#02 - ITERATE



-

Το κοινό ήταν εκστασιασμένο. Την χειροκροτούσε με τόσο πάθος, παραληρούσε. Όλοι μέσα στο θέατρο είχαν έναν κοινό σκοπό. Να τη δοξάσουν, να τη λατρέψουν.

Το κοριτσάκι με τα κατάξανθα μαλλιά και την πορτοκαλί κορδέλα, είχε δακρύσει από τη συγκίνηση και ανατρίχιαζε από δέος βλεποντάς το είδωλό της να υποκλίνεται με τόση χάρη, λαμβάνοντας τη λατρεία του κοινού. Μπορεί να ήταν μόλις οκτώ χρονών, αλλά εκείνη την στιγμή θα τη θυμόταν για πάντα. Ήταν η στιγμή που αποφάσισε να γίνει και εκείνη ηθοποιός.

Σήμερα
Απόψε έκλεινε 22 ολόκληρα χρόνια, από τότε που είχε πάρει τη μεγάλη απόφαση. Τα πράγματα δεν είχαν έρθει όπως τα ονειρεύτηκε εκείνο το ονειρικό βράδυ.

Τα τελευταία 8 χρόνια έκανε αυτό που αγαπούσε και μάλιστα πολύ καλά, αλλά είχε ένα μεγάλο μειονέκτημα. Δεν είχε τις κατάλληλες γνωριμίες για να κάνει το βήμα παραπάνω. Οι αμφιβολίες για αυτό που έκανε είχαν φωλιάσει μέσα της και τη βασάνιζαν.

Το μόνο που ζητούσε ήταν μια ευκαιρία. Το θέατρο ήταν η ζωή της και το υπηρετούσε πιστά και με σεβασμό. Η αφοσίωσή της ήταν καθολική. Μελετούσε καθημερινά, έκανε εξάσκηση, φωνητική και όλα όσα θα έπρεπε να κάνει ένας ηθοποιός που σέβεται την τέχνη του. Ο παιδικός της ενθουσιασμός είχε μετουσιωθεί σε λατρεία. Όλα όσα έκανε φώναζαν ”ηθοποιός.

Είχε τελειώσει η παράσταση και το μικρό θέατρο στον Κεραμεικό σειόταν από τα χειροκροτήματα του κοινού. Η Χρύσα και η συμπρωταγωνίστριά της έκαναν υποκλίσεις και χαμογελούσαν στα γνώριμα άτομα που είχαν έρθει να τις τιμήσουν. Φίλοι οι περισσότεροι, που προτίμησαν να περάσουν ένα χειμωνιάτικο απόγευμα Πέμπτης κοντά στις φίλες τους, για να υποστηρίξουν την δύσκολη προσπάθειά τους. Αν περνούσες απ’ έξω θα νόμιζες πως κάτι πολύ σημαντικό είχε μόλις συμβεί.

Και πράγματι: Μπορεί το κοινό να αποτελούνταν από λίγες δεκάδες γνωστών, αλλά το χειροκρότημά τους ήταν πέρα για πέρα αληθινό. Οι δύο φίλες είχαν δώσει πραγματικά τον καλύτερό τους εαυτό.

Η Χρύσα χαμογελούσε στο κοινό, αλλά μέσα της ένιωθε άδεια. Υποκρινόταν την χαρούμενη, άλλος ένας ρόλος που υποδυόταν συχνά τον τελευταίο καιρό. Μετά τη παράσταση θα έπινε βιαστικά κανα δυο ποτά με τους φίλους της στο φουαγιέ, πρωτού αναχωρήσει για το θλιβερό ΜΠΑΡ που εργαζόταν τα βράδια, για να βγάζει τα έξοδά της.

Παρήγγειλε το πρώτο της ποτό στο μπαρ και μιλούσε περί ανέμων και υδάτων στον κύκλο των φίλων που είχε σχηματιστεί γύρω της. Έδειχναν ενθουσιασμένοι με την παράσταση και τη φίλη τους και ας ήταν η πέμπτη ή έκτη φορά που την έβλεπαν.

Μετά το πρώτο ποτό παρήγγειλε και το δεύτερο που της έδινε δωρεάν το μπαρ του θεάτρου και άρχισε να πίνει πιο αργά για να μην αναγκαστεί να πάρει και τρίτο και χρειαστεί να το πληρώσει. Τα έξοδά της ήταν πολλά εκείνον τον μήνα και έπρεπε να προσέχει. Χρωστούσε ήδη δύο νοίκια, αρκετούς λογαριασμούς και αρκετά χρήματα στη θεατρική σκηνή που νοίκιαζε, αφού είχε μπει μέσα σε ορισμένες παραστάσεις όπου δεν είχε έρθει πολύς κόσμος. Αν συνέχιζε με αυτόν το ρυθμό θα έπρεπε να αναγκαστεί να μιλήσει με τους δικούς της για να τη βοηθήσουν.

Αυτό όμως θα ήταν η έσχατη λύση. Η πλήρης ασυμφωνία σε οποιοδήποτε θέμα τους οδήγησε στο διαζύγιο, όταν η Χρύσα ήταν μόλις 15 χρονών. Της ζήτησαν τότε να επιλέξει με ποιόν θα ήθελε να ζήσει, κι αυτό ήταν κάτι που την πόνεσε πολύ. Στο μοναδικό ζήτημα που συμφώνησαν και οι δύο, ήταν όταν η Χρύσα έφτασε 18 χρονών και τους ανακοίνωσε πως ήθελε να γίνει ηθοποιός. Της διέλυσαν τον ενθουσιασμό, προσπάθησαν με κάθε τρόπο να της αλλάξουν γνώμη. Ειρωνικό; Δύο άνθρωποι που δεν κατάφεραν ποτέ να συμφωνήσουν για κάτι στη ζωή τους, ομόφωνα προσπάθησαν να της καταστρέψουν το όνειρο.

Τότε ήταν που πείσμωσε κι απομακρύνθηκε κι από τους δύο. Δούλευε δύο δουλειές για να καταφέρει να ζήσει και να πληρώνει και τη δραματική σχολή. Για τέσσερα ολόκληρα χρόνια κυριολεκτικά μάτωσε για να πετύχει, χωρίς να ζητήσει καμία βοήθεια από τους δικούς της. Μάλιστα τα δύο πρώτα χρόνια είχε κόψει κάθε επαφή μαζί τους.

Όταν πήρε με άριστα το πτυχίο της, δέχθηκε μια πρόταση από έναν μικρό θίασο για έναν καλό δεύτερο ρόλο. Η συγκίνηση ήταν μεγάλη και πάνω στον ενθουσιασμό της ένιωσε για πρώτη φορά πως πλησίαζε στο όνειρό της. Κάλεσε επίσημα τους γονείς της στην πρεμιέρα κι εκείνοι δέχτηκαν, χωρίς όμως να δείχνουν ιδιαίτερη θέρμη. Όταν όμως είδαν την κόρη τους για πρώτη φορά στο σανίδι, ένιωσαν πως είχαν κάνει λάθος. Μάλιστα ο πατέρας της δάκρυσε στο τέλος της παράστασης, κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από τη Χρύσα, αν κι εκείνος προσπάθησε να το κρύψει.

Τα επόμενα χρόνια μιλούσαν συχνότερα, αλλά ποτέ δεν γύρισε σε κανέναν από τους δύο. Ο ενθουσιασμός των γονιών της μετριαζόταν χρόνο με τον χρόνο, ώσπου τελικά σταμάτησαν να πηγαίνουν στις παραστάσεις της. Η Χρύσα δεν θύμωσε ποτέ ξανά μαζί τους, γιατί σκεφτόταν πως ίσως τελικά εκείνοι ήταν που της έδιναν κίνητρο να γίνεται όλο και πιο καλή, αφού την πείσμωναν. Και μέχρι τώρα αυτό είχε αποτέλεσμα.

Βρισκόταν ακόμα στο φουαγιέ μαζί με τους θεατές της παράστασης, που δεν ξεπερνούσαν σε αριθμό τους 45. Η ώρα περνούσε και είχε στη διάθεσή της μόνο μισή ώρα μέχρι να φύγει για τη δουλειά. Έξω είχε ήδη αρχίσει να βρέχει.

Το βλέμμα της έπεσε στην πόρτα, την ώρα που έβγαινε μια κυρία που είχε παρακολουθήσει την παράσταση, έτοιμη να ανοίξει μια πράσινη ΟΜΠΡΕΛΑ για να προστατευτεί από τον χαλασμό.
Η κυρία της χαμογέλασε μετρημένα και ύστερα βγήκε από την πόρτα.
«Ποια είναι αυτή η κυρία;», ρώτησε την συμπρωταγωνίστριά της και έδειξε προς τα εκεί, αλλά εκείνη είχε ήδη φύγει.
«Ποια λες;», γύρισε αμέσως η φίλη της να κοιτάξει.
«Συγχαρητήρια για την παράσταση», πετάχτηκε αμέσως η μαμά της φίλης της και της έσφιξε το χέρι.
«Σας ευχαριστώ πολύ. Χάρηκα που ήρθατε κα σήμερα», της είπε ξεχνώντας αμέσως την κυρία με την πράσινη ομπρέλα.
«Είναι η κόρη μου. Δεν χάνω ποτέ τις παραστάσεις της», είπε εκείνη περήφανα και γύρισε να φιλήσει την κόρη της.
Η Χρύσα ένιωσε το κενό μέσα της να μεγαλώνει.

Το ΡΟΛΟΙ του μαγαζιού έδειχνε 22:45 και το αφεντικό της ήταν έξαλλο όταν μπήκε μέσα.
«Τι ώρα είναι αυτή;», της φώναξε πριν προλάβει να βγάλει το παλτό της.
 «Είχα την παράσταση. Πέμπτη σήμερα, ξέρετε….», προσπάθησε να δικαιολογηθεί.
«Δεν με ενδιαφέρει. Έχεις αργήσει ένα ολόκληρο τέταρτο. Η Τζένη αναγκάστηκε να μείνει παραπάνω για να σε καλύψει».
Ήθελε να απαντήσει αλλά τα χρειαζόταν εκείνα τα εικοσιπέντε ευρώ. Δεν την έπαιρνε να τα χάσει. Με δυσκολία συγκρατήθηκε και τελικά κατέβασε το βλέμμα.
«Συ…συγνώμη» του απάντησε.
Εκείνος έδειχνε ικανοποιημένος που της είχε επιβληθεί τόσο εύκολα.
«Αν ξαναγίνει αυτό, μην τολμήσεις να διαβείς ξανά αυτή την πόρτα. Και τώρα στρώσου στη δουλειά»

Ξύπνησε αργά το μεσημέρι με πονοκέφαλο. Είχε μείνει στο μαγαζί μέχρι τις 6 και είχε πιει τέσσερα πέντε ποτά για να ξεχάσει τα βάσανά της. Προς στιγμήν τα κατάφερε, αλλά τώρα που ξύπνησε όλα έδειχναν να έχουν γιγαντωθεί. Πήγε με βαριά βήματα στο μπάνιο, άνοιξε τη βρύση και έβαλε από κάτω το κεφάλι της για να πιει ΝΕΡΟ. Ύστερα σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε τον ΚΑΘΡΕΦΤΗ. Είδε ένα ταλαιπωρημένο πρόσωπο να την παρατηρεί. Μέσα στη θολούρα της το αναγνώρισε.

«Που πας; Τι προσπαθείς να αποδείξεις;» το ρώτησε.
Εκείνο δεν απάντησε.
«Παράτησέ τα. Τώρα, όσο είναι καιρός. Τα όνειρα είναι για τα παιδιά», του είπε.
Εκείνο την κοιτούσε απορημένο με αυτά που άκουγε.
«Μη με κοιτάς έτσι. Μη με κρίνεις. Σε παρακαλώ.»
Το πρόσωπο της χαμογέλασε συμπονετικά.

Και τότε έκλαψε.

Ήταν έξι και μισή και ήδη νύχτωνε. Σκεπασμένη με μια κουβερτούλα και κρατώντας μια κούπα με ζεστό καφέ, καθόταν δίπλα στο παράθυρο και κοιτούσε τη βροχή που έπεφτε ασταμάτητα. Της άρεσε πολύ αυτός ο καιρός. Της ξυπνούσε αναμνήσεις από τότε που ήταν κοριτσάκι. Κάθε φορά που έβρεχε καθόταν δίπλα στο παράθυρο και κοιτούσε τον κόσμο έξω να μαστιγώνεται από τη βροχή, κάνοντας τα αθώα όνειρά της.

Η βροχή είχε δυναμώσει. Σκεφτόταν πως ακόμη κι αν δεν σταματούσε ποτέ να βρέχει, ο κόσμος δεν θα μπορούσε να ξεπλυθεί από τη βρωμιά του.

Είχε στη διάθεσή της τέσσερις ώρες ακόμα για να πάει στο μπαρ κι ένιωσε παραιτημένη από όλα.
Άλλη μια ανούσια μέρα.

Αποφάσισε να ανοίξει τον υπολογιστή της στις επτά το απόγευμα. Μπήκε στο Facebook και είδε πως οι φίλοι της είχαν ανεβάσει συγχαρητήρια για την παράστασή της, δηλώνοντας άκρως ενθουσιασμένοι. Ένα μικρό χαμογελάκι σχηματίστηκε στα χείλη της και συνέχισε να σκρολάρει στο χρονολόγιό της. Ήταν πολύ εμφανίσιμη κοπέλα και τα αιτήματα φιλίας έρχονταν το ένα μετά το άλλο, κυρίως από άντρες. Αποφάσισε να δώσει λίγο χρόνο για να καθαρίσει τη λίστα με τα αιτήματα, πράγμα που είχε να κάνει αρκετές ημέρες.
Πάνω από ογδόντα αιτήματα την περίμεναν να ανταποκριθεί. Οι περισσότεροι, άντρες, τριάντα εως πενήντα ετών, από αυτούς που στέλνουν ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ με πρόσχαρο ανορθόγραφο μήνυμα για συνοδευτικό, που αν κάνεις το λάθος και τους αποδεχτείς, μετά σου στέλνουν κατευθείαν το πουλί τους σε προσωπικό μήνυμα για να τους αξιολογήσεις.

Ξεκίνησε να διαγράφει τα αιτήματα, το ένα μετά το άλλο, μέχρι που ξεχώρισε ένα γυναικείο όνομα.

Μαρία Βράγκου.
Μετά από τόσους λιγούρηδες, επιτέλους μια γυναίκα. Μπήκε στο προφίλ της. Είδε κάνα δύο φωτογραφίες και αμέσως κατάλαβε ότι επρόκειτο για την κυρία με την πράσινη ομπρέλα. Πήγε στις πληροφορίες και διάβασε.
Τρία τέσσερα μεγάλα πανεπιστήμια του εξωτερικού και δημόσιες σχέσεις σε καλλιτέχνες.
Ξανακοίταξε τις φωτογραφίες της. Μία σοβαρή, μετρημένη κυρία. Σαραντάρα, αλλά με πιο σοβαρό στυλ. Αχνό χαμόγελο, επαγγελματικό. Φωτογραφίες της με τους πιο διάσημους καλλιτέχνες της χώρας. Σε όλες το ίδιο σοβαρό επαγγελματικό στήσιμο.
Αποδέχτηκε το αίτημα.

Έκανε ένα διάλειμμα και πήγε να ετοιμάσει μια μακαρονάδα. Όσο μαγείρευε, συνέχιζε να διαβάζει περισσότερες πληροφορίες για τη μυστηριώδη κυρία. Ηταν ατζέντισσα.
Της είχε κάνει αίτημα φιλίας μία ολόκληρη εβδομάδα πριν. Χθες είχε έρθει στην παράστασή της. Σίγουρα δεν ήταν τυχαίο. Τότε θυμήθηκε τα μικρολαθάκια που είχε κάνει στην παράστασή. Άραγε εκείνη τα είχε παρατηρήσει; Σκεφτόταν να της στείλει ένα απλό ευχαριστήριο μήνυμα για το αίτημα φιλίας. Πολύ φθηνό, σκέφτηκε από την άλλη. Μαρτυρούσε τις προθέσεις της.

Αφού έφαγε κι έκανε μπάνιο, άρχισε να ετοιμάζεται για τη δουλειά. Τις Παρασκευές ντυνόταν λίγο πιο κυριλέ. Φόρεσε ένα όμορφο νεανικό φόρεμα με ψηλές ΓΟΒΕΣ και το συδύασε με ένα έντονο μακιγιάζ. Το κόκκινο ΚΡΑΓΙΟΝ της θα το έβαζε τελευταία στιγμή στο μαγαζί. Η ώρα ήταν εννέα και μισή κι ήθελε είκοσι λεπτά με το λεωφορείο για το μπαρ. Τσέκαρε μια τελευταία φορά το προφίλ της και βρήκε ένα μήνυμα από την ατζέντισσα.

«Καλησπέρα Κα Κούρκουλου
Παρακολούθησα με πολύ ενδιαφέρον την παράστασή σας χθες το βράδυ και τη βρήκα πρωτότυπη. Η ερμηνεία σας ήταν καταπληκτική. Θα σας ενδιέφερε να συναντηθούμε για να συζητήσουμε ορισμένα πράγματα για το μέλλον σας;
Με εκτίμηση,
Μαρία Βράγκου»

Η Χρύσα έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ξαναδιάβασε το μήνυμα για να σιγουρευτεί ότι δεν έκανε λάθος.
Η ώρα ήταν δέκα παρά είκοσι. Να απαντούσε τώρα; Ή μήπως να το σκεφτόταν λίγο ακόμα; Και τι θα της έγραφε; Αγχώθηκε. Παρά τη δροσιά που επικρατούσε πάντα στο διαμέρισμα τους χειμερινούς μήνες, ένιωσε να ιδρώνει. Η ζωή της χτυπούσε την πόρτα. Έπιασε το πληκτρολόγιο.

«Καλησπέρα Κα Βράγκου,
Σας ευχαριστώ πολύ για το ενδιαφέρον που δείξατε για εμένα και την παράστασή μου. Θα ήθελα πολύ να συναντηθούμε. Πότε θα θέλατε να ορίσουμε ένα ραντεβού;
Με εκτίμηση,
Χρύσα Κούρκουλου»

Πάτησε το κουμπί της αποστολής και έκλεισε τα μάτια της σαν να προσευχόταν.
Δύο λεπτά αργότερα έλαβε την απάντηση.
«Απόψε μπορείτε; Θα είμαι στη ΣΤΟΑ του βιβλίου, σε μία παρουσίαση βιβλίου ενός πελάτη μου. Θα χαρώ να σας δω»

Δέκα παρά δέκα. Έπρεπε να φύγει για δουλειά.

«Δυστυχώς απόψε εργάζομαι. Μπορείτε την Κυριακή που έχω ρεπό;»
Αμέσως ήρθε η απάντηση.
«Δεν πειράζει, ίσως κάποια άλλη φορά. Καλό σας βράδυ»
«Τι κάνω η τρελή;» ούρλιαξε και έπιασε πάλι το πληκτρολόγιο.
«Το κανόνισα. Πήρα ρεπό για απόψε. Τι ώρα θέλετε να συναντηθούμε;»

Έκλεισε ραντεβού στις έντεκα το βράδυ, όταν θα τελείωνε η παρουσίαση του βιβλίου. Πήρε αμέσως τηλέφωνο το αφεντικό της για να του πει πως ήταν άρρωστη. Ήταν σίγουρη πως θα δεχόταν φωνές και απειλές. Του ειπε πως είναι χάλια, πως έχει πυρετό αλλά εκείνος δεν έδειξε καθόλου να συμμερίζεται τον πόνο της κι άρχισε να τη βρίζει χυδαία. Όταν δεν είχε κάτι άλλο να της πει, της το έκλεισε κατάμουτρα.

Η ώρα ήταν δέκα. Ήθελε μισή ώρα μέχρι τη Στοά του Βιβλίου κι αυτό αν δεν είχε κίνηση. Έτρεξε στη ντουλάπα της και φόρεσε ένα πιο κλασικό φόρεμα και χαμηλές δερμάτινες μπότες. Έφτιαξε πιο διακριτικό το μακιγιάζ της και βρήκε και μια τσάντα που ταίριαζε με το σύνολο.

Έτρεμε από αδημονία. Βγήκε στις δέκα και τέταρτο από το σπίτι και τελευταία στιγμή θυμήθηκε να βγάλει το ΚΛΕΙΔΙ για να κλειδώσει την εξώπορτα.
Η βροχή είχε σταματήσει από ώρα. Έτρεξε μέχρι τη στάση του λεωφορείου και το πρόλαβε ακριβώς τη στιγμή που έφευγε. Όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν.

Το λεωφορείο σταμάτησε λίγο πιο κάτω από τη Στοά του Βιβλίου. Κοίταξε το κινητό της. Ήταν έντεκα παρά δέκα. Τάχυνε το βήμα της και μπήκε στη Στοά.

Στο κεντρικό βιβλιοπωλείο συνεχιζόταν η παρουσίαση του βιβλίου. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε στην αίθουσα. Εκείνη την ώρα μιλούσε ο συγγραφέας για το έργο του. Ελάχιστα βλέμματα έπεσαν πάνω της, αφού οι περισσότεροι έδειχναν να ζουν και να αναπνέουν για τις επόμενες κουβέντες του συγγραφέα.  Έψαξε ένα γύρω με το βλέμμα της και την είδε να κάθεται σε ένα από τα τελευταία τραπεζάκια μόνη της. Πήρε βαθιά ανάσα και ξεκίνησε να περπατάει προς το μέρος της. Κάθε της βήμα πιο σίγουρο από το άλλο. Προετοιμαζόταν είκοσι δύο ολόκληρα χρόνια για την επιτυχία. Στο μυαλό της έπαιζε ξανά και ξανά τη στιγμή της δόξας του ειδώλου της.

Η Μαρία δεν έδειχνε να την έχει αντιληφθεί. Κοιτούσε σαν υπνωτισμένη τον συγγραφέα και ανοιγόκλεινε αμυδρά το στόμα της, σαν υποβολέας. Η Χρύσα κοντοστάθηκε μπροστά της και περίμενε. Η Μαρία συνέχισε να κοιτάει τον πελάτη της. Δίπλα της στέγνωνε η πράσινη ομπρέλα που κρατούσε την προηγούμενη ημέρα στην παράστασή της.

«Κάθισε. Έφτασες νωρίτερα», της είπε ψιθυριστά χωρίς να αλλάξει στάση. Η Χρύσα υπάκουσε και έκατσε στην καρέκλα δίπλα της. Ο νεαρός συγγραφέας συνέχισε να μιλάει. Η Χρύσα αμέσως άρχισε να τον παρατηρεί και εκείνη, ξεχνώντας για λίγο τις σκέψεις της.
«Μην τον ακούς. Σκέψου μόνο τον σκοπό που ήρθες. Άφησέ  τον να πει τα δικά του και σε λίγο θα μου πεις και εσύ τα δικά σου», ακούστηκε βραχνή η φωνή της Μαρίας.

Λίγα λεπτά αργότερα τέλειωσε η παρουσίαση και το μαγαζί που μέχρι πριν λίγο θύμιζε νεκρώσιμη ακολουθία, πήρε ξαφνικά ζωή. Οι παρευρισκόμενοι σηκώθηκαν από τις καρέκλες τους και άρχισαν να χειροκροτούν τον συγγραφέα, σαν μαγεμένοι. Εκείνος σηκώθηκε με ταπεινό ύφος έκανε μια μικρή υπόκλιση. Μια ουρά άρχισε να σχηματίζεται μπροστά του, από ανθρώπους που ήθελαν να τους υπογράψει το βιβλίο του.
«Από εδώ και πέρα θα τα καταφέρει μόνος του», είπε η Μαρία προς το μέρος του και γύρισε να την κοιτάξει για πρώτη φορά.

Κέντραρε κατευθείαν στα μάτια, λες και ήθελε να κοιτάξει μέσα της.
«Έχουμε ένα μεγάλο ταλέντο εδώ. Το είδα χθες και εντυπωσιάστηκα».
Ευθύτητα. Αυτό άρεσε στη Χρύσα.
«Σας ευχαριστώ πολύ. Χαίρομαι που είμαι εδώ».
Η Μαρία συνέχισε να την κοιτάει στα μάτια.
«Έχεις ομορφιά μέσα σου. Και δίψα. Το βλέπω. Το νιώθω. Αλλά σου λείπει κάτι. Μια ευκαιρία.»
Η Χρύσα κοκκάλωσε. Τόσα χρόνια αναμονής και τελικά ήταν εκεί.

Η Αρχή του Ονείρου.

«Μου θυμίζεις έντονα την ΑΦΡΟΔΙΤΗ. Ξέρεις τον πλανήτη. Ενας από τους πιο λαμπερούς πλανήτες στον ουρανό μας, που δυστυχώς όμως δεν είναι συνέχεια ορατός. Η Αφροδίτη είναι ορατή μόνο τις πρώτες πρωινές ώρες και όταν πέφτει η νύχτα. Τον υπόλοιπο χρόνο, απλά συνεχίζει να κάνει την ίδια επαναληπτική κίνηση μέχρι να ξαναγίνει ορατή, και μάλιστα αντίστροφα σε σχέση με όλους τους άλλους πλανήτες.»


*Αφροδίτη (πλανήτης): Αλλιώς και Εωσφόρος (αυτός που φέρνει το φως, καθώς είναι ορατή
τις πρώτες πρωινές ώρες)


Η Χρύσα δεν ήξερε τι να πει. Το μυαλό της δούλευε πυρετωδώς. Η γυναίκα απέναντί της μιλούσε παράξενα. Και εκείνο το βλέμμα της... Λαμπερό και συνάμα τόσο σκοτεινό. Ο τόνος της φωνής της ήταν υπνωτιστικός, την μάγευε. Ένιωσε πως ότι και να έβγαινε από εκείνο το στόμα, έκρυβε μια βαθιά σοφία.
«Λοιπόν….» είπε η Μαρία. Την απεγκλώβισε από το βλέμμα της και έσκυψε να πάρει από τον δερμάτινο χαρτοφύλακά της τρεις σελίδες Α4, γραμμένες με μαύρο μελάνι. Η Χρύσα ένιωσε αμέσως να επανέρχεται στην πραγματικότητα. Αν αυτό ήταν συμβόλαιο, τότε η Μαρία ήταν πολύ άμεση. Το είχε αποδείξει με το ραντεβού που της είχε κλείσει και ευτυχώς είχε αποδεχτεί. Διαβάζοντας τον τίτλο της πρώτης σελίδας, ένιωσε ένα κύμα ευφορίας αλλά κι ευθύνης να την κατακλύζει.

Ιδιωτικό συμφωνητικό

Έκανε εικόνα τις φωτογραφίες των διασήμων που είχε δει στο Facebook και τη Μαρία να στέκεται δίπλα τους διακριτικά. Ήταν η επόμενη. Ό,τι και να έλεγε εκείνο το συμβόλαιο, έπρεπε να το υπογράψει. Αν δεν το έκανε, θα ήταν ανόητη. Αυτό το συμβόλαιο ήταν η αρχή.

Η Μαρία της το πρόσφερε. Με μια απότομη κίνηση σηκώθηκε και μάζεψε τον χαρτοφύλακα και την ομπρέλα της.
«Διάβασέ το καλά. Είναι πολύ απλό. Αύριο θέλω απάντηση».

Χαμογέλασε αμυδρά και προσπέρασε την ουρά των ανθρώπων που περίμεναν την αφιέρωση του συγγραφέα. Ούτε που τον κοίταξε εκείνον. Έφτασε στην πόρτα και βγήκε έξω χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά πίσω της.
Η Χρύσα έτρεμε. Όλο αυτό ήταν το πιο ασυνήθιστο πράγμα που της είχε συμβεί σε όλη της τη ζωή. Κοίταξε έξω ψάχνοντας για την Μαρία. Πως θα συναντιόνταν; Θα έδιναν πάλι ραντεβού από το ίντερνετ; Τι αλλόκοτη γυναίκα. Ξανακοίταξε το συμβόλαιο. Δέκα όροι. Τους διάβασε. Της φάνηκαν υπερβολικά απλοί. Περισσότερο σαν γενικολογίες παρά κάτι συγκεκριμένο.
Σκέφτηκε να πάει σε δικηγόρο, αλλά δεν είχε ούτε τον χρόνο ούτε τα χρήματα. Εκείνη η γυναίκα είχε αναδείξει τόσους ανθρώπους. Ακόμη και παγίδα να υπήρχε πίσω από τα απλά λόγια του συμβολαίου, δεν την ένοιαζε. Μόνο το όνειρο. Σηκώθηκε και βιάστηκε να χαθεί στη δροσερή νύχτα. Κανένας δεν της έδινε σημασία. Όλοι συνέχιζαν να μοιάζουν υπνωτισμένοι.

Επόμενο βράδυ
Μια μονογραφή στο κάτω μέρος του συμβολαίου με σταθερό χέρι. Μόλις την έβαλε, ένιωσε τον κόσμο δικό της.
«Και τώρα ετοιμάσου να ζήσεις το όνειρό σου», της είπε η Μαρία και φύσηξε το ΚΕΡΙ που φώτιζε το τραπέζι τους.


Επίλογος

Τα χειροκροτήματα και τα σφυρίγματα έδιναν και έπαιρναν μέσα στο κατάμεστο Εθνικό Θέατρο. Μέσα στο κοινό, βρίσκονταν οι επιφανέστεροι άνθρωποι των τεχνών και των γραμμάτων της χώρας. Η πρεμιέρα της είχε γνωρίσει μεγάλη επιτυχία. Η Χρύσα βρισκόταν στα παρασκήνια και ετοιμαζόταν να βγει για μια τελευταία φορά στη σκηνή, για να χαιρετίσει το εκστασιασμένο κοινό της. Έτρεμε από συγκίνηση. Οι συμπρωταγωνιστές της την είχα πλαισιώσει πολύ καλά, αλλά το κοινό φώναζε μόνο το όνομά της.

Βγήκε από το καμαρίνι της και βιάστηκε να πάει στα παρασκήνια. Δεν μπορούσε να κρύψει άλλο τη συγκίνησή της. Δάκρυσε. Τα μάγουλά της κοκκίνισαν. Τρία βήματα την χώριζαν από το κοινό της.
Τα έκανε και βρέθηκε μπροστά σε ένα πλήθος που ζητωκραύγαζε. Είδε μαγεμένα βλέμματα γεμάτα θαυμασμό. Το χειροκρότημα ήταν πέρα για πέρα αληθινό. Η ζωή της είχε πάρει μια μαγική πορεία.

Ένα κατάξανθο κοριτσάκι με μια πορτοκαλί κορδέλα στην πρώτη σειρά είχε σηκωθεί όρθιο και την κοιτούσε με θαυμασμό και δέος. Το βλέμμα του δεν έμοιαζε με των υπολοίπων, ήταν καθαρό και γεμάτο λαχτάρα. Τα δάκρυα αυλάκωναν τα μαγουλάκια του, που ήταν κατακόκκινα από την έξαψη.

Η Χρύσα μαρμάρωσε. Έμεινε να κοιτάζει το κοριτσάκι, να παρατηρεί τα χαρακτηριστικά του.
Ένα ψυχρό ρίγος διαπέρασε όλο της το κορμί. Το υπνωτισμένο πλήθος συνέχιζε να παραληρεί.

«ΌΧΙΙΙΙΙ……………….», ούρλιαξε με αγωνία.


-----

Παναγιώτης Δεληγιάννης 
05.07.2017

με τη συμμετοχή της αναγνώστριας Chrisa Kourkoulou