#04 - NOVISSIMUS




.
Ξύπνησε κεφάτος το πρωί παρόλο που ήξερε πως τον περίμενε ένα γεμάτο δεκάωρο στην αγχωτική του δουλειά. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν το απόγευμα, που σήμαινε την έναρξη της απόλυτης ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ του, τουλάχιστον για δύο εβδομάδες. Ετοιμάστηκε αργά αργά, έβαλε το μυαλό του στον αυτόματο και ξεκίνησε για την τελευταία του μέρα στον βάρβαρο κόσμο της πολιτισμένης κοινωνίας. 
Ο καιρός είχε αλλάξει καθώς έμπαινε το τελευταίο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου, σηματοδοτώντας έτσι το φθινόπωρο που ήταν ήδη προ των πυλών. Περπατούσε στους βρώμικους δρόμους του κέντρου, κατευθυνόμενος προς το χρηματιστήριο, όπου και θα έπρεπε να δώσει για άλλη μια μέρα τον καλύτερό του εαυτό. Η δουλειά του χρηματιστή του πρόσφερε μια άνετη ζωή, αλλά από την άλλη είχε σκοτώσει όλα τα όνειρα που είχε μικρός. ­­­
Στις περιπέτειές του ήταν ινδιάνος, αστροναύτης, ΝΑΥΑΓΟΣ σε έναν ξεχασμένο τόπο, εισβολέας σε κάποιον αφιλόξενο πλανήτη. Και όσο μεγάλωνε είχε όνειρα. Πως θα έκανε κάτι συναρπαστικό που θα του γέμιζε τη ζωή. 
Όταν μπήκε στο οικονομικό της Αθήνας, κατάλαβε πως χωρίς το χρήμα δεν μπορούσε να πραγματοποιήσει τα όνειρά του. Περνούσαν τα χρόνια και αφού πήρε το πτυχίο του με άριστα, βρήκε μια καλή δουλειά σε μια χρηματιστηριακή εταιρεία. Άρχισε να βγάζει πολλά χρήματα και σιγά σιγά ξέχασε τα όνειρά του, κυνηγώντας την άνοδο στην ιεραρχία. Η αγαπημένη του τον παράτησε, αφού δεν είχε καθόλου χρόνο για εκείνη. Το μόνο που είχε σημασία ήταν η άνοδος, οπότε δεν έδωσε και μεγάλη σημασία στον ΧΩΡΙΣΜΟ.
Το πρώτο πλήγμα ήρθε λίγο καιρό μετά. Το έμφραγμα του πατέρα του, του έδειξε ότι η ζωή δεν είναι μόνο χρήμα και δουλειά. Αντιθέτως, η ζωή είναι οι απλές στιγμές. Ο χαμός του πατέρα του του στοίχισε και θυμήθηκε όλες τις στιγμές που είχαν περάσει μαζί. Εκείνος τον είχε μάθει να ονειρεύεται, όταν ήταν μικρός. Ήταν ο συνοδοιπόρος του στα παιδικά του χρόνια.
Η μητέρα του έφυγε λίγους μήνες αργότερα, αφού δεν άντεξε τον χαμό του αγαπημένου της.
Και τότε εκείνος έμεινε μόνος. Η πλούσια ζωή του είχε μείνει άδεια. Τα χρήματα δεν του εξασφάλιζαν την ευτυχία, μόνο ανέσεις. 
Το τρίτο χτύπημα ήρθε λίγο καιρό μετά. Όπως γύριζε από τη δουλειά του ένα μουντό απόγευμα, πέτυχε στον δρόμο την παλιά του αγαπημένη, αγκαζέ με έναν νεαρό. Η κοιλιά της ήταν φουσκωμένη και έδειχναν και οι δύο απόλυτα ευτυχισμένοι. Μόλις τον είδε, μια ΣΚΙΑ πέρασε από το πρόσωπό της, αλλά αμέσως εξαφανίστηκε και του χαμογέλασε εγκάρδια. Εκείνος ένιωθε μέσα του να πεθαίνει. Έκανε αμέσως μεταβολή και άρχισε να τρέχει μακριά της. 
Είχαν περάσει δύο χρόνια από τότε και εκείνος είχε αλλάξει τρόπο ζωής. Είχε μειώσει τις ώρες δουλειάς του σε δέκα, κάτι που σήμαινε πως είχε παρατήσει το κενό όνειρο να ανέβει σε υψηλότερη θέση. Έκανε μεγάλους μοναχικούς περιπάτους σε διάφορες παραλίες της Αττικής και διάβαζε πολλά βιβλία. Είχε σταματήσει να βγαίνει με φίλους, αφού οι φίλοι του ήταν και συνάδελφοι στη δουλειά και το μόνο για το οποίο μιλούσαν ήταν τα χρήματα. Προσπαθούσε μέσα από την μοναχικότητά του να ξανακάνει παιδιάστικα άπιαστα όνειρα, που θα τον έκαναν να νιώσει και πάλι ευτυχισμένος. 
Ένα φθινοπωρινό απόγευμα, δύο χρόνια πριν, βρέθηκε σε μια απομονωμένη παραλία, 63 χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα, στα Λεγρενά. 
Πάρκαρε το αυτοκίνητο του στο πάνω μέρος του λόφου και κατέβηκε προσεκτικά τα βράχια μέχρι κάτω την παραλία. Η αίσθηση που είχε σε εκείνο το σημείο της Αττικής ήταν πρωτόγνωρη. Το σημείο ήταν σχετικά παρθένο και η παραλία έμοιαζε απάτητη. Από εκεί μπορούσε να δει τον ΝΑΟ του Ποσειδώνα στο Σούνιο να στέκεται αγέρωχος στον ήλιο που έδυε, για πάνω από δύο χιλιετίες. Απέναντι του, δύο με τρία χιλιόμετρα μακριά όπως τα υπολόγιζε, βρισκόταν ένα αρκετά μεγάλο ξερονήσι. 
Εκείνο το απόγευμα του γεννήθηκε η ιδέα. Πως θα ήταν να πήγαινε μέχρι εκεί;
Η επόμενη ημέρα ήταν Κυριακή, οπότε ξαναπήγε ενθουσιασμένος στα Λεγρενά. Άφησε το αυτοκίνητό του και κατέβηκε στην παραλία. Ο ήλιος ήταν από πάνω του, αλλά δεν έκαιγε αφού πλησίαζε ο Χειμώνας. Έκανε μερικές διατάσεις και ύστερα έβγαλε τη φόρμα του και έμεινε με το μαγιό. Έκρυψε τα ρούχα και τα κλειδιά του πίσω από έναν ΒΡΑΧΟ και έφτασε ένα βήμα από το νερό. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες και χωρίς να το σκεφτεί βούτηξε στη θάλασσα και άρχισε να κολυμπάει μέχρι το νησάκι. Ψάχνοντας στο διαδίκτυο το προηγούμενο βράδυ, είχε μάθει πως το νησί το έλεγαν Πάτροκλο και πως ήταν ακατοίκητο. Η ιδέα που είχε το προηγούμενο απόγευμα σιγά σιγά έπαιρνε σάρκα και οστά. 
Κολύμπησε για αρκετή ώρα και τελικά έφτασε στο νησάκι. Ιδανικά θα το προτιμούσε να έχει πυκνό δάσος, αλλά δεν τον ένοιαζε και πολύ εκείνη τη στιγμή. Περπάτησε παραλιακά μέχρι που έκανε τον γύρο του σε λιγότερο από μια ώρα. Η πίσω μεριά του νησιού έβλεπε την απεραντοσύνη του Αιγαίου, ένα μαγευτικό τοπίο. Στα ενδότερα του μικρού βραχώδους νησιού, είδε αρκετές ΣΠΗΛΙΕΣ, άλλες μεγαλύτερες και βαθύτερες και άλλες μικρότερες. Μπήκε σε μερικές και αισθάνθηκε όμορφα. Μια πρωτόγονη αίσθηση, αναζωογονητική. Μία από αυτές έκανε διακλαδώσεις και θα μπορούσε κάλλιστα να φιλοξενήσει αρκετούς ανθρώπους καθώς πρόσφερε κάλυψη από τα φυσικά φαινόμενα. Ήταν τόσο μεγάλη που προχωρούσε για αρκετή ώρα μέχρι που έφτασε κοντά στο σημείο από όπου είχε έρθει κολυμπώντας. Απέναντί του μπορούσε να δει την παραλία των Λεγρενών και ψηλά πάνω από αυτή το αυτοκίνητό του που θα τον οδηγούσε πάλι πίσω στη μιζέρια της πόλης. Ο ήλιος είχε φτάσει από ώρα ψηλά και σιγά σιγά όδευε προς τη δύση του. Έπρεπε να φύγει γρήγορα για να μην χρειαστεί να κολυμπήσει μέχρι απέναντι στα σκοτεινά νερά. 
Τα τελευταία δύο χρόνια επισκεπτόταν το νησάκι σε κάθε ευκαιρία που είχε. Κάθε φορά που έπαιρνε άδεια από τη δουλειά το μόνο που ήθελε ήταν να βρεθεί εκεί. Ζούσε για αρκετές ημέρες χωρίς τις ανέσεις του και αυτό τον έκανε να αισθανθεί ξανά δυνατός και σημαντικός. Τα παιδιάστικα όνειρα είχαν ξαναγυρίσει και ένιωθε ένα είδος ολοκλήρωσης. Ήταν μόνος του ναι, αλλά είχε και καλή παρέα πλέον. Τον καλό του εαυτό που είχε ξαναβρεί τον δρόμο προς την ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ. 
Όταν έφτασε στο πολυτελές διαμέρισμά του είχε ήδη πάρει την απόφαση. Την επόμενη ημέρα στη δουλειά θα ζητούσε δύο εβδομάδες άδεια και θα πήγαινε να ζήσει μόνος του σε εκείνο το νησάκι. Δεν χρειαζόταν τίποτα. Μόνο τα ρούχα που φορούσε και τίποτα άλλο. Θα ψάρευε για το φαγητό του και από νερό θα έπινε βρόχινο. Είχε ήδη βρει ορισμένες κούρμπες γεμάτες στάσιμο νερό σε ορισμένα σημεία των βράχων. Δεν μπορούσε να είναι χειρότερο από το νερό της ΕΥΔΑΠ σκέφτηκε και χαμογέλασε. 
Πέρασε την πόρτα του χρηματιστηρίου, χαιρετώντας τους αστυνομικούς που την φυλούσαν. Μπαίνοντας μέσα στην κεντρική αίθουσα είδε πολλά αστραφτερά χαμόγελα που ανήκαν σε φρεσκομαυρισμένα πρόσωπα. Ήταν οι τελευταίοι συνάδελφοι που είχαν γυρίσει από τις καλοκαιρινές τους διακοπές και είχαν γεμίσει ενέργεια για την καινούρια χρονιά που είχαν μπροστά τους. Τους άκουγε που μιλούσαν για εξωτικά νησιά, γκουρμέ φαγητά και πολυτελή ξενοδοχεία και ένιωσε όμορφα. Κενότητες. Σε λίγες ώρες θα πήγαινε στον παράδεισό του. Οι μόνες ανέσεις που είχε επιτρέψει στον εαυτό του ήταν τα βιβλία που ήδη τον περίμεναν στην σπηλιά του, μια δυο κουβέρτες, ένα καλάμι ψαρέματος και αρκετά μπουκάλια ποτά. Όλα τα άλλα ήταν απαγορευμένα. 
Λίγο πριν αρχίσει τη δουλειά του, τον κάλεσε η διευθύντρια στο γραφείο της. 
Πέρασε μέσα και κάθισε μπροστά της με σοβαρό ύφος.
«Φεύγεις σήμερα», μπήκε στο θέμα κατευθείαν.
«Ναι, σήμερα ξεκινάει η άδειά μου»
«Και πού θα πας αν επιτρέπεται;»
«Δεν έχω κανονίσει ακόμα κάτι», της απάντησε ψέματα εκείνος. Κανένας δεν ήξερε για τον μικρό του παράδεισο και δεν είχε σκοπό να αποκαλύψει τίποτα και σε κανέναν.
«Την τελευταία φορά που έφυγες με άδεια σε ψάχναμε. Έχεις μια μεγάλη θέση εδώ και πρέπει να φανείς αντάξιος αυτής. Φρόντισε αυτή τη φορά να μην έχεις κλειστό το κινητό σου», τον παρατήρησε αυστηρά εκείνη.
«Με όλο τον σεβασμό. Αλλά η άδεια είναι για να ξεκουραζόμαστε και να ηρεμούμε. Οπότε δεν μπορείτε να με υποχρεώσετε να κάνω κάτι που δεν θέλω. Σας ενημερώνω πως το ΤΗΛΕΦΩΝΟ μου θα παραμείνει κλειστό».
Η διευθύντρια σούφρωσε τα χείλη της, μια νευριασμένη ρυτίδα ξεπετάχτηκε στο μέτωπό της. Από καιρό είχε δει την παραγωγικότητά του να μειώνεται, αλλά αυτό πήγαινε πολύ. Αν μη τι άλλο, από αυτή τη δουλειά οι υπάλληλοί της ζούσαν πλουσιοπάροχα. 
«Ξέρεις τι λένε;», τον ρώτησε απευθείας στα μάτια με ήρεμο ειρωνικό βλέμμα.
Δεν τον περίμενε να απαντήσει στην ρητορική ερώτησή της και συνέχισε.
«Ουδείς αναντικατάστατος. Αυτό να θυμάσαι. Και τώρα πήγαινε. Είναι ώρα να εργαστείς».
Εκείνος την χαιρέτησε ατάραχος και έφυγε για την αίθουσα του χρηματιστηρίου, όπου θα έπρεπε να κοπιάσει για τις επόμενες 9 ώρες. Η θέα του Αιγαίου που είχε στο μυαλό του τον βοήθησε να ανταπεξέλθει στην δύσκολη εκείνη ημέρα. 
Έφυγε τρέχοντας από τη δουλειά για να πάει στο αυτοκίνητό του και να ξεκινήσει για τα Λεγρενά. Έπρεπε να βρεθεί στο νησί πριν νυχτώσει, καθώς φοβόταν το βραδινό κολύμπι, αφού η θάλασσα έμοιαζε με μαύρη τρύπα που ήταν έτοιμη να τον καταπιεί. 
Άφησε το αυτοκίνητό του στο πάνω μέρος της παραλίας και κατέβηκε τα βράχια όσο πιο γρήγορα μπορούσε. 
Καθώς κολυμπούσε το φως χανόταν και έβαζε όλο και πιο πολύ δύναμη για να φτάσει. Είχε αρχίσει να βρέχει αλλά αυτό δεν τον πτοούσε, αντιθέτως του έδινε δύναμη να συνεχίσει. Έφτασε στην παραλία και ξάπλωσε στην άμμο μέχρι να ξελαχανιάσει. 
14 ολόκληρες ημέρες μπροστά του. Η βροχή είχε σταματήσει και το φως του νεόκοπου φεγγαριού έπεφτε πάνω στα βράχια. Κοίταξε για μια τελευταία φορά τα φώτα του πολιτισμού που άναβαν καθώς έπεφτε το πρώτο σκοτάδι και μπήκε στη σπηλιά του. Το πρώτο βράδυ θα χαλάρωνε, διαβάζοντας μόνο τα βιβλία του και πίνοντας δύο τρία ποτά. Την επόμενη ημέρα θα ψάρευε από νωρίς και αν είχε και καλό καιρό ίσως και να κολυμπούσε λίγο.
Πέμπτη ημέρα στο νησί.
Είχε χάσει την αίσθηση των ημερών, αφού ζούσε την απόλυτη χαλάρωση. Μια εσωτερική ΓΑΛΗΝΗ τον κατάκλυζε και ένιωθε πολύ όμορφα με τον εαυτό του. Το μόνο που είχε σημασία ήταν η διατήρηση της απόλυτης ηρεμίας. Περπατούσε στην παραλία, εξετάζοντας τα αυτοσχέδια δίχτυα που είχε φτιάξει. Πρέπει να ήταν κοντά στο μεσημέρι αφού ο ήλιος κόντευε να φτάσει στο ανώτερο σημείο του. Σκέφτηκε τις ταινίες με τους ναυαγούς που έγραφαν απελπισμένα μηνύματα μέσα σε μπουκάλια και τα πέταγαν στη θάλασσα με την ελπίδα ότι θα βρουν παραλήπτη. 
Τι ανόητοι, σκέφτηκε. Αντί να ευχαριστούν την τύχη τους που βρέθηκαν μακριά από τον καθημερινό αλληλοσπαραγμό της κοινωνίας, προσπαθούσαν να ξαναβρεθούν σε αυτή.
Όγδοη ημέρα στο νησί.
Τις τελευταίες δύο ημέρες δεν είχε δει ούτε ένα πλοίο, πράγμα που τον ξένισε λιγάκι, αφού καθόταν για ώρες στην παραλία που κοιτούσε το Αιγαίο.
Τα βράδυ, κοιτώντας προς την μεριά του Σουνίου, είδε τα φώτα που φώτιζαν τον ναό να σβήνουν ξαφνικά, χωρίς να ανάψουν ξανά.
Δέκατη ημέρα στο νησί.
 
Έκανε μια βραδινή βόλτα τον γύρο του νησιού μετά από το γεύμα του. Περπατούσε και που και που πετούσε καμιά πέτρα στο νερό, ταράζοντας τα παραδόξως ήρεμα νερά. Από την άλλη μεριά του νησιού, δεν μπορούσε να δει τίποτα. Οι αραιοκατοικημένες παραλιακές περιοχές της Αττικής ήταν βυθισμένες στο απόλυτο σκοτάδι. Οι λάμπες στους δρόμους ήταν σβηστές. Στον παραλιακό δρόμο, πέρα μακριά, έβλεπε που και που κανένα φως διερχομένων αυτοκινήτων, αλλά και αυτά αραιά. 
Δωδέκατη ημέρα στο νησί.
 
Ήταν νωρίς το πρωί και είχε ξυπνήσει από ένα κακό όνειρο. Σύμφωνα με τις χαρακιές στο τοίχωμα της σπηλιάς, του είχαν μείνει μόλις δύο ημέρες για να γυρίσει πίσω. Ξύπνησε και έφαγε ένα κομμάτι κρύο ψάρι που είχε μείνει από το προηγούμενο βράδυ. Έξω έβρεχε δυνατά και τα μπουμπουνητά συντάραζαν όλη την πλάση. Περίμενε να σταματήσει η βροχή και βγήκε έξω από την μεριά της παραλίας των Λεγρενών. Μια στο τόσο έριχνε μια ματιά για να δει αν το αυτοκίνητό ήταν ακόμα στη θέση του.
Το αυτοκίνητό ήταν πράγματι εκεί. Είδε αρκετούς ανθρώπους να είναι γύρω του, σαν να το εξετάζουν, η απόσταση όμως ήταν μακρινή και δεν μπορούσε να δει λεπτομέρειες. Σκέφτηκε να κολυμπήσει μέχρι απέναντι, αλλά τότε ξέσπασε πάλι μια δυνατή βροχή. 
Το μεσημέρι βγήκε να ξαναρίξει μια ματιά. Το αυτοκίνητό του ήταν ακόμα εκεί και δεν υπήρχε κανένα ίχνος ανθρώπων. 
Δέκατη τρίτη ημέρα στο νησί.
Η μέρα ήταν ηλιόλουστη. Αφού τελείωσε το αγαπημένο του 1984 του Τζορτζ Όργουελ, βγήκε έξω για να πιάσει την τροφή του. Κάθε φορά διάβαζε εκείνο το βιβλίο, λίγο πριν ξαναγυρίσει πίσω στον κόσμο. Ήταν μια ιεροτελεστία που σκοπό είχε να του θυμίσει τι ακριβώς ήταν ο άνθρωπος όταν συναναστρεφόταν άλλους ανθρώπους. Ένα πολιτισμένο ον εκ πρώτης όψεως, με τα πρωτόγονα ένστικτα να κυριαρχούν στην καθημερινότητά του.
Δεν ήθελε να γυρίσει πίσω. Κάθε φορά το έβρισκε και πιο δύσκολο. Κάθε πολυήμερη παραμονή στο νησί τον προετοίμαζε για την στιγμή που δεν θα ξαναγύριζε στην Αθήνα.
Κοίταξε προς τον ναό του Ποσειδώνα και είδε μετά από μέρες αρκετό κόσμο να βρίσκεται εκεί και να θαυμάζει το εμβληματικό μνημείο. 
Αφού έφαγε τα ψάρια του, έριξε και άλλα ξύλα στη φωτιά για να δυναμώσει. Ήθελε αρκετό φως για να διαβάσει. Ένας δυνατός ήχος από κάπου μακριά τον έκανε να τρέξει έξω. Από την μεριά των Λεγρενών μπορούσε να δει αρκετό μαύρο καπνό να ανεβαίνει στον ουρανό. Τα φώτα των δρόμων δεν είχαν λειτουργήσει από την τελευταία φορά που τα είχε ελέγξει και τα χωριά παρέμεναν σκοτεινά. 
Το τελευταίο του βράδυ κοιμήθηκε πολύ βαριά και είδε αγχώδη όνειρα. 
Τελευταία ημέρα στο νησί.
Ήταν η πιο δύσκολη στιγμή. Για τους επόμενους τέσσερις με πέντε μήνες θα έπρεπε να υποστεί την απάνθρωπη μεγαλούπολη με τα ψεύτικά της όνειρα. Να γίνει πάλι ενεργό μέλος ενός σάπιου κοινωνικού συνόλου. Βγήκε στην παραλία που έβλεπε το Αιγαίο και ανατρίχιασε με αυτό που είδε. 
Μία γυναίκα κωπηλατούσε μια βάρκα, πλησιάζοντας το νησί του. Ένιωθε τον ιδιωτικό του παράδεισο να βεβηλώνεται. Η γυναίκα έφτασε στην ακτή και τράβηξε την βάρκα έξω από το νερό. Εκείνος κρύφτηκε στην είσοδο της σπηλιάς και έμεινε να την παρακολουθεί.
Η γυναίκα άρχισε να προχωράει προς την σπηλιά του με σίγουρο βήμα. 

Άραγε είχε ξαναβρεθεί εκεί στο παρελθόν; Είχε ανακαλύψει την κρυψώνα του;
Το πρόσωπό της ήταν αρκετά ΧΛΩΜΟ με πολύ όμορφα χαρακτηριστικά. Τα μακρυά, ολόισια μαύρα της μαλλιά έλαμπαν αντανακλώντας τον ήλιο. Φορούσε κάτι σαν αρχαιοελληνικό χιτώνιο, έμοιαζε με γυναίκα μιας άλλης εποχής. 
Αποφάσισε να την αιφνιδιάσει για να έχει το πάνω χέρι.
Πετάχτηκε ξαφνικά από την κρυψώνα του, αλλά εκείνη δεν έδειξε να ταράζεται.
«Ποια είσαι;», την ρώτησε αγέρωχα, αλλά μαζεύτηκε αμέσως μόλις θυμήθηκε την γύμνια του. Τόσες μέρες στο νησί, χωρίς τα βλέμματα του κόσμου πάνω του, είχε καθιερώσει την γύμνια, εκτός από τις πολύ ψυχρές ημέρες. 
Εκείνη γέλασε και συνέχισε να προχωράει προς το μέρος του. 
Εκείνος καλύφθηκε όπως όπως με τα χέρια του και σκέφτηκε πως είχε χάσει το πάνω χέρι.
«Καλημέρα Αδάμ», τον χαιρέτησε και σταμάτησε ακριβώς μπροστά του. Αμέσως έβγαλε το χιτώνιό της και έμεινε γυμνή μπροστά του, μόνο μια φαρδυά γαλάζια κορδέλα ήταν περασμένη γύρω από τους γοφούς και το στήθος της. Το σώμα της ήταν αψεγάδιαστο. Στο δεξί της μπράτσο έλαμπε ένα χρυσό κόσμημα που απεικόνιζε ένα φίδι που δάγκωνε την ουρά του. 
«Δεν…. Δεν με λένε Αδάμ. Μάλλον κάποιο λάθος κάνετε», της είπε εκείνος. 
«Από σήμερα είσαι ο Αδάμ. Και εγώ η σύντροφός σου. Είμαστε σαν εκείνους, μόνο που τώρα είμαστε οι τελευταίοι άνθρωποι».
Την κοίταξε από πάνω έως κάτω. Σιγά σιγά άρχισε να συνηθίζει την γύμνια του και τράβηξε τα χέρια από το σώμα του.
Πρόκειται για τρελή, σκέφτηκε εκείνος. Μια ονειροπαρμένη τρελή που ήρθε να του χαλάσει την τελευταία του μέρα. Κοίταξε το σώμα της. Ήταν καλλίγραμμο με ιδανικές αναλογίες. Ήταν αψεγάδιαστη εκτός από το μυαλό της, σκέφτηκε. Από πού να είχε έρθει; 
«Ποιά είσαι;» την ρώτησε. 
Τον κοίταξε στα μάτια. Το βλέμμα της ήταν καθαρό, σίγουρα όχι το βλέμμα ενός τρελού.
«Σου είπα ήδη». Έκανε να τον πλησιάσει. Εκείνος έβαλε το χέρι του ανάμεσά τους να την εμποδίσει, ακουμπώντας λίγο το στήθος της. Ήταν παγωμένη, αλλά δεν έδειχνε να κρυώνει. 
«Είναι αμαρτία να με αγγίξεις. Και εγώ εσένα. Μπορεί να χάσουμε τον παράδεισό μας έτσι».
Του έπιασε απότομα το πέος. 
«Αν συνεχίσουμε θα πάμε σε αυτούς», του είπε και έδειξε τις μορφές πέρα μακριά που κατέκλυζαν τον ναό του Ποσειδώνα.
Πετάχτηκε ιδρωμένος από το κακό όνειρο. Χρειάστηκε λίγες στιγμές για να καταλάβει ότι ήταν ακόμα μέσα στη σπηλιά μόνος, κρυμμένος καλά από την ανθρωπότητα.
Το προηγούμενο βράδυ είχε κοιμηθεί αγχωμένος, αφού ήξερε πως ήταν το τελευταίο στο ησυχαστήριό του. 
Όταν βγήκε έξω, είδε πως ήταν ήδη μεσημέρι, αφού ο ήλιος ήταν ψηλά. Κοίταξε προς το Αιγαίο και δεν είδε καμία βάρκα να πλησιάζει. Θυμήθηκε πως είχε να δει πλοίο εδώ και μέρες. Άφησε πίσω του την παραλία και ξεκίνησε για την άλλη μεριά του νησιού. Μόλις έφτασε μπήκε στο νερό και άρχισε να κολυμπάει γρήγορα προς τα Λεγρενά. 
Ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω από τον λόφο της παραλίας και το λυκόφως έντυνε με τα χλωμά του χρώματα το νησάκι του. Πήγε στον βράχο όπου έκρυβε τα πράγματά του και πήρε τα ρούχα του και τα κλειδιά του αυτοκινήτου του. 
Με μισή καρδιά άρχισε να σκαρφαλώνει στον λόφο για να φτάσει στο αυτοκίνητό του.
Μόλις έφτασε, ο ήλιος είχε χαθεί οριστικά πίσω από τα βουνά. Τα τζάμια του αυτοκινήτου του ήταν γεμάτα ξεραμένες καφετιές δαχτυλιές, λες και το έπιασαν χέρια γεμάτα λάσπες. Ξεκλείδωσε και μπήκε στην καμπίνα. Μετά από δυο βδομάδες ακινησίας, η μπαταρία είχε σχεδόν εξαντληθεί, αλλά τελικά μετά από προσπάθεια η μηχανή πήρε μπρος. Άναψε τα δυνατά φώτα και έκανε αναστροφή για να πάρει το δρομάκι που θα τον έβγαζε λίγο πιο κάτω στον κεντρικό δρόμο. Τα φώτα του δρόμου δεν λειτουργούσαν και όλα ήταν θεοσκότεινα. Ένιωθε λες και ήταν μέσα σε διαστημόπλοιο και ταξίδευε μέσα στο σκοτεινό διάστημα. Αυτή η αίσθηση τον έκανε να ηρεμήσει κάπως. Λίγο πιο κάτω είδε κάτι να του κλείνει τον δρόμο. Έκοψε σιγά σιγά ταχύτητα και σταμάτησε μπροστά στον φράχτη. Μια πινακίδα έγραφε:
«Επικίνδυνη περιοχή. Μείνετε μακριά».
Δεν υπήρχε τρόπος να παρακάμψει το εμπόδιο και έτσι έβρισε και έκανε αναστροφή για να πάρει τον μακρύ δρόμο για την Αθήνα. Έβριζε δυνατά, πράγμα που είχε να κάνει πολλές ημέρες στην ηρεμία του νησιού του. Όσο προχωρούσε προς τα πίσω άρχισε να σκέφτεται όλα όσα συνέβαιναν. Ο κόσμος έμοιαζε έρημος. Δεν είχε δει άνθρωπο, αλλά ούτε και ζώο. Θυμήθηκε ότι εκεί κοντά υπήρχε μια φάρμα με ΑΛΟΓΑ. Καθώς πλησίαζε έριξε τα φώτα του προς τα εκεί. Όλα τα άλογα ήταν πεσμένα στο χώμα, με ρημαγμένα κουφάρια. Η εικόνα τον έκανε να ταραχτεί.
Ξαναβγήκε στον δρόμο και πλησίασε στο δρομάκι που έβγαζε στην παραλία. Μακριά μπροστά του διέκρινε μια μορφή στη μέση του δρόμου. Πλησίασε και έκοψε ταχύτητα. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που συναντούσε. Του αναβόσβησε τα φώτα του αυτοκινήτου και ο άνθρωπος σταμάτησε. Τον πλησίασε και άνοιξε το παράθυρο για να του μιλήσει. Το ένα χέρι του ήταν ξεριζωμένο από τον ώμο και το ένα μάτι είχε πεταχτεί από την κόγχη του. Και εκεί που ήταν εντελώς ακίνητος, ξαφνικά άρχισε να κατευθύνεται επιθετικά προς το μέρος του.
Έκανε αμέσως όπισθεν και άρχισε να τρέχει προς την παραλία των Λεγρενών. Μπήκε στο δρομάκι με υπερβολική ταχύτητα και δεν πρόλαβε να πατήσει φρένο όταν πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά του μία ομάδα ανθρώπων που έδειχναν να έχουν υποστεί σοβαρούς ακρωτηριασμούς. Παρέσυρε τους πρώτους δύο και ύστερα το αμάξι ακινητοποιήθηκε. Πήδηξε αμέσως έξω από την καμπίνα και βάλθηκε να τρέχει μέχρι την παραλία. Κατέβηκε γρήγορα τον λόφο, με τους ανθρώπους πίσω του να τον ακολουθούν μανιασμένα, βγάζοντας απόκοσμες κραυγές. Έφτασε στην παραλία και πήδηξε όπως ήταν με τα ρούχα στη θάλασσα. Οι θηρευτές του δεν τόλμησαν να πλησιάσουν το νερό και έκαναν πίσω τρομαγμένοι.
Κολυμπούσε στην μαύρη σαν πίσσα θάλασσα, με την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή. Δεν ένιωθε κούραση καθώς ο τρόμος είχε διοχετεύσει μεγάλη ενέργεια στον οργανισμό του. Όταν έφτασε στο νησί έχασε τις αισθήσεις του.
Ημέρα 15
Ξύπνησε από την δυνατή βροχή που μαστίγωνε το κορμί του. Ένιωθε υπερβολικά κουρασμένος. Όλο του το σώμα ήταν πιασμένο, μέχρι και τον τελευταίο ασήμαντο μυ. Σηκώθηκε με κόπο και κοίταξε απέναντι στην παραλία. Όλα έδειχναν φυσιολογικά. Μόνο που το αυτοκίνητό του δεν ήταν εκεί. Και τότε ξεχύθηκαν οι αναμνήσεις. Θυμήθηκε τα άλογα. Τους ανθρώπους. Άρχισε να τρέχει μέχρι την σπηλιά του. Όταν βρέθηκε μέσα, περπάτησε διστακτικά. Φοβόταν. Ότι και να είχε συμβεί, δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω. Αυτό ήταν από εδώ και πέρα το σπίτι του. Τυλίχτηκε στις κουβέρτες και κοιμήθηκε για κάμποση ώρα.
Το απόγευμα ένιωθε το στομάχι του να γουργουρίζει. Έπρεπε να πάει για ψάρεμα σύντομα. Μόλις βγήκε από τη σπηλιά είδε την βάρκα να πλησιάζει το νησί. Μια γυναίκα με ίσια, μακρυά, μαύρα μαλλιά ήταν μέσα και έκανε χαμογελαστή κουπί. Φορούσε μόνο μια φαρδυά γαλάζια κορδέλα.

-----
Παναγιώτης Δεληγιάννης 
01.09.2017

με τη συμμετοχή του αναγνώστη Manolis Chliveros