούμε πως θα τα βγάλετε πέρα», είπε επιθετικά ο Άλκης και άρχισε να ντύνεται.
Την επόμενη στιγμή κοκάλωσαν, από το βίαιο χτύπημα στην πόρτα. Όλοι μαζεύτηκαν πίσω από τον Άλκη, που τον είχαν στο μυαλό τους ως τον αρχηγό. Εκείνος κούμπωσε το παντελόνι και πήγε αθόρυβα στην πόρτα. Ακούμπησε το αυτί του πάνω της και έμεινε να αφουγκράζεται.

(Την προηγούμενη ημέρα)

Ο Λουργκ πρόλαβε τον Φοίβο την ώρα που έφευγε από την δουλειά με την Χαρούλα. Συγκράτησε την μυρωδιά του καφετζή και ύστερα πήγε στην ομάδα του που όλο και πλήθαινε. Τους εξήγησε το σχέδιό του γρυλίζοντας και ξεκίνησαν όλοι μαζί για να τον βρουν. Το κεφάλι του δημιουργού της φυλής του, θα γινόταν το λάβαρο του πολέμου εναντίον του ανθρώπινου γένους. Ήθελε να εξαλείψει το ανθρώπινο είδος και να στεφθεί βασιλιάς όλης της γης.
(Λίγο μετά την σωτηρία της Νόρας από τον Άλκη).
Ο Λουργκ μύριζε τους φοβισμένους ανθρώπους που κρύβονταν μέσα στα κτίρια σαν τα ποντίκια. Την ήξερε την ράτσα τους, ήξερε ότι οι άνθρωποι ήταν ύπουλοι, πανούργοι και έτοιμοι για όλα. Έπρεπε να φερθεί με πονηριά για να φέρει σε πέρας το πρώτο σκέλος του σχεδίου του. Και σε αυτή την περίπτωση, για να τα καταφέρει, έπρεπε να παίξει ένα παιχνίδι τακτικής.
Γρύλισε και όλη η ομάδα μαζεύτηκε γύρω του. Τους διέταξε να σκορπιστούν και να συναντηθούν στο σημείο 0, στο σημείο που ξεκίνησαν όλα, όταν ο ήλιος θα έφτανε στο αποκορύφωμά του. Τους απαγόρευσε να επιτεθούν σε ανθρώπους μέχρι την στιγμή της συνάντησης, για να δώσουν την αίσθηση ότι όλο αυτό τελείωσε. Ο κάθε ένας από την ομάδα του θα έπρεπε να βρει τις άλλες περιπλανώμενες ομάδες και να τους μεταφέρει την διαταγή του. Και όταν έφτανε το μεσημέρι θα περνούσαν στο δεύτερο σκέλος του σχεδίου του. Έπρεπε όμως πρώτα να πιάσει με πονηριά τον καφετζή.
Οι τυροβρωμίκουλες σκόρπισαν αθόρυβα προς όλες τις μεριές της πόλης. Εκείνος πήγε στην είσοδο του μπαρ και περίμενε. Σε λίγο θα έβγαινε ο ήλιος και μόλις συνέβαινε αυτό θα έκανε την κίνησή του.
Ο ήλιος ανέτειλε λίγα λεπτά αργότερα. Ο Λουργκ πήρε φόρα και έπεσε πάνω στην πόρτα του μπαρ. Χαμογέλασε και έφυγε για τον επόμενο σταθμό του σχεδίου του. Έπρεπε πρώτα να αφανίσει όλα τα άλλα είδη πριν φτάσει στην κορυφή. Λίγες ώρες έμεναν για την τελική επικράτηση του είδους του.
Συνεχίζεται…
-------------------------------------------------------------------

Παναγιώτης Δεληγιάννης

Αρχική δημοσίευση

-

0 σχόλια