Penthouse of Horror part3

Μαρτίου 13, 2018

Penthouse of Horror - επεισόδιο 03



Θα είναι σαν να βλέπεις 90’s τηλεόραση, αλλά στην πραγματικότητα δεν θα την βλέπεις.
Γέροντας Μεγκαλίσιος

1/4 του αιώνα και 20 ημέρες είναι μεγάλο χρονικό διάστημα. Όλοι ξέχασαν. Και συνέχισαν τις ζωές τους.Ποια ήταν όμως η εξέλιξη; Γιατί δεν μας έδειξαν την συνέχεια; Τι συνέβη στην πραγματικότητα; Όσοι αναζητούσαν την αλήθεια, σιγά σιγά χάθηκαν μυστηριωδώς.Εκτός από έναν. Αυτός έγινε ένας με αυτούς. Τους ακολούθησε. Και είδε…25 χρόνια μετά θα σας αποκαλύψει την πραγματική ιστορία. Αν δεν είστε έτοιμοι, μην τη διαβάσετε. Φρικιαστική, με χοντροκομμένο χιούμορ. Όπως το δικό τους. Η ιστορία είναι 100% πραγματική, γιατί η αλήθεια πρέπει να είναι ωμή. Όπως τρώνε οι Γάλλοι τη μοσχαρίσια μπριζόλα. Ή οι τυροβρωμίκουλες τον ανθρώπινο εγκέφαλο…

Η ιστορία είναι και θα είναι 100% δωρεάν. Ο συγγραφέας, Panagiotis Deligiannis, δηλώνει φαν γνωστών ηρώων του παρελθόντος και αποφάσισε να τους δώσει μια συνέχεια σε έναν άλλο κόσμο. Χωρίς να έχει σκοπό το κέρδος και χωρίς να θέλει να προσβάλλει τους αρχικούς δημιουργούς.
——————————————————————————–

Meanwhile στο ρετιρέ

Η Ειρήνη έφερε το σίδερο του σιδερώματος, ένα σκουπόξυλο και έναν πλάστη. Η Αμαλία μπήκε σοκαρισμένη από την μπαλκονόπορτα και πλησίασε τις δύο γυναίκες.
«Έξω γίνεται χαμός. Πολλά σταματημένα αυτοκίνητα έχουν πιάσει φωτιά και άνθρωποι καίγονται ζωντανοί. Αλλά το πιο φρικιαστικό είναι ότι ομάδες ανθρώπων, επιτίθενται σε μεμονωμένα άτομα και τα ξυλοκοπούν μέχρι να πέσουν κάτω. Αχ τι να κάνει το κοριτσάκι μου; Να είναι ασφαλής; Δεν λειτουργούν και αυτά τα ρημάδια τα τηλέφωνα».
«Σταμάτα Αμαλία», διέταξε ξερά η κυρά Σοφία, με ύφος απόστρατου υπαξιωματικού της ξηράς. (αυτοί της θάλασσας τα λένε πιο μελωδικά)
«Αυτή την στιγμή πρέπει να δείξουμε ψυχραιμία. Αρχικά πρέπει να κάνουμε ότι είναι δυνατόν για να μην σπάσει η πόρτα. Όταν το εξασφαλίσουμε αυτό, πρέπει να δούμε πως θα κινηθούμε στην συνέχεια. Και στο τέλος πρέπει να συνεφέρουμε και τον αδερφό σου».
Εκείνη την στιγμή έσπασε η πόρτα και κάτασπρα χέρια βουτηγμένα στο αίμα ξεχύθηκαν στο δωμάτιο, σπρώχνοντας την πολυθρόνα για να μπουν μέσα. Η κυρά Σοφία, που είχε ζήσει δυο με τρεις πολέμους και έναν μπεκρή σύζυγο, άρπαξε τον πλάστη και κινήθηκε γενναία προς το μέρος τους. Εκεί όμως πάγωσε και έδειξε προς στιγμήν να παραδίνεται. Ένα από αυτά τα πλάσματα, έχωσε το κεφάλι του από την τρύπα της πόρτας και έμοιαζε εκπληκτικά με την Κατερίνα. Το ένα μάτι της ήταν βγαλμένο από την κόγχη του και χυμένο στο μάγουλο, με τις νευρικές απολήξεις του να διαγράφονται μοβ και κόκκινες, ενώ πολλές βαθιές πληγές σε όλο της το σώμα, έσταζαν σκουρόχρωμο αίμα και πύον. Το βλέμμα της δεν εστίαζε κάπου και τα σαγόνια της ανοιγόκλειναν πολύ γρήγορα, θέλοντας να πετσοκόψουν ότι έπεφτε μπροστά της.
«Κα….Κατερίνα μου», βούρκωσε η γριά.
Το πλάσμα γύρισε στο άκουσμα του ονόματος και έδειξε μεγαλύτερο ζήλο να σπρώξει και να την φτάσει, βγάζοντας αφρούς από το στόμα. Πίσω από το πλάσμα ήταν άλλα δύο, το ένα μάλιστα μικρό παιδί, που έμοιαζε με το ανίψι της κουτσομπόλας γειτόνισσας. Το τρίτο, ήταν φτυστός ο πρώην σύζυγος της Κατερίνας, ο Παπαράς ή Παπάρας όπως τον κορόιδευαν λόγω επιθέτου.
Η Ειρήνη πέρασε με φόρα δίπλα από την γριά και κρατώντας το σίδερο στο δεξί χέρι, κατάφερε ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι του μικρού παιδιού, συντρίβοντάς το κρανίο του. Τα υγρά του εγκεφάλου ξεχύθηκαν στο πάτωμα με ένα αηδιαστικό πλατς, σαν βιοχλαπάτσα. Το παιδί έπεσε κάτω και δεν ξανασηκώθηκε. Ύστερα σήκωσε πάλι το σίδερο και το έφερε στο κεφάλι του Παπάρα. Εκείνος δεν έκανε καμιά κίνηση να το αποφύγει, αντιθέτως όρμησε προς το μέρος της και λίγο πριν δεχτεί το τελειωτικό χτύπημα, την έγδαρε με το νυχάκι (που άφηνε για να βγάζει τα σκουλήκια από αυτιά, μύτη και δόντια) στα πλευρά. Το πλάσμα κατέρρευσε και έβγαλε έναν σπαρακτικό ήχο, σαν σκυλί που ξεψυχάει. Η Ειρήνη πέταξε το σίδερο και έπιασε το πλευρό της, ουρλιάζοντας από τον οξύ πόνο.
Η κυρά Σοφία αποφάσισε να αναλάβει δράση. Δεν ήξερε τι συνέβαινε, αλλά όσο και να έμοιαζε το πλάσμα στην Κατερίνα της, ήταν σίγουρο ότι ήθελε να τους κάνει κακό. Σήκωσε τον πλάστη και πήρε φόρα. Διαπέρασε την κόγχη του ματιού της Κατερίνας, με την άκρη του πλάστη και έσπρωξε με δύναμη. Με έναν ήχο σκισίματος ο πλάστης διαπέρασε τον εγκέφαλο. Το τέρας Κατερίνα συνέχισε να μάχεται, αλλά μάταια. Η κυρά Σοφία έσπρωξε ακόμη πιο δυνατά και έσπασε το κόκαλο του κρανίου. Η Κατερίνα κατέρρευσε και σταμάτησε να κουνιέται. Η αποφορά της ήταν ανυπόφορη. Η μυρωδιά που πλημμύρισε το διαμέρισμα, ήταν αυτή του σάπιου κρέατος, συνδυασμένη με εκείνη του ξινού τυριού.


(R)Ι(P)άσων

«Μητέρα, Άλκη, ελάτε λίγο γρήγορα», τσίριξε ο Ιάσονας σαν Ουρσουλίνα, φανερά φοβισμένος.
Εκείνοι κατέφθασαν αμέσως και κατάλαβαν γιατί αντέδρασε έτσι ο ματσό Ιάσονας. Στο σημείο που στέκονταν πριν η Ελένη, υπήρχε μία κηλίδα υγρού, που έμοιαζε να αποτελείται από ούρα και αίμα και βρομούσε τυρίλα. Όμως η Ελένη ήταν άφαντη.
«Πρέπει να κάνουμε αμέσως κάτι. Αυτοί που είναι έξω από την πόρτα πρέπει να είναι μανιακοί. Δεν ξέρω τι ζητάνε. Πρέπει να βρούμε αμέσως όπλα για να μπορέσουμε να αμυνθούμε» πρότεινε ο Άλκης, που είχε κάνει χρόνια καράτε και ο Σενσέι του του είχε διδάξει ότι η καλύτερη επίθεση είναι η άμυνα.
«Έχει δίκιο το ζαβό», είπε αμέσως η κυρά Θάλεια. Πάμε στην κουζίνα αμέσως. Ο Άλκης δεν έδειξε να παρεξηγείται με την προσβολή. Ίσως να μην την κατάλαβε κιόλας.
Έτρεξαν στην κουζίνα και εξοπλίστηκαν με τρία μεγάλα μαχαίρια. Και τότε άκουσαν μία κραυγή πόνου και θυμού, να έρχεται από το δωμάτιο.
«Η Ελένη μου», είπε ο Ιάσονας και εκσφενδονίστηκε από την κουζίνα.
Μπήκε στο δωμάτιο, αλλά και πάλι δεν την είδε. Προχώρησε μέχρι το κρεβάτι και τότε ένιωσε ένα δάγκωμα στο πίσω μέρος του λαιμού του. Το αίμα ξεχύθηκε από την ανοιχτή πληγή και η Ελένη το ρούφαγε με λύσσα. Ο Ιάσονας κατέρρεε κοιτάζοντάς την απεγνωσμένα, με ένα ερωτηματικό να διαγράφεται στο πρόσωπό του. Εκείνη έμπηξε τα νύχια της στα μάτια του και τα τράβηξε απότομα, αποκολλώντας τα από τις κόγχες. Τα έβαλε στο στόμα της και τα κατάπιε με έναν γουργουριστό ήχο να αναδύεται από το στομάχι της. Ο Ιάσονας δεν αντιδρούσε από το σοκ, αλλά τα ένιωθε όλα σε υπέρμετρο βαθμό. Λίγες στιγμές αργότερα ξεψύχησε. Η Ελένη του έσκιζε το στήθος και έτρωγε τα αχνιστά σωθικά του, μέχρι που δέχτηκε δύο μαχαιριές. Μία στην πλάτη,από την κυρά Θάλεια και μία στο κεφάλι από τον Άλκη. Η κυρά Θάλεια ούρλιαζε κατάρες και συνέχιζε να την μαχαιρώνει, ενώ ο Άλκης έκατσε στο πάτωμα και έκλαιγε για το αδικοχαμένο του αφεντικό.
Αλλά τότε υποχώρησε η πόρτα και ξεχύθηκαν μέσα οι μανιακοί….

Γιάννης Ράμπος aka κυρά Σοφία

Η Ειρήνη πονούσε πάρα πολύ, παρόλο που αυτό που είχε ήταν μία μικρή γρατζουνιά. Είχε πέσει στο πάτωμα και βογκούσε, ενώ αφροί έβγαιναν από το στόμα της. Η κυρά Σοφία χάιδευε τα μαλλιά της Κατερίνας και έκλαιγε, ενώ η Αμαλία, σοκαρισμένη από αυτά που είχαν συμβεί, προσπαθούσε να συνεφέρει τον Χρήστο, που είχε αρχίσει να ξαναβρίσκει τις αισθήσεις του.
«Τττι τι συμβαίνει;», ψέλλισε ζαλισμένος με θολό βλέμμα.
«Χρήστο μου. Πρέπει να σηκωθείς».
Έβαλε τα κλάματα.
«Τι θες πάλι Αμαλία μου και κλαις; Αφού είπαμε πως θα το πάρουμε το στερεοφωνικό».
«Χρ…Χρήστο μου», συνέχισε να κλαίει. «Η Κατερίνα είναι νεκρή».
Ο Χρήστος σηκώθηκε απότομα και βλέποντας την Κατερίνα, ένιωσε να παγώνει μέσα του. Έτρεξε προς το μέρος της, γονάτισε και πήρε το κεφάλι της στα χέρια του.
«Τι συνέβη», έκλαιγε και για πρώτη φορά τον λυπήθηκε πραγματικά η πεθερά του.
«Χρήστο μου….. Η Κατερίνα πέθανε. Εγώ την σκότωσα. Αλλά δεν ήταν ο εαυτός της. Ήταν σαν τέρας, σαν λυσσασμένη. Αν δεν την σκότωνα θα μας είχε επιτεθεί».
«Γκχχχχχχ», έβγαλε έναν υπόκωφο λαρυγγικό ήχο η Ειρήνη. Έφτυσε σάλια και αφρούς και έκανε να σηκωθεί από το πάτωμα. Το βλέμμα της ήταν σαν τρελού, σαν μανιασμένου, οι κινήσεις τις αργές. Η Αμαλία πισωπάτησε από τον φόβο και τσίριξε. Η Ειρήνη τότε έδειξε να την αντιλαμβάνεται και έκανε άλλη μία προσπάθεια να σηκωθεί. Δεν τα κατάφερε και άρχισε να σέρνει το κορμί της προς την Αμαλία με επιθετικές διαθέσεις. Η κυρά Σοφία σηκώθηκε, τράβηξε τον πλάστη από το κεφάλι της Κατερίνας και έτρεξε μέχρι την εγγονή της. Τον σήκωσε και της κατάφερε ένα δυνατό χτύπημα στο πίσω μέρος του κεφαλιού, που έσπασε στα δύο τον πλάστη. Από την πληγή έτρεξε σάπιο αίμα, αλλά αυτό δεν σταματούσε την Ειρήνη. Η κυρά Σοφία πήρε το ένα κομμάτι του πλάστη και έχωσε την μυτερή του πλευρά στο αυτί της Ειρήνης. Κομμάτια σάρκας και εγκεφάλου πετάχτηκαν και η Ειρήνη κατέρρευσε, με την μυρωδιά της τυρίλας να εξαπλώνεται στον χώρο.

Τους βάφτισαν

Η κυρά Θάλεια πετάχτηκε ενστικτωδώς σαν ελατήριο και έκλεισε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας, πριν προλάβουν οι μανιακοί να μπουν μέσα. Διπλοκλείδωσε και έμεινε με την πλάτη ακουμπισμένη στην πόρτα, να κοιτάει τον νεκρό γιο της. Ο Άλκης μυξόκλαιγε λίγο πιο πέρα, αφού ήξερε πως με τα προσόντα που είχε θα αργούσε πολύ να βρει κάποιον να τον προσλάβει. Στο πρώτο χτύπημα της πόρτας όμως, έδειξαν και οι δυο να συνέρχονται και να αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο που διέτρεχαν. Ο Άλκης σηκώθηκε και άρχισε να σπρώχνει με ζήλο το κρεβάτι για να το βάλει πίσω από την πόρτα.
«Κάτι είναι αυτό αλλά δεν θα κρατήσει για πολύ. Πρέπει να σκεφτούμε πως θα ξεφύγουμε από….», δεν μπορούσε να σκεφτεί τι ακριβώς ήταν αυτοί που τους κυνηγούσαν. Η αναγουλιαστική μυρωδιά του ξινισμένου τυριού, είχε απλωθεί σε όλο το δωμάτιο.
«… Τους τυροβρωμίκουλες», συμπλήρωσε την φράση του η κυρά Θάλεια, με ένα ύφος Μπουμπουλίνας.
«Ακριβώς, τους Τυροβρωμίκουλες. Πρέπει να βγούμε αμέσως έξω. Είμαστε στον δεύτερο όροφο (ανάλογα σε πιο επεισόδιο είμαστε) και δεν υπάρχει άλλη έξοδος εκτός από την μπαλκονόπορτα του δωματίου. Όταν βγούμε στο μπαλκόνι, πρέπει να κατέβουμε κάτω. Ίσως από την υδρορροή».
Ο Ιάσονας, που τον είχαν για νεκρό, άρχισε να κινεί τα δάχτυλα των χεριών του. Αρχικά λίγο τις άκρες των δαχτύλων, σαν να ήθελε να ξεμουδιάσει. Οι κινήσεις του έγιναν πιο σπαστικές και κοφτές και έβγαλε μία αγωνιώδη κραυγή, κάνοντάς τους να παγώσουν από τον τρόμο. Πίεσε με τα χέρια του την λαχανί μοκέτα και σηκώθηκε με μία απότομη κίνηση. Το στόμα του έσταζε σάλια και έχασκε ορθάνοιχτο και η μύτη του οσμίζονταν τον χώρο γύρω του, σαν αρπακτικό. Οι κόγχες των ματιών του ήταν γεμάτες αίμα και πύον, με τις φλεβίτσες να πετάγονται από μέσα σαν πεινασμένα σκουλήκια. Τα εναπομείναντα σωθικά του, χύνονταν στο πάτωμα από το άνοιγμα που του είχε κάνει η Ελένη.
Η κυρά Θάλεια και ο Άλκης, έστεκαν ακίνητοι, δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν. Ήταν φανερό ότι εκείνο τα πλάσμα μπροστά τους δεν ήταν πια ο Ιάσονας, αλλά ένας Τυροβρωμίκουλας που ήθελε να τραφεί. Είχαν ακόμη το πλεονέκτημα, καθώς δεν τους είχε εντοπίσει ακόμη με την όσφρησή του. Ο Άλκης πήρε την πρωτοβουλία και έκανε νόημα στην κυρά Θάλεια να μείνει ακίνητη. Έκανε δύο προσεκτικά βήματα προς το μέρος του και έσκυψε να πιάσει το μαχαίρι που είχε ρίξει στο πάτωμα η κυρά Θάλεια. Εκείνη έβλεπε το παιδί της σε αυτή την κατάσταση και δεν το άντεχε. Ήθελε να ξεσπάσει, αλλά κινδύνευαν και το ήξερε.
Ο Άλκης πλησίασε με αθόρυβα βήματα τον Ιάσονα. Τα χτυπήματα στην πόρτα ήταν πολύ δυνατά, πράγμα που τον βοηθούσε να περάσει απαρατήρητος. Ο Ιάσονας συνέχιζε να οσφραίνεται τον χώρο μέχρι που τον εντόπισε. Σταμάτησε να ρουθουνίζει και έβγαλε ένα συριστικό ήχο σαν συνθηματικό. Αμέσως σταμάτησαν τα χτυπήματα στην πόρτα και επικράτησε απόλυτη ησυχία. Ο Ιάσωνας γύρισε το κεφάλι του προς τον Άλκη, με τις άδειες κόγχες να καρφώνονται πάνω του. Ο Άλκης πάγωσε στην θέση του και ετοιμάστηκε να αμυνθεί. Κράτησε την ανάσα του και προσευχήθηκε από μέσα του να τα καταφέρει. Τους χώριζαν μόλις τρία μέτρα και στέκονταν και οι δύο ακίνητοι. Μία σταγόνα έτρεξε από το μέτωπο του παραγιού και ύστερα άλλη μία. Ήταν συνηθισμένος να αντιμετωπίζει τις εκρήξεις βίας του αφεντικού του αλλά αυτό τώρα ήταν τελείως διαφορετικό. Ήταν το τέλος του κόσμου, τουλάχιστον του κόσμου που ήξεραν μέχρι τότε. Το τέλος του πολιτισμού και η αρχή των σκοτεινών εποχών, όπου τίποτα από τους παλιούς νόμους και κανόνες δεν είχε πλέον σημασία. Μόνο η επιβίωση.
Ο Ιάσονας, μύριζε το φόβο του θύματός του και περίμενε να κάνει εκείνο την πρώτη του κίνηση. Το ένστικτο του αρπακτικού και τα γρήγορα αντανακλαστικά του, του έλεγαν πως έπρεπε να περιμένει. Διψούσε, αλλά δεν έπρεπε να κάνει βιαστικές κινήσεις. Αντιλαμβάνονταν άλλο ένα θύμα ακριβώς πίσω του, αλλά αυτό θα το άφηνε για τους άλλους, όπως τους είχε υποσχεθεί με το συνθηματικό του. Η αδημονία του να γευτεί για πρώτη φορά ανθρώπινο αίμα, τον έκανε να παράγει όλο και περισσότερα σάλια.
Ο Άλκης περίμενε υπομονετικά όπως του είχε μάθει ο Σενσέι του. Θυμήθηκε τότε που ήταν ακόμη παιδί και είχε πηδήξει σε μια παλιά μάντρα αυτοκινήτων για να πατήσει τις κόρνες και να ξυπνήσει την γειτονιά. Εκεί όμως τον έπιασε στα πράσα ο ιδιοκτήτης, ένας κοντός γέρος Ιαπωνικής καταγωγής και τον οδήγησε σε ένα μικρό καλυβάκι. Εκεί τον έβαλε να καθίσει σε μία καρέκλα και κάθισε και αυτός δίπλα. Στο τραπέζι μπροστά του είχε ένα πιάτο νουντλς, τα οποία τα έπιανε με τα τσόπστικς. Σε κάποια φάση μία μύγα περνούσε από πάνω του και κάθισε δίπλα στο πιάτο του. Με μία επιδέξια κίνηση, την πλάκωσε με το χέρι του, την έλιωσε και μετά την έφαγε. Ο μικρός Άλκης ψάρωσε και έμεινε να τον κοιτάζει ενθουσιασμένος με ανοιχτό το στόμα, την ώρα που ο γέρος σκότωνε και έτρωγε όλο το μυγολόι που κυκλοφορούσε εκεί μέσα. Ο γέροντας απόφαγε και σκουπίστηκε με το μανίκι του, χωρίς να του έχει πει ακόμη τίποτα. Ύστερα ρεύτηκε και έξυσε την μύτη του με πάθος. Ο Άλκης όλο και τον συμπαθούσε πιο πολύ. Τότε ο γέροντας μίλησε, με μία λεπτή φωνή και ξενική προφορά:
«Θες να σου μάθω όλα όσα ξέρω; Κατέχω την τέχνη του καράτε, μία πολύ ιερή τέχνη για τον λαό μου».
Ο Άλκης δεν το σκέφτηκε: «Ναι το θέλω», είπε και η καρδούλα του σκίρτησε από χαρά.
«Πρέπει να έχεις υπομονή».
«Μάλιστα κύριε».
«Από εδώ και πέρα θα με λες Σενσέι, εντάξει;»
«Μάλιστα Σενσέι», είπε και βάρεσε στρατιωτική προσοχή μπροστά του.
«Ωραία. Ξεκινάμε αμέσως. Πήγαινε πίσω από τον πάγκο, πάρε ένα κουβά, απορρυπαντικά και την βούρτσα και πήγαινε να πλύνεις όλα τα αυτοκίνητα. Μέχρι το βράδυ πρέπει να έχεις τελειώσει».
«Μάλιστα Σένσει». Έτρεξε σαν βλακόμουτρο που ήταν από τότε, πήρε τα υλικά και βγήκε έξω.
Μέχρι το βράδυ είχε ξεθεωθεί, αλλά τα είχε τελειώσει όλα. Ο Σενσέι βγήκε να επιθεωρήσει και τον συνεχάρη για την καλή δουλειά που είχε κάνει. Του είπε να ξαναπεράσει την επόμενη ημέρα για να βάψει τον φράχτη και τον έδιωξε. Ύστερα μπήκε μέσα στην καλύβα σήκωσε το τηλέφωνο και σχημάτισε έναν αριθμό. Απέλυσε το συνεργείο που είχε κλείσει, αφού τώρα βρήκε κορόιδο για να κάνει τζάμπα τις δουλειές. Πήγε μέχρι ένα ντιβάνι ξάπλωσε και λίγο πριν κοιμηθεί, ευχαρίστησε το σύμπαν που του είχε στείλει έναν μαλάκα που είχε δει το Καράτε Κιντ.
Να μην σας τα πολυλογώ, ο Άλκης δεν έμαθε ποτέ καράτε, άλλο τι νόμιζε. Αλλά τουλάχιστον, ο «Σενσέι» του, του έμαθε να κάνει υπομονή.
Όλη αυτή η διακοπή έγινε για να σας κρατήσω λίγο σε αγωνία, αλλά και για να σας εξηγήσω πως ο Άλκης είχε υπομονή.
Ο Ιάσονας δεν άντεχε άλλο. Έπρεπε να τραφεί και το θύμα του δεν έδειχνε διατεθειμένο να επιτεθεί. Αρχικά είχε μυρίσει τον φόβο του, που είχε μετατραπεί τώρα σε ηρεμία και γαλήνη, σαν να του έδειχνε ότι δεν τον φοβόνταν και αυτό τον αποσυντόνιζε. Αποφάσισε να αφεθεί στο ένστικτό του και έκανε μία απότομη κίνηση εναντίον του. Ο Άλκης είχε μπει σε φάση διαλογισμού, προσπαθώντας να υπολογίσει πόσα αυτοκίνητα είχε πλύνει για να καταφέρει να μάθει καράτε. Και επιτέλους είχε φτάσει η στιγμή να χρησιμοποιήσει τις γνώσεις τόσων χρόνων. Έφερε το μαχαίρι μπροστά και έκανε ένα σάλτο στα πλάγια αποφεύγοντας τα κοφτερά δόντια του Τυροβρωμίκουλα. Με μία αστραπιαία κίνηση wax in wax out, γύρισε το μαχαίρι προς τα πίσω και του το κάρφωσε στο πίσω μέρος του κεφαλιού διαπερνώντας το μέχρι τον εγκέφαλο. Ο Ιάσονας αλύχτησε σαν πληγωμένο σκυλί και έπεσε οριστικά νεκρός, με την κυρά Θάλεια να ξεσπάει σε κλάματα για ακόμη μία φορά.
Η ησυχία που επικρατούσε πριν, ανήκε στο παρελθόν. Απέξω οι τυροβρωμίκουλες άρχισαν να βαράνε με λύσσα την πόρτα, προσπαθώντας να μπουν μέσα. Ο Άλκης πήρε τα δύο μαχαίρια, πήγε μέχρι την μπαλκονόπορτα, την άνοιξε και έκανε νόημα στην κυρά Θάλεια να τον ακολουθήσει. Ήταν το πίσω μέρος της πολυκατοικίας και δεν υπήρχε ψυχή στο στενό σοκάκι από κάτω τους. Κατέβηκαν ένας ένας από την υδρορροή και έφτασαν κάτω. Είδαν στο μπαλκόνι από πάνω να ξεχύνονται οι τυροβρωμίκουλες, που είχαν καταφέρει να σπάσουν την πόρτα του υπνοδωματίου και να ουρλιάζουν προς το μέρος τους και βιάστηκαν να το σκάσουν.

Και άλλη βάφτιση

Ο Χρήστος, η Αμαλία και η κυρά Σοφία έκλαιγαν, ξεσπώντας την ένταση και την στεναχώρια που είχαν μέσα τους. Ο κόσμος είχε καταστραφεί, οι δικοί τους άνθρωποι είχαν μετατραπεί σε κάτι άλλο, σε κάτι που ήθελε να τους σκοτώσει. Τα ουρλιαχτά και οι βηματισμοί που ακούγονταν από τα κάτω πατώματα, τους έκαναν να κινητοποιηθούν.
«Πρέπει να αμπαρώσουμε την πόρτα για να προστατευτούμε», είπε ο Χρήστος και πήγε μέχρι το παλιό έπιπλο του σαλονιού.
«Ελάτε να με βοηθήσετε να το μεταφέρουμε. Αυτό θα αντέξει, είναι από γερό ξύλο».
Έτρεξαν (σχήμα λόγου) κοντά του και έσπρωξαν με δυσκολία το έπιπλο μέχρι την πόρτα. Το τοποθέτησαν μπροστά και στάθηκαν να πάρουν μια ανάσα, κοιτώντας ο ένας τον άλλον. Τελικά πήρε τον λόγο η Αμαλία.
«Τι…τι πλάσματα είναι αυτά; Τι ζητάνε επιτέλους από εμάς;»
Κανένας δεν ήξερε τι συνέβαινε και τι ήταν αυτό στο οποίο είχαν μετατραπεί οι άνθρωποι τους και έτσι βάλθηκαν να το σκεφτούν. Η βαριά ατμόσφαιρα τρόμου και θλίψης, σε συνδυασμό με την απαίσια μυρωδιά της τυρίλας που ανέδιδαν τα νεκρά κουφάρια, τους δημιουργούσε άγχος και πανικό.
«Τυρόγαλοι», πετάχτηκε ξαφνικά η κυρά Σοφία.
«Ας τους ονομάσουμε έτσι από την μπόχα τους για να συνεννοούμαστε». Τα δύο αδέρφια συμφώνησαν σε αυτό με ένα νεύμα.
«Ωραία. Και από εδώ και πέρα τι κάνουμε; Πως θα καταφέρουμε να το σκάσουμε από τους …τυρόγαλους;», ανασηκώθηκε ο Χρήστος και άρχισε να κόβει βόλτες.
«Ίσως εδώ μέσα να είμαστε πιο ασφαλείς», δήλωσε η Αμαλία και έδειξε έξω.
«Δεν θυμάσαι κυρά Σοφία πριν, που είδαμε από το μπαλκόνι τι γίνεται έξω; Πρέπει να είναι γενικό το κακό. Ας περάσουμε απόψε την νύχτα μας εδώ και αύριο βλέπουμε τι κάνουμε».
Με το που σταμάτησε, οι τυρόγαλοι έφτασαν στον όροφό τους και άρχισαν να χτυπάνε το έπιπλο που είχαν τοποθετήσει για πόρτα. Αυτό δεν θα κατάφερναν με τίποτα να το σπάσουν, αλλά ούτε και να το σπρώξουν. Ξύλο καρυδιάς, προικιό της Κατερίνας, εβδομήντα χιλιάδες είχαν δώσει τότε (δεν λέμε πότε για την ηλικία).
«Έχει δίκιο η Αμαλία», είπε ο Χρήστος και έσυρε τον καναπέ πίσω από το έπιπλο.
«Δεν μπορούν να μπουν εδώ μέσα, θα τα παρατήσουν και θα φύγουν».
Τα χτυπήματα εντάθηκαν και οι μονότονες κραυγές των τυρόγαλων δημιουργούσαν μία βοή, όπως όταν είσαι σε ένα σταθμό του Μετρό και έρχεται το τραίνο. (οι Θεσσαλονικείς δεν γνωρίζουν την εμπειρία)
«Πρέπει να ξεφορτωθούμε και τα πτώματα, αν θέλουμε να μείνουμε εδώ μέσα. Δεν αντέχω άλλο αυτή την μπόχα. Λέω να τα πετάξουμε από το μπαλκόνι».
Οι άλλες δύο συμφώνησαν και άρχισαν να σέρνουν τα τέσσερα πτώματα μέχρι την μπαλκονόπορτα. Ύστερα από πέντε κοπιαστικά λεπτά τα κατάφεραν και τα απόθεσαν το ένα πάνω στο άλλο. Έξω η κατάσταση είχε αγριέψει δραματικά. Στρατιές από τυρόγαλους κυνηγούσαν τους άτυχους που δεν είχαν προλάβει να κρυφτούν. Τα περισσότερα αυτοκίνητα στους δρόμους καίγονταν, με την σκουρόχρωμη πυκνή καπνιά να σχηματίζει τεράστια σύννεφα στον ουρανό, κρύβοντας τα αστέρια. Λίγες απεγνωσμένες κραυγές, αλλά και μία τρομερή βοή, συμπλήρωναν εκείνο το απόκοσμο παζλ, που είχε ξεπηδήσει από τους χειρότερους τους εφιάλτες.
«Δεν μου πάει η καρδιά να τους το κάνουμε αυτό», είπε ο Χρήστος και δάκρυσε.
«Είναι…. Ήταν οι δικοί μας άνθρωποι».
«Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο. Είναι πηγές μικροβίων. Πρέπει να το κάνουμε για να σώσουμε τα τομάρια μας», είπε ψυχρά η Αμαλία, που δεν της καιγόταν καρφί στην πραγματικότητα, αφού δεν είχε συμπαθήσει ποτέ εκείνο το σκυλολόι. Η γριά μπάνισε το ικανοποιημένο βλέμμα της «συμπεθέρας» της και το κράτησε στην άκρη του μυαλού της για αργότερα.
«Ας τους πετάξουμε κάτω λοιπόν», είπε με μισή καρδιά, συγκρατώντας με κόπο τα δάκρυά που επισκέφτηκαν τα μάτια της, για να μην δείξει αδυναμία. Έπιασε από τα χέρια την εγγονή της και ο Χρήστος από τα πόδια και την πέταξαν από κάτω. Το σώμα έσκασε στο πεζοδρόμιο και έγινε χίλια κομμάτια, ένας ανθρώπινος πολτός, αποτελούμενος από κόκαλα, εντόσθια, τρίχες (στα τέλη των 80’s βρισκόμαστε) και αίμα. Πέταξαν και τους άλλους τρεις, λες και έπαιζαν κάποιο ζοφερό τέτρις με ανθρώπινα κουφάρια.
Μόλις τελείωσαν μπήκαν μέσα και κλειδαμπάρωσαν την μπαλκονόπορτα.
«Μπριζολίτσα κανείς;», τους πρότεινε η Αμαλία, που έδειχνε να έχει βρει τον παλιό κακό της εαυτό και θρονιάστηκε σε μία καρέκλα χωρίς να περιμένει απάντηση. Άρπαξε μία μπριζόλα και άρχισε να την δαγκώνει με λύσσα, λες και την είχαν ατάιστη την φακλάνα, που το έπαιζε και Αθηναία.

Άλκης του δε ρέσκιου

Ο Άλκης στάθηκε στην γωνία του σοκακιού και κοίταξε με προσοχή τον κεντρικό δρόμο. Εκείνη την στιγμή δεν υπήρχε ψυχή, εκτός από έναν τυροβρωμίκουλα που καιγόταν. Πίσω του η κυρά Θάλεια περίμενε με το μαχαίρι σε ετοιμότητα και την καρδιά της να βαράει σε ρυθμούς γιουροβίζιον. Της έκανε νόημα και διέσχισαν γρήγορα τον δρόμο μέχρι την απέναντι πολυκατοικία. Απείχαν μόνο ένα χιλιόμετρο από το μπαρ που δούλευε η Χαρούλα, με την Ελένη και τον Φοίβο και ήθελαν να πάνε εκεί και να την βρουν. Η Χαρούλα ήταν σκληροτράχηλη και ήταν σίγουροι ότι είχε επιβιώσει από αυτόν τον ξαφνικό χαμό. Είδαν ένα παρατημένο αυτοκίνητο με τα κλειδιά ακόμα πάνω στην μηχανή. Χωρίς να το σκεφτούν μπήκαν μέσα και ο Άλκης έβαλε μπρος και ξεκίνησε. Με τον ξαφνικό θόρυβο, εμφανίστηκαν αρκετοί τυροβρωμίκουλες από τα στενά και προχώρησαν γοργά μέχρι το αυτοκίνητο. Γκάζωσε για να τους αποφύγει και πάτησε χωρίς ενδοιασμούς έναν που είχε εμφανιστεί ξαφνικά μπροστά στο αυτοκίνητο, κάνοντάς τον λωρίδες. Έστριψε στο επόμενο στενό χωρίς να κόψει ταχύτητα και συνάντησε μία ομάδα τυροβρωμίκουλων να του κλείνει τον δρόμο.
«Κρατήσου κυρά Θάλεια».
Εκείνη σταυροκοπήθηκε και γαντζώθηκε στο κάθισμά της.
Πάτησε τέρμα το γκάζι και έπεσε πάνω τους. Το μπροστινό τζάμι έγινε κομμάτια από την πρόσκρουση, αλλά είχε καταφέρει να τους συντρίψει. Τα ανθρώπινα μέλη έπεφταν σαν βροχή τριγύρω από το αυτοκίνητο και αυτό του έδωσε μία ξαφνική αίσθηση δύναμης και κυριαρχίας, κάνοντας τον να ξεχάσει τις διδαχές του Σενσέι του. Δεν ένιωθε πια σεμνός και ταπεινός. Είχε μεταμορφωθεί στον Άλκη τον αδίστακτο κίλερ, τον σωτήρα της ανθρωπότητας. Συνέχισε την πορεία του με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση μέχρι που έφτασαν έξω από το μπαρ. Βγήκε με σιγουριά έξω και βημάτισε αποφασιστικά μέχρι την πόρτα.

Συνεχίζεται…
-------------------------------------------------------------------
Παναγιώτης Δεληγιάννης

Αρχική δημοσίευση

-

0 σχόλια