Pages

  • Home
  • ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
  • Ο ΣΤΟΧΟΣ
  • 12 ΛΕΞΕΙΣ
Από το Blogger.

Panagiotis Deligiannis

    • HOME
    • ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
    • Ο ΣΤΟΧΟΣ
    • 12 ΛΕΞΕΙΣ

    Penthouse of Horror – Επεισόδιο 08

     

     


    Θα είναι σαν να βλέπεις 90’s τηλεόραση, αλλά στην πραγματικότητα δεν θα την βλέπεις.
    Γέροντας Μεγκαλίσιος
    ———-
    1/4 του αιώνα και 20 ημέρες είναι μεγάλο χρονικό διάστημα. Όλοι ξέχασαν. Και συνέχισαν τις ζωές τους.
    Ποια ήταν όμως η εξέλιξη; Γιατί δεν μας έδειξαν την συνέχεια; Τι συνέβη στην πραγματικότητα;
    Όσοι αναζητούσαν την αλήθεια, σιγά σιγά χάθηκαν μυστηριωδώς.
    Εκτός από έναν. Αυτός έγινε ένας με αυτούς. Τους ακολούθησε. Και είδε…
    25 χρόνια μετά θα σας αποκαλύψει την πραγματική ιστορία. Αν δεν είστε έτοιμοι, μην τη διαβάσετε.
    Φρικιαστική, με χοντροκομμένο χιούμορ. Όπως το δικό τους. Η ιστορία είναι 100% πραγματική,
    γιατί η αλήθεια πρέπει να είναι ωμή. Όπως τρώνε οι Γάλλοι τη μοσχαρίσια μπριζόλα.
    Ή οι τυροβρωμίκουλες τον ανθρώπινο εγκέφαλο…
    ———-
    Η ιστορία είναι και θα είναι 100% δωρεάν. Ο συγγραφέας, Panagiotis Deligiannis, δηλώνει φαν γνωστών ηρώων του παρελθόντος και αποφάσισε να τους δώσει μια συνέχεια σε έναν άλλο κόσμο.
    Χωρίς να έχει σκοπό το κέρδος και χωρίς να θέλει να προσβάλλει τους αρχικούς δημιουργούς.
    ——————————————————————————–

    ΓΑΔΑ, λεωφόρος Αλεξάνδρας (ΜΓΔ), πριν την ημέρα 0, ώρα 13:00

    «Τα τελευταία χρόνια της καριέρας μου, σέρνω τα πόδια μου για να τα καταφέρω να φτάσω στην δουλειά. Όλα γύρω μου με απογοητεύουν και με γεμίζουν μιζέρια και μια αίσθηση παραίτησης μεγαλώνει μέσα μου μέρα με την μέρα. Τα βράδια καταφεύγω στα μπαρ, μέσα στα οποία κάποτε μεταμφιεζόμουν για να πιάσω τους τρομοκράτες και μπεκροπίνω μέχρι να λιποθυμήσω.
    Η Μαριάννα με έχει εγκαταλείψει εδώ και χρόνια και ζει με τον παλιό μου συνεργάτη τον Χάρη τον Βεργίτση και την κόρη τους τη Λίζα.
    Ο μόνος που μου στέκεται ακόμα είναι ο Λεβένταγας. Ίσως για αυτό δεν έχω ακόμη τραβήξει την σκανδάλη. Ωωω το άγγιγμα του παγωμένου μετάλλου στον κρόταφό μου, ο προάγγελος της λύτρωσης μου.
    Αλλά δεν το κάνω.
    Ο Βάσος μου. Από τότε που έγινε gay δεν τον ξανάδα. Τον έδιωξα με την συμπεριφορά μου. Καταλαβαίνεις;»
    Ο άντρας απέναντί μου με κοιτάει σαν χάνος.
    «Ψυχίατρος δεν είσαι που να πάρει; Μίλα. Ψυχίατρος δεν είσαι μην τα σπάσω όλα γαμώ την καταδίκη μου;»
    Ο άντρας σαστίζει με την επιθετικότητά μου και μαζεύεται στο κάθισμά του.
    «Κύριε υπερταξίαρχε Θεοχάρη», τραύλισε και ένιωσα ένα εσωτερικό κύμα ευχαρίστησης.
    Μπορεί να μην με σέβεται κανένας πια, μπορεί να είμαι ένα σκουλήκι, αλλά ακόμη προκαλώ τον τρόμο και το δέος.
    Κάθομαι ικανοποιημένος στην καρέκλα μου και τον κοιτάω εξεταστικά.
    «Τι έχεις να πεις για όλα αυτά γιατρουδάκο; Γιατί δεν μιλάς ε; Μίλα που να σε πάρει ο διάολος» του φώναξα.
    «Κκκύριε Θεοχάρη», κεκέδιασε εκείνος.
    «Είμαι εδώ για να κάνω μήνυση κατά αγνώστου για την κλοπή στο γραφείο μου. Δεν είστε ασθενής μου».
    Ώστε πάει να μου βγει από πάνω το σκουλήκι. Αλλά που θα μου πάει. Θα καταλάβω τι ρόλο παίζει. Θα τον παρακολουθήσω απόψε. Δεν είπα τίποτα, έβγαλα μία κόλλα αναφοράς κλοπής και του την έδωσα.
    Την συμπλήρωσε, την άφησε και εξαφανίστηκε από το γραφείο μου. Σημείωσα την διεύθυνσή του σπιτιού του και του γραφείου του και πέταξα την αναφορά . Και τότε χτύπησε η πόρτα μου.
    Ο Λεβένταγας μπήκε μέσα με ένα τεράστιο χαμόγελο.
    «Κάθισε Ταξίαρχε», του είπα.
    «Έχω στα χέρια μου μια δυνατή υπόθεση», μου είπε αμέσως εκείνος και μου έδωσε τον κίτρινο φάκελο.
    Έβγαλα έξω τα έγγραφα και τα εξέτασα.
    «Ώστε πάλι αυτή ε;»
    Χάιδεψα τα γένια μου τεσσάρων ημερών και κοίταξα στα μάτια τον Λεβένταγα.  Εκείνος χαμογέλασε και επιβεβαίωσε με ένα νεύμα.
    «Είναι η πέμπτη φορά που την βρίσκουμε μπροστά μας. Αλλά τώρα δεν θα ξεγλιστρήσει». Ο Λεβένταγας σκοτείνιασε.
    «Είναι βουλευτίνα Στάθη. Πρέπει να δράσουμε διακριτικά αυτή τη φορά. Την τελευταία φορά τα σκάτωσες».
    «Ήταν τότε που έφυγε η Μαριάννα από το σπίτι», του είπα και άνοιξα το ντουλαπάκι του γραφείου μου. Έβγαλα ένα μεταλλικό φλασκί με χαραγμένα τα αρχικά του Λευτέρη Πανταζή και ήπια μια γερή γουλιά Τζόνι Κόκα.
    «Αν θες μπορώ να την αναλάβω μόνος μου την υπόθεση. Πάρε μερικές ημέρες ρεπό για να χαλαρώσεις», μου είπε.
    Άρχισα να τρέμω. Το μπατσιλίκι είναι η ζωή μου.
    Σηκώθηκα απότομα από την καρέκλα και πήγα στα ράφια για να τα πετάξω όλα κάτω και να ξεσπάσω. Αλλά δεν είχε έρθει ακόμη ο φροντιστής της σειράς και έτσι όλα τα περιεχόμενα του ραφιού ήταν ακόμα στο πάτωμα. Θα το απολύσω το σκουλήκι, σκέφτηκα.
    Ξανακάθισα στην καρέκλα μου.
    «Όχι», του είπα. «Απόψε θα πάμε και θα την παρακολουθήσουμε. Στην έπαυλή της στην Εκάλη». Κατάφερα να χαμογελάσω. Ίσως να ήταν από το Τζόνι Κόκα. Ύστερα κοίταξα τα έγγραφα μπροστά μου.
    «Ώστε τυρόπιτες. Και τι έχουν αυτές οι τυρόπιτες που είναι παράνομες;»
    Ο Λεβένταγας, που ποτέ δεν έμαθα το μικρό του, με κοίταζε καμαρωτός.
    «Έχουν εισαχθεί χωρίς να ελεγχθούν υπερταξίαρχε» μου ανακοίνωσε βροντερά
    «Έχουν εισαχθεί χωρίς να ελεγχθούν;»
    «Έχουν εισαχθεί χωρίς να ελεγχθούν» μου είπε κατηγορηματικά.
    «Δηλαδή θες να μου πεις ότι κανείς δεν τις έλεγξε κατά την εισαγωγή τους;», τον ρώτησα σκεπτικός.
    «Ακριβώς υπερταξίαρχε. Κανείς δεν τις έχει ελέγξει κατά την εισαγωγή τους»
    Αφού πέρασαν τρία ολόκληρα επεισόδια μέχρι να το καταλάβω, σηκώθηκα από την καρέκλα. Έκατσα δίπλα στο παράθυρο και έμεινα να κοιτάζω τα αυτοκίνητα που διέσχιζαν την λεωφόρο και τα κωλοδάχτυλα που έκαναν ορισμένοι οδηγοί προς το κτίριο της αστυνομικής διεύθυνσης.
    Συγκράτησα ορισμένες πινακίδες στο μυαλό μου για τον ελεύθερο μου χρόνο.
    «Θα τις ελέγξουμε εμείς λοιπόν. Τις τυρόπιτες». Το τελευταίο το είπα για να θυμηθούν οι τηλεθεατές μας το αντικείμενο που θα ελέγχαμε.
    «Ωραία», σηκώθηκε με κόπο (κάνοντας κρακ μετά από τρία ολόκληρα επεισόδια) ο Λεβένταγας (να τον λέγαν Μάκη;) και βάρεσε προσοχή μπροστά μου. Ήμασταν χρόνια φιλαράκια και δεν δίναμε σημασία στις τυπικότητες των θέσεών μας, αλλά γουστάραμε στρατογκαβλιές. Βάρεσα και εγώ προσοχή μπροστά του, σαν τον Πάνο τον Καμμένο όταν ντύνεται φαντάρος (φλας φόργουορντ στο μέλλον).
    «Εννοείται ότι δεν λέμε τίποτα στον αρχηγό Χρυσολωρά», του υπενθύμισα και εκείνος συμφώνησε αμέσως.
    «Φυσικά».
    «Άντε πήγαινε τώρα. Έχουμε συνάντηση στις 7, στον σταθμό της Κηφισιάς. Θα μεταμφιεστούμε για να μην μας καταλάβει» του είπα.
    «Και τι θα ντυθούμε Στάθη;»
    «Θα δεις» του είπα αινιγματικά.

    16:00

    Μου βγήκε η Παναγία για να βρω το σπίτι του ψυχίατρου στις Κουκουβάωνες. Μέχρι και σήμερα πιστεύω πως ο δημιουργός του Τζι Πι Ες ήταν κάποιος αγανακτισμένος Κουκουβαωνιώτης. Μα καλά ποιος την έχτισε αυτή την περιοχή; Ποιος έκανε τα σχέδια; Εκεί που θα έπρεπε να υπάρχει δρόμος, τσακ ξεφύτρωνε ένα σπίτι. Έβαλα στην άκρη του μυαλού μου να ανακαλύψω τον πολεοδόμο και να του κάνω μια επίσκεψη.
    Η μέρα ήταν ακόμη ζεστή, αλλά η πνιγηρή υγρασία με έκανε να ιδρώνω κάτω από την καμπαρντίνα μου. Την φορούσα πάντα όταν πήγαινα να ξεκαθαρίσω τους λογαριασμούς μου, μου άρεσε το στυλ.
    Μου την είχαν αγοράσει η αδερφή μου η Σαββίνα (Σάββα λέγανε τον παππού) και ο αδερφός μου ο Νάκος (από τον Φράνκο Νάκιτς τον μπασκετμπολίστα),που ήξεραν το κόλλημά μου με τον Ντικ Τρέισι (από μικρός ήμουν για τον Ντικ όπως μου έλεγαν όλοι γύρω μου).
    Πέρασα ένα παρκάκι και έφτασα στην περιοχή με τα καλά σπίτια και τις μεγάλες αυλές. Έψαξα και βρήκα το 32.
    Ήταν ένα αρχοντικό κρυμμένο πίσω από έναν απεριποίητο κήπο που έμοιαζε με ζούγκλα. Το μικρό σκουριασμένο πορτάκι της εισόδου δεν έδειχνε ικανό να με σταματήσει. Κοίταξα τριγύρω αλλά δεν υπήρχε κανείς και έτσι πήδησα με ένα σάλτο από πάνω και βιάστηκα να κρυφτώ πίσω από τους θάμνους.
    «Είσαι ένα πλούσιο σκουλήκι», σκέφτηκα καθώς προχωρούσα προς την είσοδο του σπιτιού.
    Χτύπησα την πόρτα. Δεν ήταν κανείς εκεί. Το ήξερα. Το σκουλήκι σχόλαγε στις τέσσερις και τα γραφείο του ήταν ένα τέταρτο μακριά. Παραβίασα την πόρτα και μπήκα μέσα. Έβγαλα τη μάσκα από τον σάκο μου, την φόρεσα και περίμενα υπομονετικά στις σκιές.

    16:18

    Ακούστηκαν ήχοι από κλειδιά στην πόρτα. Ο ψυχίατρος δεν είχε αντιληφθεί ότι την είχα παραβιάσει. Πέρασε μέσα και κάθισε στο καθιστικό για να βγάλει τα παπούτσια του. Εμφανίστηκα ξαφνικά μπροστά του σαν σκιά από την σκοτεινή γωνία που τον παρακολουθούσα.
    «Ποιος… ποιος είσαι;», με ρώτησε τρομαγμένος. Σήκωσα το μαχαίρι για να το δει. Αμέσως κατάλαβε τον κίνδυνο και κούρνιασε στον καναπέ.
    «Είμαι ο χειρότερός σου εφιάλτης», του απάντησα αλλάζοντας τη φωνή μου, με τον μετατροπέα φωνής Darth Vader για να μη με καταλάβει.
    «Δεν έχω πολλά λεφτά». Έκανε να πιάσει το πορτοφόλι από το σακάκι του. Το έβγαλε και μου το πρόσφερε.
    «Δεν θέλω τα λεφτά σου. Είμαι ο τιμωρός σου, αυτός που θα σε σύρει στην κόλαση για τις αμαρτίες σου».
    Μαζεύτηκε κι άλλο και έτρεμε. Το ήξερα το σινάφι του και οι κινήσεις του μου έλεγαν την αλήθεια. Πως αλλιώς θα έφτανα στην θέση του υπερταξίαρχου τόσο γρήγορα; Είχα χάρισμα. Μόνο που αυτό το χάρισμα και η εργασιακή μου άνοδος μου στοίχισαν την οικογένειά μου.
    «Έχεις μια ευκαιρία να μιλήσεις. Μία μόνο. Αλλιώς…». Κούνησα απειλητικά το μαχαίρι προς το μέρος του.
    Η οσμή των ούρων χτύπησε στα ρουθούνια μου. Αν το πάθαινα εγώ αυτό δημόσια θα προτιμούσα να αυτοκτονήσω. Βέβαια εγώ είμαι άλλη πάστα ανθρώπου.
    «Είσαι κάποιος από τους πελάτες μου;», με ρώτησε και εγώ έφερα το μαχαίρι πιο κοντά στον καρύτζαφλο.
    «Ένα πράγμα θέλω να ακούσω από το στόμα σου», του είπα.
    «Πως έκανες τόσο μεγάλη περιουσία, αλλά η πελατεία σου μειώνεται συνεχώς; Πως καταφέρνεις και κάνεις την μεγάλη ζωή που κάνεις;»
    Γούρλωσα τα μάτια μου και η μάσκα του κλόουν φάνταζε ακόμα πιο τρομακτική.
    «Κλέβω τις ασφαλιστικές», τσίριξε αμέσως εκείνος και άρχισε να κλαίει.
    «Με διάφορους τρόπους. Μία μου κλέβουν το σπίτι, μία το γραφείο, την άλλη φορά έπιασε φωτιά η κουζίνα. Έχω έναν φίλο στην ασφαλιστική και με βοηθάει, σε παρακαλώ. Δεν φταίω εγώ. Αυτός με παρέσυρε. Μη με σκοτώσεις».
    Απομάκρυνα τη μάσκα μου και του χαμογέλασα ειρωνικά. Έβγαλα από την τσέπη μου το μαγνητοφωνάκι και του το έδειξα.
    «Και γιατί δεν μου τα είπες όλα στο γραφείο μου σκουλήκι; Έφαγα τους δρόμους για να βρω το κωλόσπιτό σου».
    Από συνήθεια πήγα στην πιο κοντινή βιβλιοθήκη και άρχισα να πετάω μανιασμένα τα βιβλία. Εκείνος είχε μείνει εμβρόντητος και με κοίταζε σαν χαμένος. Τον είχα καταφέρει να τα ξεράσει όλα με το πιο απλό τρικ.
    Αφού ξέσπασα του έριξα ένα άγριο βλέμμα και τηλεφώνησα στο 100 να έρθει να τον μαζέψει.

    18:00

    Μέχρι να ξεμπερδέψω μαζί του πήγε 18:15. Το ραντεβού μου με τον Λεβένταγα (Μηνάς;) ήταν στις 7. Πήρα το σαραβαλάκι μου και οδήγησα αργά μέχρι την Κηφισιά. Οι δρόμοι ήταν ασυνήθιστα μποτιλιαρισμένοι και προς στιγμήν φοβήθηκα μην αργήσω. Στα διπλανά αυτοκίνητα έβλεπα χαμόγελα. Παιδιά με τις οικογένειές τους. Φίλους, εραστές. Όλοι είχαν την ευτυχία τους και εγώ είχα τον Λεβένταγα (Αναστάσης;).
    Έφτασα στις επτά παρά ένα λεπτό και τον βρήκα εκεί να με περιμένει. Ποτέ δεν είχαμε αργήσει στα ραντεβού μας. Ο επαγγελματισμός μας ήταν παροιμιώδης.
    Είδε το αμάξι μου. Σταμάτησα και μπήκε μέσα. Η πόρτα του συνοδηγού έλειπε. Δεν την είχα ξαναφτιάξει. Την είχα χάσει τότε που με καταδίωκε ο Γιάνκος Δράκος με το ελικόπτερό του, για μια παράνομη υπόθεση της Τζάιαντ που είχα αναλάβει να διαλευκάνω. Εκείνη την ημέρα εγώ έχασα μια πόρτα, αλλά κατάφερα και τον παγίδευσα και τον έστειλα να σαπίσει στην φυλακή μαζί με όλα τα μεγαλοσκουλήκια που είχα συλλάβει στην καριέρα μου. Το βράδυ που γύρισα σπίτι μου βρήκα το σημείωμα της Μαριάννας που έλεγε ότι το είχε σκάσει με τον Βεργίτση. Δεν έφτιαξα ποτέ την πόρτα του αυτοκινήτου ως σύμβολο του κομματιού της καρδιάς μου που με είχε εγκαταλείψει βίαια. Και ας τον δάγκωνα τον χειμώνα από το κρύο.
    Είχα δακρύσει και έπινα από το φλασκί μου μια μεγάλη γουλιά.
    «Πρέπει να έχουμε καθαρό μυαλό», άκουσα την φωνή του Λεβένταγα (Μάλλον Νικήτας) από δίπλα μου και επανήλθα στην πραγματικότητα.
    «Λοιπόν το σχέδιο είναι το γνωστό. Τις στολές τις είδες;», του είπα και του έδειξα το κάθισμα πίσω μου.
    Έριξε μια ματιά πίσω του και μετά με κοίταξε.
    «Λες να το χάψει;»
    «Γιατί όχι;»
    «Μα ντελιβεράδες σε αυτή την ηλικία;»
    «Τα έχω τσεκάρει όλα. Η Πετράκη Λεχράκη θα είναι στον πάνω όροφο. Πρώτα θα νεκρώσουμε το σύστημα καμερών. Ο αρχηγός της ασφάλειάς της είναι αυτό το καθίκι ο Βεργίτσης. Θα έρθει να δει τι συμβαίνει και τότε θα του ρίξω το σπρέι για να λιποθυμήσει. Έπειτα θα του πάρουμε τον πομπό και θα πούμε σε όλους τους αστυνομικούς στην περίμετρο να πάνε στην πίσω μεριά του οικοπέδου γιατί παρατηρήθηκε μια ύποπτη κίνηση. Θα έχουμε πέντε λεπτά για να πηδήξουμε τον φράχτη. Ύστερα θα χτυπήσουμε το κουδούνι. Θα μας ανοίξει η Φιλιπινέζα υπηρέτριά της. Θα της ρίξουμε υπνωτικό σπρέι και θα κρυφτούμε μέσα σε μια ντουλάπα μέχρι να περάσει η μπόρα.
    Το βράδυ θα βγούμε από την ντουλάπα και θα ψάξουμε όλο το σπίτι για να βρούμε τα έγγραφα που αποδεικνύουν τις απάτες της βουλευτίνας. Αυτή τη φορά θα την τσακώσουμε».
    Ο Λεβένταγας δεν έδειξε να αγχώνεται. Ήταν η μεγάλη στιγμή για τις καριέρες μας και θα απολαμβάναμε όλη την επιχείρηση.
    Στο δρόμο για την Εκάλη μας προσπέρασαν πολλά περιπολικά, ασθενοφόρα, αυτοκίνητα της πυροσβεστικής αλλά και της ασφάλειας που έτρεχαν σαν τρελά προς την Αθήνα. Ένας πανζουρλισμός. Αλλά δεν δώσαμε και μεγάλη σημασία, καθώς είχαμε αφιερωθεί στο πλάνο μας.
    Φτάσαμε κοντά στην έπαυλη της βουλευτίνας και παρκάραμε το αμάξι.
    Βγήκαμε και φορέσαμε τις στολές του ντελιβερά και πήραμε από δύο άδεια κουτιά πίτσας στα χέρια μας.
    Η πύλη έχασκε ανοιχτή για πρώτη φορά και δεν φαινόταν να βρίσκεται κάποιος φρουρός εκεί. Είπα στον Λεβένταγα να περιμένουμε πέντε λεπτά, καθώς όλο αυτό ήταν ασυνήθιστο. Πράγματι κανείς δεν φάνηκε στα επόμενα πέντε λεπτά. Κάτι είχε συμβεί. Προχωρήσαμε διστακτικά μέχρι την πύλη. Τίποτα. Ερημιά.
    Στο βάθος η έπαυλη έστεκε σκοτεινή, εκτός από το παράθυρο που ήταν το δωμάτιο της βουλευτίνας, από το οποίο φέγγιζε ένα αχνό φως.
    Προχωρήσαμε, αργά στην αρχή πιο γρήγορα μετά κοιτώντας τριγύρω.
    Φτάσαμε στην πόρτα και έβαλα για λίγες στιγμές το αυτί μου πάνω της για να αφουγκραστώ. Τίποτα. Η ώρα ήταν 19:15 και θα έπρεπε να υπήρχε αναβρασμός κινήσεων.
    Πολύ φασαρία από τον κεντρικό δρόμο, αρκετά μακριά. Σειρήνες που ξεμάκραιναν και χάνονταν για να έρθουν άλλες να τις αντικαταστήσουν. Παραβίασα την πόρτα και μπήκαμε μέσα. Μια παράξενη ακαταστασία επικρατούσε στον χώρο, λες και όλοι παράτησαν ξαφνικά ότι έκαναν και το έβαλαν στα πόδια. Το εσωτερικό έδινε την εικόνα μιας πρόσφατης εγκατάλειψης. Έκλεισα την πόρτα και προχωρήσαμε μέχρι την στριφογυριστή σκάλα. Από πάνω ακούγονταν απαλή κλασσική μουσική και μια φωνή που ψιθύριζε τις μελωδίες.
    Αναγνώρισα τη φωνή της Πετράκη Λεχράκη και ανέβηκα τη σκάλα, κάνοντας νόημα στον Λεβένταγα να μην με ακολουθήσει, για να φυλάξει τσίλιες στο κάτω πάτωμα. Προχώρησα στον διάδρομο όσο πιο αθόρυβα μπορούσα. Έφτασα έξω από το δωμάτιό της και κοίταξα από την κλειδαρότρυπα.
    Η βελόνα του πικ απ γρατσούναγε τον δίσκο, δημιουργώντας που και που παραφωνίες. Ήταν γυμνή πάνω στο κρεβάτι και κρατούσε ένα ποτήρι ουίσκι στο ένα χέρι και ένα κουτί χάπια στο άλλο. Ήξερα ότι τα έβγαζε πέρα δύσκολα ψυχολογικά, παρά τα πλούτη και τη δόξα της. Την είχα γνωρίσει την πρώτη φορά που βγήκε βουλευτίνα πριν από 26 χρόνια. Ένα χρόνο πριν εκλεγεί, ήταν ένα απλό φτωχό κορίτσι από την επαρχία που είχε τελειώσει πρώτη τη νομική και εργαζόταν ως μαθητευόμενη δικηγόρος σε ένα δικηγορικό γραφείο. Όταν ανέλαβε την πρώτη της δίκη κέρδισε τα πλήθη με τη ρητορική της και το γραφείο την προσέλαβε μόνιμα. Μετά από αρκετές και δύσκολες δίκες την προσέγγισε ένα κόμμα. Μετά ένα άλλο. Και τελικά πείστηκε και πήρε τον δρόμο της βουλής. Τα πρώτα χρόνια ήταν ευσυνείδητη βουλευτίνα αλλά η διαφθορά και το χρήμα την κέρδισαν.
    Τα τελευταία χρόνια έμπλεκε σε χοντρές απάτες. Ξέχασε ποια ήταν, ξέχασε την ταπεινή καταγωγή της. Ξέχασε τους όρκους της. Τα καθήκοντά της. Ήθελε μόνο να παίρνει. Να αρπάζει.
    Την γνώρισα από την πρώτη μέρα που έγινε βουλευτίνα καθώς ήμουν τότε ο αρχηγός της σωματοφυλακής της. Με τα χρόνια με είχε αγαπήσει και τελικά γίναμε παράνομο ζευγάρι. Όταν με βαρέθηκε, με χώρισε και προσπάθησε να μου καταστρέψει την καριέρα και τον γάμο. Ήταν τότε στις αρχές της αλλαγής της. Και από τότε την κυνηγάω. Αν δεν υπήρχε αυτή η γυναίκα θα είχα αυτοκτονήσει.
    Το σώμα της είναι πολύ αλλαγμένο, σκέφτηκα. Είχα να την δω χρόνια γυμνή. Τότε ήταν μια νεαρή κοπέλα. Τώρα μια μεσήλικη δαμάλα που έχει καταστρέψει το σώμα της από τις καταχρήσεις. Κατά βάθος την αγαπώ ακόμα. Εκείνη την παλιά Τίνα (από το Σουλτάνα) όχι αυτό που έχει καταντήσει. Ένα κομμάτι του εαυτού μου θα ήθελε να ήταν όλα όπως παλιά.
    Έβγαλα το φλασκί και ήπια την τελευταία γουλιά. Η Τίνα δεν έδειχνε να είναι σε θέση να μας καταλάβει. Και αφού τα προσωπικό έλειπε, είχαμε όλο το βράδυ μπροστά μας για να ερευνήσουμε τον χώρο.

    Ημερα 0, 10:00 π.μ.

    Κοιμηθήκαμε σαν τα τσουβάλια στο πάτωμα του υπογείου. Στην αρχή φύλαγα σκοπός, αλλά δεν εμφανίστηκε ούτε ένας άνθρωπος και έτσι αποκοιμήθηκα και εγώ. Το σχέδιό μας ήταν να ψάξουμε το δωμάτιό της το πρωί που θα έφευγε για τη Βουλή. Εκεί θα έκρυβε όλα τα μυστικά της, αυτό έλεγε η λογική και η μακροχρόνια πείρα μου.
    Ακούγαμε τα βήματά της πάνω στην κουζίνα. Μετά πήγε πάλι πάνω και ύστερα από δέκα λεπτά ακούσαμε την πόρτα της εξόδου να κλειδώνει.
    Ανεβήκαμε στο ισόγειο και μετά τη σκάλα για τον πάνω όροφο.

    10:30

    Μετά από χρόνια την είχα επιτέλους στο χέρι. Βρήκαμε στην μυστική ντουλάπα όλα τα έγγραφα από όλες τις παράνομες επιχειρήσεις της. Αισθανόμουν υπερήφανος από την μία, αλλά ένιωθα και ένα άλλο συναίσθημα που μεγάλωνε με γρήγορους ρυθμούς μέσα μου. Ο σκοπός της ζωής μου κόντευε να επιτευχθεί. Μόλις τέλειωνα με την Τίνα δεν θα είχε νόημα να συνεχίσω να ζω.
    Ο Λεβένταγας γελούσε και πανηγύριζε, εγώ όμως πέθαινα μέσα μου. Το τέλος μου ήταν κοντά.

    11:30

    Παρατηρήσαμε τον χώρο γύρω από την έπαυλη και παραδόξως δεν υπήρχε κανείς τριγύρω για να μας εμποδίσει. Βγήκα έξω και έφερα το αυτοκίνητο μέχρι την είσοδο του σπιτιού. Η απόλυτη απουσία ήχων ήταν τρομακτική, αλλά από την άλλη ήμασταν στα βόρεια προάστια. Αυτός ήταν ο λόγος που οι πλούσιοι άνθρωποι έχτιζαν εκεί. Για να απομονωθούν από τον λαουτζίκο.
    Γεμίσαμε το αυτοκίνητο με όλα τα έγγραφα και ξεκινήσαμε για τη γενική αστυνομική διεύθυνση Αθηνών (ΜΓΔ).
    Βγήκαμε στο δρομάκι που έφτανε μέχρι τον κεντρικό δρόμο.
    Απόλυτη απουσία ήχων, μόνο κανένα πουλάκι που και που, που τραγουδούσε κάποιο σκοπό και η μηχανή του αυτοκινήτου μου.
    Όταν βγήκαμε στον κεντρικό δρόμο όλα άλλαξαν. Ένα σκηνικό χάους και καταστροφής. Τουμπαρισμένα αυτοκίνητα που φλέγονταν και μέσα σε αυτά απομεινάρια ανθρώπων που δεν πρόλαβαν να βγουν έξω από αυτά. Ένα χαοτικό σκηνικό που όμοιο του δεν είχα ξαναδεί. Είχα πατήσει φρένο και προσπαθούσα να εντοπίσω έστω και μία κίνηση. Τίποτα. Ένας γκροτέσκος πίνακας ζωγραφικής, δημιουργία ενός διεστραμμένο νου. Η απόλυτη φρίκη.
    «Τι συμβαίνει Στάθη;» με ρώτησε θορυβημένος ο Λεβένταγας.
    Δεν του απάντησα. Δεν ήξερα τι να του πω. Ήταν η στιγμή που έπρεπε να τον προσφωνήσω με το μικρό του και έτσι το έπαιξα και λίγο μαλάκας.
    Ενστικτωδώς έκανα αναστροφή και ξαναπήρα το δρόμο για το σπίτι της Τίνας. Από την ασφάλεια του σπιτιού της θα μαθαίναμε από την τηλεόραση τι πραγματικά συνέβαινε.
    Συνεχίζεται…


    -------------------------------------------------------------------
    Παναγιώτης Δεληγιάννης
    Αρχική δημοσίευση
    http://nyctophilia.gr/
     
    http://nyctophilia.gr/penthouse-of-horror-%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%BF-08/
     
    Nyctophilia.gr


    Continue Reading


    Penthouse of Horror – Επεισόδιο 07


    Θα είναι σαν να βλέπεις 90’s τηλεόραση, αλλά στην πραγματικότητα δεν θα την βλέπεις.
    Γέροντας Μεγκαλίσιος
    ———-
    1/4 του αιώνα και 20 ημέρες είναι μεγάλο χρονικό διάστημα. Όλοι ξέχασαν. Και συνέχισαν τις ζωές τους.
    Ποια ήταν όμως η εξέλιξη; Γιατί δεν μας έδειξαν την συνέχεια; Τι συνέβη στην πραγματικότητα; Όσοι αναζητούσαν την αλήθεια, σιγά σιγά χάθηκαν μυστηριωδώς.
    Εκτός από έναν. Αυτός έγινε ένας με αυτούς. Τους ακολούθησε. Και είδε…
    25 χρόνια μετά θα σας αποκαλύψει την πραγματική ιστορία. Αν δεν είστε έτοιμοι, μην τη διαβάσετε. Φρικιαστική, με χοντροκομμένο χιούμορ. Όπως το δικό τους. Η ιστορία είναι 100% πραγματική, γιατί η αλήθεια πρέπει να είναι ωμή. Όπως τρώνε οι Γάλλοι τη μοσχαρίσια μπριζόλα. Ή οι τυροβρωμίκουλες τον ανθρώπινο εγκέφαλο…
    ———-
    Η ιστορία είναι και θα είναι 100% δωρεάν. Ο συγγραφέας, Panagiotis Deligiannis, δηλώνει φαν γνωστών ηρώων του παρελθόντος και αποφάσισε να τους δώσει μια συνέχεια σε έναν άλλο κόσμο. Χωρίς να έχει σκοπό το κέρδος και χωρίς να θέλει να προσβάλλει τους αρχικούς δημιουργούς.
    ——————————————————————————–

    Ακόμη μια μέρα σαν τις άλλες (η τελευταία πριν την ημέρα 0)

    Παλαιό Ψυχικό – Ώρα 06:25 π.μ.

    «Χριστίνα… Χριστίνα…», ούρλιαζε η γριά με την στριγκή φωνή της από το κάτω πάτωμα.
    «Κλείσε κλείσε. Με φωνάζει η γριά. Θα σε δω στο εργοστάσιο. Σ’αγαπώ», του είπε με βραχνή ναζιάρικη φωνή και έκλεισε το τηλέφωνο.
    «Ναι μητέρα. Κατεβαίνω», φώναξε στην γριά και ξεκίνησε με βαριά βήματα να πάει για πρωινό.
    Η πεθερά της την περίμενε στο τραπέζι σε έξαλλη κατάσταση. Το μαλλί της, ένας τέλειος λευκός θάμνος που δεν είχε καμιά ζωντάνια, αλλά ακολουθούσε σταθερά τις κινήσεις του κεφαλιού της, ήταν για μια ακόμα φορά περιποιημένο στην εντέλεια, λες και έκρυβε εκεί μέσα νεραϊδούλες που το περιποιούνταν μέρα νύχτα. Τα γεμάτα κοσμήματα ρυτιδιασμένα χέρια της έτρεμαν από οργή και στο ζαρωμένο της πρόσωπό είχε σχηματιστεί ένα μειδίαμα.
    «Τι έκανες τόση ώρα εκεί πάνω; Το τσάι κρύωσε και οι φρυγανιές παπάριασαν». Της έριξε ένα φαρμακερό βλέμμα μέσα από τα πελώρια γυαλιά της.
    «Τι θες καλέ; Σου έχω πει να ξεκινάς χωρίς εμένα όταν αργώ», πέρασε στην αντεπίθεση η Χριστίνα.
    «Όταν ζούσε ο Περικλής είχαμε ένα πρόγραμμα εδώ μέσα και αλίμονο σε αυτόν που δεν το τηρούσε. Αλλά τώρα μόνο γλώσσα και αυθάδεια».
    «Καλημέρα σας», μπήκε ανέμελα στην κουζίνα η Ντορίτα.
    «Καλά πάλι τσακώνεστε εσείς οι δύο;»
    «Δεν την αντέχω άλλο Ντορίτα μου. Κάθε μέρα γίνεται όλο και πιο ανυπόφορη», απάντησε η Χριστίνα και ήπιε μια μεγάλη γουλιά από το τσάι της, που ζεμάταγε και την έκαψε.
    «Αυτό ήταν που κρύωσε;», γύρισε επιθετικά προς την γριά Μαρκάταινα.
    Η γριά γέλασε με το πάθημά της και ρούφηξε προσεκτικά μια μικρή γουλιά από το τσάι της.
    Κοιτάχτηκαν για λίγο με ένταση και ύστερα λες και συνεννοήθηκαν, κατέβασαν το βλέμμα τους προς τα πιάτα τους ακριβώς την ίδια στιγμή.
    Η ένταση ανάμεσά τους αμέσως χαλάρωσε. Έκρυβαν και οι δύο το ίδιο μυστικό και εκείνη ήταν η μέρα που έπρεπε να το αποκαλύψουν στην Ντορίτα που δεν είχε ιδέα.
    «Νωρίς ξύπνησες σήμερα Ντοριτάκι μου», μίλησε η Χριστίνα στην κόρη της που της έκανε εντύπωση πως η κόρη της ήταν ξύπνια στις έξι και μισή το πρωί.
    Γενικά η Ντορίτα είχε πιάσει το νόημα της ζωής. Ήταν άνθρωπος της ξάπλας, του αραλικιού, του τρώω τα έτοιμα των δικών μου και το παίζω και οικολόγα (βρε ποια μας θυμίζει).
    «Τώρα γύρισα από ένα ρέιβ πάρτι στην Κόρινθο»
    «Και μετά μου λες που έμοιασε αυτό το παιδί. Ωραία ανατροφή», πετάχτηκε η γριά Μαρκάταινα, που την έτρωγε ο πισινός της για αναταραχές, ξεχνώντας τα σημαντικά της ημέρας.
    Η Χριστίνα δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην πεθερά της, μόνο της έριξε μια λοξή ματιά και συνέχισε.
    «Και γιατί δεν κοιμάσαι παιδάκι μου να ξαποστάσεις από το νυχτοκάματο;», ειρωνεύτηκε την κόρη της.
    «Καλά ρε μαμά. Σε ποιο κόσμο ζεις; Σήμερα τα απόγευμα έχουμε διαδήλωση στην Αθήνα, ενάντια στην εκμετάλλευση των τζιτζικιών από τις τουριστικές εταιρίες. Το ξέρεις ότι όλες οι τουριστικές εταιρίες εκτρέφουν παράνομα τζιτζίκια κάτω από άθλιες συνθήκες, για να τα εκμεταλλευτούν το καλοκαίρι;»
    «Αγάπη μου έχω πέσει από τα σύννεφα. Μακάρι να μην είχαμε δουλειά στο εργοστάσιο και θα ήμουν στην πρώτη γραμμή μαζί σου», συνέχισε η Χριστίνα την ειρωνεία.
    «Καλά κορόιδευε εσύ».
    Έκανε μια απότομη κίνηση να φύγει. Η Χριστίνα έριξε μια βιαστική ματιά στην γριά Μαρκάταινα, λες και ήθελε να πάρει το οκ.
    «Εεε, μια στιγμή Ντοριτάκι μου», άλλαξε κατευθείαν τόνο.
    «Τι είναι πάλι;», γύρισε επιθετικά η Ντορίτα. «Έχεις και άλλες ειρωνείες να εξαπολύσεις, γιατί δεν έχω όρεξη».
    «Όχι κορίτσι μου. Μάνα είμαι στην τελική έχω το ακαταλόγιστο». Κόμπιασε και έχασε την αυτοκυριαρχία της.
    «Μάμα τι συμβαίνει;», την πλησίασε η Ντορίτα.
    Ένα μπρέικ. Η Ντορίτα σπούδασε (έτρωγε τα λεφτά της μάνας της) για λίγο στην Ιταλία και πετούσε που και που Ιταλικές λέξεις για να δείξει ότι είχε επηρεαστεί βαθύτατα από τις πολιτισμικές αλλαγές. Η βλάχα. Τρε ντεκαντάνς. Τέλος πάντων.
    «Τίποτα δεν συμβαίνει κορίτσι μου», πετάχτηκε η γριά Μαρκάταινα, που είδε πως η Χριστίνα είχε καταφέρει να τα σκατώσει για άλλη μια φορά.
    «Απλά λέγαμε να γευματίσουμε όλοι μαζί το βράδυ. Σαν οικογένεια».
    «Η οικογένεια Άνταμς», πετάχτηκε η Ασπασία από την κουζίνα με ένα πιάτο αφράτα και αχνιστά κρουασανάκια, σπάζοντας την αμηχανία που είχε δημιουργηθεί ανάμεσά τους.
    «Καλημέρα Χριστίνα», κοίταξε με φιδίσιο βλέμμα την γυναίκα απέναντί της.
    Η Χριστίνα δεν τολμούσε να την κοιτάξει στα μάτια. Είχε δεν είχε περάσει μια βδομάδα, από τότε που τους είχε πιάσει στα πράσα η Ασπασία με τον παραλίγο γαμπρό της τον Αντώνη στο διαμέρισμά του στην Καισαριανή. Στην Κλαζομενών. Δυο μέρες πριν την πήρε κατά μέρος και της τα είπε όλα γιατί δεν γινόταν αλλιώς. Και ενώ στην αρχή η Ασπασία έδειχνε να την καταλαβαίνει, τώρα έδειχνε να έχει πάρει ανάποδες, αφού τον γούσταρε και εκείνη τον Αντώνη από την πρώτη στιγμή.
    «Λίγη υπομονή μέχρι το βράδυ και θα δεις τι θα πάθεις κάρια», σκέφτηκε από μέσα της η Χριστίνα. Εσύ θα είσαι η Πρώτη».
    Σήκωσε διστακτικά το βλέμμα της.
    «Καλημέρα Ασπασάκι μου. Πω πω τι μας έφερες να φάμε;»
    «Θα μου εξηγήσετε επιτέλους τι είναι αυτό το γεύμα που μου λέτε;», πετάχτηκε θυμωμένη η Ντορίτα.
    «Απλά ένα γεύμα», είπε ξερά η γριά. «Είναι καλά στις 8;»
    «Δεν ξέρω θα δω», απάντησε απότομα η Ντορίτα. Η γιαγιά της την κοίταξε με τα μεγάλα μάτια της, σαν σκυλάκι που περιμένει χάδι. Η Ντορίτα αμέσως μαλάκωσε και πήγε και την αγκάλιασε.
    «Πώς να σου χαλάσω χατίρι γιαγιακούλα μου; Στις 8 είναι πολύ καλά»

    08:00

    Οδηγούσε για αρκετή ώρα στην μποτιλιαρισμένη εθνική οδό. Το εργοστάσιο παραγωγής και επεξεργασίας ντομάτας ήταν λίγο έξω από την Χαλκίδα. Άραγε πόσες φορές είχε κάνει αυτή τη διαδρομή. Τριανταπέντε ολόκληρα χρόνια. Μια ζωή. Από τα είκοσί της που γνώρισε τον σαρανταπεντάχρονο τότε Περικλή. Εκείνη ήταν μια απλή δασκαλίτσα της παιδαγωγικής ακαδημίας που έκανε ιδιαίτερα μαθήματα για να τα βγάλει πέρα. Και εκείνος ήταν ένας κοτσονάτος δον ζουάν, που είχε όποια ήθελε. Στην αρχή υπήρχε μεγάλος έρωτας. Μέχρι που γνώρισε την μάνα του, λίγο πριν τον γάμο τους. Και είχε περάσει την δοκιμασία της. Τώρα ήταν η σειρά της κόρης της. Μακάρι να υπήρχε άλλος τρόπος, αλλά ήταν ο μοναδικός.
    Ο λόγος του μποτιλιαρίσματος ήταν ένα τροχαίο ατύχημα. Μια καραμπόλα αρκετών αυτοκινήτων και μπόλικο ανθρώπινο αίμα χυμένο σαν μπογιά στους δρόμους. Έγλυψε τα χείλη της και γκάζωσε για να απομακρυνθεί.
    Την ημέρα της συνάντησης με την μητέρα του Περικλή είχε μάθει όλη την αλήθεια. Ο Περικλής δεν την είχε βρει τυχαία. Η διαφορά ηλικίας που είχαν ήταν η κατάλληλη. Και είχε όλες τις προδιαγραφές για αυτό που τελικά συνέβη. Από την ώρα που είχε περάσει το κατώφλι της οικίας στο Παλαιό Ψυχικό δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Με την γνώση που είχε πάρει, έπρεπε να δεχτεί τους όρους που τέθηκαν. Αλλιώς θάνατος.
    Ο Αντώνης. Τον είχε βρει από την αρχή. Πληρούσε όλους τους όρους. Αλλά είχε κάνει το λάθος και τον είχε ερωτευτεί. Σαν ηλίθια. Όταν θα έφτανε η ώρα δεν θα μπορούσε να το κάνει. Και όμως έπρεπε.

    09:00

    Ξεφύλλιζε την χαρτούρα μπροστά της, ίσα ίσα για να απασχολήσει το μυαλό της από αυτά που θα συνέβαιναν το βράδυ. Σηκώθηκε και πήγε μέχρι το παράθυρο και κοίταξε τα ατέλειωτα στρέμματα που εκτείνονταν μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι. Η μέρα ήταν ζεστή και υγρή και οι διάσπαρτοι εργάτες ήδη ιδροκοπούσαν στα χωράφια. Εντόπισε τον Αντώνη και εκείνος αμέσως την κοίταξε λες και την είχε καταλάβει. Εκείνη ταράχτηκε και έκανε ένα βήμα πίσω, λες και είχε αναστολές η φάουσα.
    «Τσούλαααααα», ήχησε στο μυαλό της η φωνή της πεθεράς της, που κάθε φορά που είχε τύψεις την επισκεπτόταν. Φυσικά και η γριά Μαρκάταινα τα ήξερε όλα για τον Αντώνη από την αρχή. Αυτή ήταν η φύση αυτών των πλασμάτων. Αυτό που δεν άρεσε στην γριά ήταν η επιλογή του ατόμου. Στο κάτω κάτω ήταν ο αρραβωνιαστικός της εγγονής της, αλλά δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς πλέον.
    Η πόρτα άνοιξε και το φως αντανάκλασε πάνω στην καράφλα του Λουκά που μπήκε φουριόζος στο γραφείο.
    «Καλημέρα Χριστίνα μου». Εκείνη γύρισε ξαφνιασμένη και τον κοίταξε που βολευόταν στην θέση μπροστά από το γραφείο της. Είχε ήδη ανοίξει τον φάκελό του και έβγαζε από μέσα τα κιτάπια του.
    «Καλημέρα Λουκά». Πήγε και κάθισε στην θέση της, ρίχνοντας ένα τελευταίο βλέμμα στον ιδρωμένο Αντώνη που της έστελνε φιλιά.
    «Τι έχεις Χριστίνα μου; Δείχνεις ταραγμένη», της είπε και άφησε κατά μέρος ότι κράταγε και πλησίασε ακόμα πιο πολύ στο γραφείο της.
    «Τίποτα τίποτα. Απλά δεν έχω διάθεση».
    «Πάμε στην ταβέρνα του κυρ Παντελή να χαλαρώσεις;»
    Ο Λουκάς ήταν ανέγγιχτος (γιου νόου γουάτ άι μιν) εδώ και πολλά χρόνια και η μόνη του παρηγοριά ήταν το παλιόκρασο του κυρ Παντελή από την μαντεμένια καράφα που φιλοξενούσε πάνω της την γλίτσα πολλών ετών. Από τότε που πέθανε ο Περικλής προσπαθούσε να προσεγγίσει ερωτικά την Χριστίνα, αλλά έτσι όπως το πήγαινε δεν θα πηδούσε ούτε μετά την Δευτέρα Παρουσία. Η Χριστίνα πάντα τον απέφευγε όταν της τα έριχνε, αλλά τον είχε πάντα από κοντά για καβάτζα. Από τότε που γνώρισε τον Αντώνη είχε γίνει πιο απότομη απέναντί του και ο Λουκάκος μαράζωνε. Αν τον βλέπατε πως ηταν στο πρώτο επεισόδιο και πως κατάντησε μετά τον Αντώνη (αν και δεν έμαθε ποτέ για την σχέση του με την Χριστίνα) θα καταλάβετε τι εννοώ.
    «Εδώ πνιγόμαστε και εσείς μου λες να πάμε να τα πιούμε; Εμπρός δουλειά», άλλαξε αμέσως ύφος η Χριστίνα και φόρεσε τα γυαλιά με τον χοντρό σκελετό (όχι εκείνα που την έκαναν να μοιάζει με ανώμαλο μπανιστιρτζή).
    Ο Λουκάς ξαναγύρισε αμέσως στα χαρτιά του και άρχισε να τα βγάζει έξω με την σειρά.
    Το τηλέφωνο χτύπησε και η Χριστίνα έσπευσε να το απαντήσει.
    «Είναι εδώ η φιλενάδα σας. Να της πω να περάσει;», ακούστηκε η φωνή της Σόφης της γραμματέας της.
    «Να περάσει αμέσως. Γιατί την κρατάς; Και φέρε μας και δυο καφέδες»
    «Πριν από λίγο ήμουν κάτω. Ξεποδαριάστηκα πάνω κάτω σήμερα. Πότε θα βάλετε ένα ασανσέρ;»
    «Τελείωνε», τσίριξε η Χριστίνα και κατέβασε το ακουστικό.
    Η Σάσα μπήκε μέσα και πήγε κατευθείαν στην φιλενάδα της.
    «Καλημέρα Λουκά», χαιρέτισε τον άντρα και ύστερα φίλησε σταυρωτά την φιλενάδα της.
    «Καλημέρα Σάσα», χαμογέλασε άνευρα εκείνος και γύρισε πάλι στα χαρτιά του.
    Η Σάσα έκλεισε συνθηματικά το μάτι στην Χριστίνα. Η Χριστίνα το έπιασε αμέσως.
    «Εεε Λουκά μου, θέλεις να πας να ρίξεις μια ματιά στις αποθήκες».
    «Μα Χριστίνα μου εδώ καιγόμαστε. Τα τιμολόγια του Αράπογλου πρέπει να φύγουν σήμερα και έχουμε και δυο ακάλυπτες επιταγές αξίας πέντε εκατομμυρίων».
    «Μπορούμε να τα δούμε μετά αυτά Λουκά. Ο Μανώλης μου είπε πως υπάρχει κάποιο πρόβλημα με την αποθήκευση, που πρέπει να επιλυθεί άμεσα», είπε πιο επιτακτικά.
    «Καλά καλά πάω. Θα έρθω όσο πιο γρήγορα μπορώ». Αυτό βέβαια ήταν μια κουβέντα. Οι αποθήκες ήταν στην άλλη μεριά του κτήματος, πέντε χιλιόμετρα μακριά. Ο Λουκάς μάζεψε τα χαρτιά του, τα τοποθέτησε άτσαλα μέσα στον φάκελό του και αφού χαιρέτισε την Σάσα βγήκε από το γραφείο.
    Η Χριστίνα έτρεξε μέχρι την πόρτα κοίταξε έξω για την Σοφία και αφού είδε ότι δεν ήταν εκεί την κλείδωσε και γύρισε στην θέση της.
    «Φιλενάδα έχω μεγάλο πρόβλημα». Κοίταξε την φίλη της στα μάτια, με παραπονεμένο ύφος.
    «Άσε μας πάλι με τον Αντωνάκη. Κλαίνε οι χήρες κλαίνε και οι παντρεμένες. Εγώ να δεις πρόβλημα που έχω. Έχει έρθει ένας φοιτητής στο διπλανό σπίτι και είναι κούκλος το χρυσό μου. Αλλά είναι σκράπας. Τι ζάχαρη πάω και του ζητάω με το κομπινεζόν, τι τον φωνάζω να έρθει να μου σφίξει την βρύση και εγώ τον περιμένω με μια μόνο πετσέτα και όλα έξω, αυτός δεν καταλαβαίνει. Αλλά απόψε έχω το ολοκληρωτικό σχέδιο για να τον στριμώξω».
    Η Χριστίνα είχε σκύψει το κεφάλι και δεν την άκουγε και η Σάσα το παρατήρησε.
    «Τι έχεις Χριστινάκι μου; Τι σου έκανε το παλιοτόμαρο;»
    Η Χριστίνα άρχισε να κλαίει με λυγμούς.
    «Αχ ανησυχώ κοριτσάκι μου. Πες στο Σασουλίνι σου τι έχεις και θα σου βρει λύση».
    Η Χριστίνα σήκωσε το κεφάλι της από το γραφείο και την κοίταξε με κατακόκκινα μάτια και τις μύξες να τρέχουν ποτάμι από την μύτη της.
    «Πρέπει να στο πω γιατί θα σκάσω. Αλλά δεν πρέπει να το πεις πουθενά».
    «Τι είναι αγάπη μου; Τι είναι καρδιά μου; Μήπως σε άφησε έγκυο το γουρούνι και μόλις το έμαθε σε παράτησε;»
    «Ορκίσου ότι δεν θα το πεις πουθενά».
    «Ορκίζομαι. Στο βρακί μου μέσα από την ψυχή μου. Που ιερότερο όρκο δεν έχω». Έκανε τους δείκτες της σταυρουδάκι, τους φίλησε και ύστερα έκανε ένα φιογκάκι σαν χαριτωμενιά πάνω από το κεφάλι της.
    «Είμαι απόγονος της Λίλιθ. Είμαι ένα βαμπίρ».

    15:00

    Η Χριστίνα τα είχε εξηγήσει όλα στην εμβρόντητη Σάσα, που για πρώτη φορά στην ζωή της είχε χάσει την μιλιά της και δεν ήξερε τι να πει. Της είπε για την κόρη της και πως εκείνο το βράδυ θα μάθαινε όλη την αλήθεια. Η Ντορίτα θα έπρεπε άμεσα να βρει έναν άντρα και να κάνει παιδί μαζί του. Ύστερα από αυτό θα γινόταν το απαραίτητο τελετουργικό και θα την έκαναν βαμπίρ, για να συνεχιστεί η γενιά της Λίλιθ. Θα μεγάλωνε το παιδί της. Αν ήταν αγόρι θα έπρεπε να φτάσει σε ώριμη ηλικία και να βρει μια μικρότερή του για να τεκνοποιήσει. Η γυναίκα του θα ήταν η συνεχίστρια αυτού του δεσμού αίματος. Όταν θα τεκνοποιούσε, θα έπρεπε να τον σκοτώσει η ίδια. Αν ήταν κορίτσι θα ήταν η επόμενη η συνεχίστριά της. Αν τα παιδιά ήταν δίδυμα το ένα θα έπρεπε να θανατωθεί.
    «Και ο Αντώνης;», ψέλλισε η Σάσα. «Τα γνωρίζει όλα αυτά;». Δεν τολμούσε να κοιτάξει την φίλη της στα μάτια, φοβόταν.
    «Κανείς δεν τα ξέρει. Μόνο εγώ και η πεθερά μου και οι πρόγονές μας. Ποτέ και κανείς δεν έμαθε το μυστικό μας. Μόνο εσύ ξέρεις. Και δεν πρέπει να το πεις πουθενά. Σε νιώθω σαν αδερφή μου». Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της και αμέσως η Σάσα κατάλαβε ότι δεν κινδύνευε από την φίλη της.
    «Είμαι εγώ εδώ φιλενάδα». Την αγκάλιασε και έμειναν για λίγη ώρα έτσι.
    «Έπρεπε να στα πω. Δεν μπορούσα να κρατάω όλο αυτό το βάρος μόνη μου».
    «Και γιατί;»
    «Απόψε, πρέπει ο Αντώνης να κάνει σεξ με την Ντορίτα για να πιάσουν παιδί και μετά να γίνει η μύηση της Ντορίτας. Στο τέλος αυτής, θα πρέπει να σκοτώσει τον Αντώνη, για να του ρουφήξει την ζωτική του ενέργεια».

    18:30

    Τα δάκρυα είχαν στερέψει εδώ και ώρες. Η Χριστίνα είχε μιλήσει αναλυτικά στην Σάσα για όλα. Η Σασα τα είχε αποδεχτεί αρκετά εύκολα, αν λάβει κανείς υπόψη του το βάρος των αποκαλύψεων.
    «Για αυτό δεν ήθελες να συναντιόμαστε ποτέ όταν είχα περίοδο;» είπε η Σάσα δυνατά και γέλασε κακαριστά και παρατεταμένα.
    «Ναι αυτό είναι μια αλήθεια. Και πάντα πίστευα ότι θα καταλάβαινες τι συμβαίνει. Αλλά από την άλλη έλεγα ότι αυτό ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Εδώ εγώ ορισμένες στιγμές πιστεύω ότι όλο αυτό είναι ένα μεγάλο ψέμα».
    «Και κάθε πότε πίνεις αίμα», ρώτησε λίγο πιο σοβαρά η Σάσα.
    «Το εργοστάσιο ντομάτας είναι μια καλή κάλυψη. Δεν έχουν όλες οι κονσέρβες ντοματοπολτό. Έχουμε ένα μυστικό εργαστήριο, όπου παίρνουμε ανθρώπινο αίμα και με μία μέθοδο που έχουμε ανακαλύψει το πολλαπλασιάζουμε. Γιατί νομίζεις ότι παρέχω ιδιωτική ασφάλιση στους εργάτες μου και μηνιαίες εξετάσεις; Το αίμα που τους παίρνουμε δεν το εξετάζουμε ποτέ, απλά το πολλαπλασιάζουμε».
    «Αυτό είναι που λένε πίνουν το αίμα των εργατών», αστειεύτηκε η Σάσα, αλλά η Χριστίνα παρέμεινε σοβαρή και τελικά κατέβασε το κεφάλι της.
    «Και τον Αντώνη; Γιατί πρέπει να τον σκοτώσεις;»
    «Οι άντρες είναι περιττοί στην γενεαλογία της Λίλιθ. Ο μόνος σκοπός ύπαρξής τους είναι να τεκνοποιήσουν. Και ύστερα να πεθάνουν».
    «Και δεν μπορεί να γίνει μια εξαίρεση; Αν η κόρη σου ζευγαρώσει με άλλον;»
    «Χαχα. Η κόρη μου να ζευγαρώσει με άλλον. Δεν την βλέπεις πως είναι; Στο τέλος θα μείνει γεροντοκόρη. Η παράδοση μας είναι να ζευγαρώνουμε με μεγαλύτερους άντρες αλλά τώρα αυτός μας έτυχε. Και μόλις μάθει απόψε η Ντορίτα την μισή αλήθεια αυτόν θα θέλει για πατέρα του παιδιού της. Θυμάσαι τον Κούλη Δεληβοριά; Εκείνον της προορίζαμε μα εκείνη ήταν χάπατο. Νόμιζε ότι τον είχαμε για την Ασπασία. Αν είχε κάνει παιδί με τον Κούλη, ο Αντώνης θα ήταν ασφαλής».
    «Και από εδώ και πέρα τι θα κάνεις;»
    «Δεν ξέρω. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν πρέπει να μιλήσεις πουθενά. Για την ασφάλειά σου. Και το δεύτερο…» κοίταξε το ρολόι της. «Ωχ θεέ μου άργησα. Πρέπει να φύγω γιατί θα αργήσω. Σε ευχαριστώ πολύ φιλενάδα»
    Αλλά η Σάσα έδειχνε σκεφτική.
    «Τι είναι Σάσα; Τι σκέφτεσαι;»
    «Τίποτα. Απλά βγάζω τα συμπεράσματα για όσα έχουμε ζήσει. Για αυτό όλοι οι άντρες σαγηνεύονταν μαζί σου και όχι μαζί μου. Για αυτό όλοι ήθελαν εσένα και όχι εμένα».
    Η Χριστίνα κάθισε πάλι κάτω και χαμήλωσε το βλέμμα.
    «Ναι..», είπε τελικά. «Είναι αλήθεια. Ένα από τα θετικά του να είσαι βαμπίρ είναι η σαγήνη».
    «Για αυτό μωρή δεν σταύρωνα γκόμενο όταν ήμασταν μαζί; Μοναχοφαγού ε μοναχοφαγού. Και έλεγα πάντα αποκλείεται, δεν μπορεί να είναι τόσο τυφλοί οι άντρες. Πως είχαν μπροστά τους μια γυναίκα σαν εμένα και ήθελαν εσένα;». Αρχικά είχε εξαγριωθεί, αλλά βλέποντας την φιλενάδα της στεναχωρημένη, κατάλαβε ότι υπέφερε.
    «Συγνώμη Χριστινάκι μου. Ειλικρινά. Δεν ήθελα να σου μιλήσω έτσι».
    Η Χριστίνα αναθάρρησε.
    «Τουλάχιστον υπάρχει και ένα θετικό. Απόψε θα ξεφορτωθούμε την Ασπασία. Μας είδε με τον Αντώνη και είναι έτοιμη να μιλήσει στην Ντορίτα και να τα καταστρέψει όλα πριν την τεκνοποίηση. Αφού μιλήσουμε στην Ντορίτα, εγώ και η γριά θα βάλουμε την Ασπασία σε ένα αυτοκίνητο, θα της πούμε ότι την πάμε μια βόλτα και θα την κατακρεουργήσουμε. Δεν θα μείνει ούτε ένα κύτταρο της για να μας ενοχοποιήσει».
    «Και τι θα πείτε στην καημένη την Ντορίτα απόψε; Πως θα της το φέρετε;»
    «Αυτό είναι τι τελευταίο που μας ανησυχεί. Το τελετουργικό της μύησης είναι πάνσοφο και πανάρχαιο, το επινόησε η ίδια η Λίλιθ. Ποτέ μα ποτέ δεν υπήρξε γυναίκα που να αμφισβήτησε την μοίρα της. Ποτέ».

    19:15

    Οι περισσότεροι χώροι του εργοστασίου είχαν βυθιστεί στο σκοτάδι.
    Όλοι οι υπάλληλοι γραφείου είχαν αποσυρθεί από ώρα και μόνο οι λιγοστοί εργάτες της βραδινής βάρδιας και οι καθαρίστριες συνέχισαν να κάνουν την δουλειά τους, κοιτάζοντας συνεχώς τα ρολόγια τους, λες και θα πέρναγε πιο γρήγορα η ώρα. Η Χριστίνα είχε αποχαιρετήσει την Σάσα λίγες μόλις στιγμές πριν και ετοιμαζόταν για την μεγάλη βραδιά που θα ακολουθούσε. Το ότι είχε μιλήσει επιτέλους στην Σάσα ήταν ένα βάλσαμο. Ένιωθε ανάλαφρη που επιτέλους είχε ένα άτομο δίπλα της που ήξερε τι τραβούσε. Δεκαετίες μοναξιάς και μυστικών έσβησαν μεμιάς. Η Σάσα θα ήταν πάντα δίπλα της, μέχρι τον θάνατό της. Πήρε την τσάντα της και το παλτό της και πέρασε έξω από το γραφείο. Άφησε πίσω της το γραφείο της Σόφη και προχώρησε στον ημιφωτισμένο μακρύ διάδρομο που οδηγούσε μέχρι τις σκάλες. Στα μισά της διαδρομής είδε την Σάσα να εμφανίζεται από την σκάλα και να τρέχει με όλες τις δυνάμεις της προς το μέρος της. Το πρόσωπό της είχε παραμορφωθεί από τον τρόμο.
    Η Χριστίνα αναστατώθηκε, σίγουρα κάτι κακό είχε συμβεί.
    «Τι έπαθες Σάσα μου;»
    «Χριστίνα…» είπε λαχανιασμένη η Σάσα και έσκυψε για να πάρει ανάσα.
    Η Χριστίνα την κοιτούσε με αγωνία. Η ώρα περνούσε και θα αργούσε για την μύηση.
    «Τι συμβαίνει Σάσα μου; Πες μου αγάπη μου».
    Η Σάσα σήκωσε το βλέμμα της και την κοίταξε. Δεν μπορούσε ακόμη να μιλήσει μόνο βαριανάσαινε για να ξελαχανιάσει. Από κοντά το πρόσωπό της ήταν μια μάσκα τρόμου. Αυτό που είχε δει την είχε σοκάρει.
    «Ο Λουκάς», είπε ξέπνοα.
    «Τι έκανε ο Λουκάς; Σου ζήτησε να πάτε να τα πιείτε;», αστειεύτηκε η Χριστίνα.
    «Μου επιτέθηκε». Έβαλε αμέσως τα κλάματα.
    «Α το κτήνος. Α το τέρας. Ήθελε να σε βιάσει;»
    «Όχι… δεν κατάλαβες». Οι λυγμοί της ήταν γοεροί.
    «Που έγινε αυτό; Ο Λουκάς έχει φύγει πολύ ώρα τώρα». Είχε αναστατωθεί και κοιτούσε συνεχώς προς την σκάλα για να δει έναν μαινόμενο Λουκά να τους χιμάει. Τελικά, σκέφτηκε, η αγαμία βάρεσε κόκκινο και του έστριψε.
    «Ήταν στον δρόμο. Ένα χιλιόμετρο από εδώ. Τον είδα ξαπλωμένο μέσα στην μέση του δρόμου σαν να ήταν νεκρός. Κατέβηκα να δω και τότε σηκώθηκε απότομα. Βρώμαγε. Του μίλησα αλλά ερχόταν καταπάνω μου. Λες και δεν ήταν ο Λουκάς. Μπήκα πάλι μέσα στο αμάξι και έκανα όπισθεν. Αλλά εκείνος ερχόταν κατά πάνω μου. Τότε φοβήθηκα, έβαλα πρώτη και πάτησα το γκάζι. Έπεσα πάνω του με δύναμη και τον άφησα στον τόπο». Η Χριστίνα την αγκάλιασε.
    «Θα είχε μεθύσει ο αφιλότιμος και θα του έστριψε. Σώπα αγάπη μου μην κλαις. Εγώ είμαι εδώ».
    Εκείνη την στιγμή ακούστηκε το τηλέφωνο από το γραφείο της και την τάραξε. Χτύπησε πάνω από δέκα φορές και ύστερα σταμάτησε. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα άρχισε πάλι.
    «Μισό λεπτό καλή μου. Ίσως να είναι η πεθερά μου».
    «Μην με αφήνεις εδώ μόνη σε παρακαλώ». Έριξε μια ματιά πίσω της στην σκάλα.
    «Έλα πάμε μαζί». Το τηλέφωνο συνέχιζε το επίμονο κουδούνισμα του.
    Η Χριστίνα μπήκε φουριόζα στο γραφείο και το σήκωσε.
    «Παρακαλώ;»
    Μια αντρική φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής ούρλιαζε.
    «Κλείσε αμέσως τις πόρτες κυρ Λάμπρο μου. Και έλα μέσα στο κτίριο».
    «Τι συμβαίνει;», ρώτησε ανάστατη η Σάσα, αλλά η Χριστίνα άνοιξε βιαστικά το μικρόφωνο για να μιλήσει στους εναπομείναντες εργάτες.
    «Όλοι οι εργάτες να μαζευτούν στο κτίριο της διοίκησης. Αφήστε ότι κάνετε και ελάτε αμέσως εδώ. Υπάρχει κίνδυνος». Η φωνή της αντήχησε μακάβρια στην τεράστια σκοτεινή έκταση των χωραφιών.
    «Τι συμβαίνει Χριστίνα μου;» ρώτησε τρομοκρατημένη η Σάσα με γουρλωμένα μάτια.
    «Έφτασε το τέλος του κόσμου, που είχε προβλέψει η γεννήτορας μας, η Λίλιθ», απάντησε η Χριστίνα και έκλεισε το μικρόφωνο.

    20:30

    Η Ντορίτα δεν είχε φανεί, ούτε η Χριστίνα. Η Ασπασία είχε πάει στην εκκλησία και δεν θα γύριζε πριν τις δέκα. Αλλά η ώρα περνούσε και η γριά ανυπομονούσε. Ήταν η τελευταία της μύηση. Ύστερα από αυτή θα αποσυρόταν στο μεγάλο κάστρο όπου κατέληγαν όλες οι απόγονοι της Λίλιθ.
    Η τηλεόραση είχε χάσει το σήμα της από ώρα και η γριά καταριόταν τον τεχνικό που ερχόταν κάθε λίγο και λιγάκι να επιδιορθώσει την κεραία. Ήταν σίγουρη ότι κάτι έκανε κάθε φορά για να ξαναχρειαστούν τις υπηρεσίες του μετά από λίγο καιρό.
    Τα μαύρα κεριά της τελετής είχαν μισολειώσει αλλά από την ώρα που άναβαν δεν έπρεπε να σβήσουν για κανένα λόγο. Τα παράσιτα από την τηλεόραση την είχαν εκνευρίσει αφάνταστα και πήγε να την κλείσει.
    Τότε όμως φάνηκε ένας παρουσιαστής ειδήσεων, που για πρώτη φορά μιλούσε τρομαγμένος.
    «Η μόλυνση εξαπλώνεται. Βρείτε καταφύγιο. Η κυβέρνηση έχει σηκώσει τα χέρια ψηλά και ο στρατός έχει αναλάβει ανεπίσημα να προστατεύσει τους πολίτες. Όπως είπαμε και προηγουμένως όλα ξεκίνησαν πριν από δύο ώρες, δεν ξέρουμε ακόμα πως». Έγινε διακοπή ρεύματος και η οθόνη βυθίστηκε στο σκοτάδι. Ένα παράθυρο στον πάνω όροφο άνοιξε και ένας μουχλιασμένος αέρας εισέβαλλε σταδιακά στο σπίτι.
    «Ήρθες», είπε η γριά Μαρκάταινα στον αέρα. Σε ένα σημείο κοντά στα κεριά, μια μορφή άρχισε να σχηματίζεται, ένας γκρίζος καπνός που έπαιρνε σιγά σιγά σχήμα.
    Η Γριά αναρίγησε και ύστερα γονάτισε σε ένδειξη σεβασμού μπροστά στην μορφή.
    Η μορφή ήταν γυναικεία και τα χαρακτηριστικά της πολύ όμορφα. Τα κατάμαυρα μακριά μαλλιά της κάλυπταν την γύμνια της και τα αβυσσαλέα μάτια της έκρυβαν όλες τις φρίκες του κόσμου.
    Η μορφή της ήταν παράταιρη με τον χώρο, καθώς έμοιαζε με σιλουέτα κομμένη από μια σκηνή ενός έργου βωβού κινηματογράφου.
    Ανέδιδε το γήινο άρωμά της σε όλο τον χώρο, σαπισμένα λουλούδια και φρεσκοποτισμένο χώμα. Μαζί της είχε φέρει και μια ποταμίσια υγρασία που απλωνόταν σε όλο τον χώρο και έκοβε την ανάσα.
    «Η κόρη μου δεν θα έρθει. Πέθανε», ανακοίνωσε στεγνά στην γριά σε μια άγνωστη και σκληρή γλώσσα, που κάποιος τρίτος θα την αντιλαμβανόταν σαν τον θόρυβο μιας κατολίσθησης.
    «Πέ.. πέθανε;». Η γριά δεν τόλμησε να σηκώσει το βλέμμα της. Οι δακρυγόνοι αδένες της είχαν αχρηστευτεί από χρόνια και έτσι δεν έκλαψε.
    «Την έφαγαν. Οι αρμαγεδδώνες του γένους μας. Η προφητεία μου βγήκε αληθινή. Ήρθα να σας πάρω».
    «Η Χριστίνα δεν έχει έρθει ακόμα. Ίσως να πέθανε και εκείνη», τόλμησε να υποθέσει η γριά.
    «Αν πέθαινε θα το ένιωθα. Πρέπει να φύγουμε χωρίς αυτήν». Δεν το είπε σαν διαταγή, ούτε ως παράκληση. Αυτό που έλεγε ήταν πάντα νόμος και κανείς δεν την είχε αμφισβητήσει ποτέ.
    Τα κεριά κόντευαν να λιώσουν, σύντομα θα έσβηναν. Μόλις συνέβαινε αυτό, θα εξαφανιζόντουσαν από τον κόσμο των ανθρώπων και θα πήγαιναν στην αιώνια κατοικία τους, στο υπόγειο κάστρο.

    Ημέρα 0. Εκείνη που έμεινε πίσω

    Η Χριστίνα γνώριζε βαθιά μέσα της πως η Λίλιθ και η πεθερά της την είχαν εγκαταλείψει πάνω στη γη. Πλέον δεν υπήρχαν κανόνες να την δεσμεύουν, μόνο η επιβίωση. Μπορούσε να κάνει ότι ήθελε για να σώσει το τομάρι της. ακόμα και το Απαγορευμένο, να δημιουργήσει τα δικά της βαμπίρ μέσω του αίματός της. Οι δώδεκα εργάτες και καθαριστές που κατάφεραν να ξεφύγουν από τα αιμοδιψή πλάσματα, ήταν συγκεντρωμένοι στο κτίριο του διοικητηρίου και έκλαιγαν. Μόνο έκλαιγαν, ξεσπώντας το αρχικό σοκ. Μόλις δώδεκα άτομα. Άλλοι τριάντα εργάτες δεν είχαν την τύχη με το μέρος τους και κατασπαράχτηκαν άγρια από τις ορδές των τεράτων που βρωμούσαν τυρίλα. Όλοι τα αποκαλούσαν Μπίχλερ, όπως τους είχε πει η Χριστίνα. Τα μυθικά τέρατα που σύμφωνα με την Λίλιθ θα έφερναν το τέλος της ράτσας της.
    Η Χριστίνα με την Σάσα ήταν κλεισμένες στο γραφείο. Είχε πάει απόγευμα και οι Μπίχλερ είχαν αποχωρήσει από τα χωράφια, μαζικά λες και είχαν πάρει από κάπου εντολή. Η Σάσα αναστέναξε από ανακούφιση, αλλά η Χριστίνα ήξερε πως αυτή ήταν μια τακτική και δεν έπρεπε να επαναπαυτούν.
    Το προηγούμενο βράδυ ήταν μερικές δεκάδες. Το πρωί εκατοντάδες. Το μεσημέρι αμέτρητοι. Αλλά το διοικητήριο άντεχε. Είχε κτιστεί προληπτικά με όλα τα απαραίτητα για αυτή την περίπτωση και τελικά η Χριστίνα ένιωθε τόσο τυχερή που είχε συμβεί αυτό.
    Τροφή υπήρχε για αμέτρητα χρόνια, χάρη στο κρυφό εργαστήριο.
    «Και τώρα τι κάνουμε;», ρώτησε η Σάσα που έδειχνε λίγο πιο χαλαρή, λες και είχε ήδη συνηθίσει αυτή την κατάσταση.
    «Τι εννοείς τι κάνουμε; Δεν υπάρχει τίποτα πια εκεί έξω. Θα μείνουμε εδώ για πάντα».
    «Και πως θα επιβιώσουμε; Τι θα τρώμε;»
    «Όσο για αυτό…. Ξέρεις. Πώς να στο πω….»
    Η Χριστίνα σηκώθηκε και άρχισε να κόβει βόλτες κοιτάζοντας εξεταστικά την φίλη της.
    Η Σάσα ένιωσε ένα ρίγος να την διαπερνά, ποτέ δεν την είχε ξανακοιτάξει έτσι η Χριστίνα.
    «Πρέπει να αλλάξεις», είπε τελικά η Χριστίνα που είχε σταθεί μπροστά στο παράθυρο.
    «Μα δεν έχω άλλα ρούχα μαζί μου. Δεν ήξερα ότι θα ερχόταν το τέλος του κοσμου».
    «Δεν με κατάλαβες καλή μου».
    Και τότε ξεγύμνωσε τα σουβλερά δόντια της και της χίμιξε.

    Οι εργάτες

    Είχε νυχτώσει και οι εργάτες είχαν συγκεντρωθεί στην καντίνα για να φάνε. Κανένας δεν έδειχνε να σκέφτεται το αύριο και έτσι είχαν όλοι πέσει με τα μούτρα στα σάντουιτς, τις τυρόπιτες, τις μπύρες και τα αναψυκτικά. Τα λιγοστά εφόδια έτσι και αλλιώς θα τελείωναν σύντομα, οπότε γιατί να μην το ευχαριστηθούν;
    Μόλις απόφαγαν, ο Μανώλης πήγε μέχρι το κασετόφωνο και έβαλε μια από τις κασέτες που είχε γράψει ο καντινιέρης. Το ζειμπέκικο ξεκίνησε και ο Παντελής ο εργάτης σηκώθηκε. Όλοι έκαναν έναν κύκλο γύρω του και άρχισαν να βαράνε παλαμάκια, ενώ ο Παντελής χόρευε μαγκιόρικα στους ρυθμούς της μουσικής.
    Συνήθως ο Αντωνάκης χόρευε μερακλαντάν ζεϊμπέκικα με συχνότητα μία φορά στα δύο επεισόδια, αλλά δεν είχε εμφανιστεί ακόμα.
    Οι εργάτες έδειχναν να ξεχνούν την πραγματικότητα και να το διασκεδάζουν. Το επόμενο τραγούδι που μπήκε ήταν σκυλοτράγουδο και έτσι σηκώθηκαν όλοι και άρχισαν να λικνίζονται σαν τα ψάρια όταν τα βγάζεις από το νερό.
    Και τότε έσβησαν τα φώτα.
    Πέντε λεπτά αργότερα τα φώτα άναψαν ξανά. Η καντίνα που λίγες στιγμές πριν έσφυζε από ζωή, ήταν τώρα ένας τόπος γεμάτος κόκαλα, αίμα και χυμένα εντόσθια.
    Συνεχίζεται…
    -------------------------------------------------------------------
    Παναγιώτης Δεληγιάννης
    Αρχική δημοσίευση
    http://nyctophilia.gr/
     
    http://nyctophilia.gr/penthouse-of-horror-%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%BF-07/
     
    Nyctophilia.gr

    Continue Reading


    Penthouse of Horror – Επεισόδιο 06


    Θα είναι σαν να βλέπεις 90’s τηλεόραση, αλλά στην πραγματικότητα δεν θα την βλέπεις.
    Γέροντας Μεγκαλίσιος
    ———-
    1/4 του αιώνα και 20 ημέρες είναι μεγάλο χρονικό διάστημα. Όλοι ξέχασαν. Και συνέχισαν τις ζωές τους.
    Ποια ήταν όμως η εξέλιξη; Γιατί δεν μας έδειξαν την συνέχεια; Τι συνέβη στην πραγματικότητα; Όσοι αναζητούσαν την αλήθεια, σιγά σιγά χάθηκαν μυστηριωδώς.
    Εκτός από έναν. Αυτός έγινε ένας με αυτούς. Τους ακολούθησε. Και είδε…
    25 χρόνια μετά θα σας αποκαλύψει την πραγματική ιστορία. Αν δεν είστε έτοιμοι, μην τη διαβάσετε. Φρικιαστική, με χοντροκομμένο χιούμορ. Όπως το δικό τους. Η ιστορία είναι 100% πραγματική, γιατί η αλήθεια πρέπει να είναι ωμή. Όπως τρώνε οι Γάλλοι τη μοσχαρίσια μπριζόλα. Ή οι τυροβρωμίκουλες τον ανθρώπινο εγκέφαλο…
    ———-
    Η ιστορία είναι και θα είναι 100% δωρεάν. Ο συγγραφέας, Panagiotis Deligiannis, δηλώνει φαν γνωστών ηρώων του παρελθόντος και αποφάσισε να τους δώσει μια συνέχεια σε έναν άλλο κόσμο. Χωρίς να έχει σκοπό το κέρδος και χωρίς να θέλει να προσβάλλει τους αρχικούς δημιουργούς.
    ——————————————————————————–

    Μπουνταλέισον

    Η Αμαλία ανατρίχιασε. Ο αδερφός της που φυλούσε σκοπιά όλο το βράδυ ήταν άφαντος. Έτρεξε μέχρι το δωμάτιο της κυρά Σοφίας και την βρήκε εκεί, να κοιμάται γαλήνια. Ίσως να ήταν τώρα η ευκαιρία της να την ξεφορτωθεί, αλλά προείχε να βρει τον Χρήστο. Βγήκε στο χολ και πήγε στην κουζίνα, όπου βρήκε τον Χρήστο χωμένο στο ψυγείο να τρώει λες και δεν υπήρχε αύριο.
    «Καλημέρα Χρήστο», του είπε ανακουφισμένη.
    «Δεν σε είδα στο σαλόνι και τρόμαξα. Νόμιζα ότι έπαθες κάτι».
    «Καληνφμέρα Αμαθία μου», της είπε εκείνος μπουκωμένος, εκσφενδονίζοντας κομματάκια κέικ από το στόμα του.
    «Πως πήγε το βράδυ; Συνέβη τίποτα;»
    «Μπα όχι», της είπε και σταμάτησε για να καταπιεί. Είχε αποφασίσει να μην τους πει την αλήθεια, ότι δηλαδή τον πήρε αμέσως ο ύπνος.
    «Πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε. Είδες πως ήταν η Κατερίνα; Μπορεί να μας κόλλησε τίποτα. Πρέπει να πάμε στο φαρμακείο και να πάρουμε φάρμακα για κάθε ενδεχόμενο. Και να κάνουμε και έναν αντιλυσσικό ορό. Από ότι είδα είχε τα συμπτώματα της λύσσας, μεταξύ άλλων».
    «Είσαι καλά Αμαλία μου; Πώς θα πάμε στο φαρμακείο; Δεν είδες τι γίνεται εκεί έξω; Δεν μπορούμε να προστατευτούμε σε ανοιχτό χώρο από μία μαζική επίθεση».
    «Κάτι πρέπει να κάνουμε όμως. Δεν μπορούμε να περιμένουμε εδώ μέσα μέχρι να εξαντληθούν οι προμήθειές μας. Και όπως πας εσύ (έδειξε το κέικ στα χέρια του), σύντομα θα έχουμε πρόβλημα».
    Ο Χρήστος έβαλε ντροπιασμένος το κέικ στο ψυγείο και το έκλεισε.
    «Για πρώτη φορά θα συμφωνήσω με την αδερφή σου Χρήστο», τους ξάφνιασε η κυρά Σοφία που είχε πλησιάσει αθόρυβα από πίσω την Αμαλία.
    «Αχ καλημέρα μητέρα», της ευχήθηκε σαν καλό κουτάβι ο Χρήστος.
    «Κακή ψυχρή και ανάποδη κρεμανταλά. Που κοιμόσουν σαν τον βίσονα όλο το βράδυ και φιλούσα γριά γυναίκα σκοπιά στην θέση σου. Με ξύπνησες με τα ροχαλητά σου, μέσα στον ύπνο μου νόμιζα ότι εξόκειλε φάλαινα».
    Η Αμαλία τον κατακεραύνωσε.
    «Α ώστε έτσι ε; Λοιπόν, μιας και λούφαρες όλο το βράδυ, θα βγεις μόνος σου για να φέρεις φάρμακα και προμήθειες. Και μην ακούσω κιχ».
    Ο Χρήστος παραδόθηκε και σκέφτηκε τον άθλο που έπρεπε να φέρει σε πέρας. Ήταν πολύ επικίνδυνο αυτό που έπρεπε να κάνει και ήταν ένας άντρας άτολμος και παθητικός. Αχ να είχε μαζί του την Κατερίνα που είχε εμπειρία από τέτοιες καταστάσεις. Καθημερινά γυρνούσε σε όλες τις υπηρεσίες του δημοσίου (ΙΚΑ, εφορία, ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ) και αντιμετώπιζε συμπεριφορές υπαλλήλων χειρότερες από των τυρόγαλων. Όταν την έβλεπαν οι δημόσιοι υπάλληλοι την έτρεμαν. Της είχαν βγάλει και το παρατσούκλι Κατερίνα Μπουράνα, καθώς τους προκαλούσε δέος ίδιο με αυτό που προκαλούσε η σύνθεση του Καρλ Ορφ.
    «Εντάξει, έτσι θα γίνει», τους είπε παραδομένος και περνώντας από δίπλα τους, πήγε μέχρι την τουαλέτα κλάνοντας.
    Η Αμαλία είχε στο μυαλό της ένα πράγμα. Όση ώρα θα έλειπε ο Χρήστος θα εξόντωνε την γριά.
    Η γριά είχε μόνο ένα πράγμα στο μυαλό της. Όση ώρα θα έλειπε ο Χρήστος, θα έψαχνε να βρει έναν τυρόγαλο για να του πετάξει την Αμαλία ζωντανή.

    Αλήθειες

    Ο Άλκης προσπαθούσε να ακούσει θορύβους έξω από το μπαρ. Είχαν περάσει δέκα λεπτά από το δυνατό χτύπημα χωρίς να έχει συμβεί κάτι άλλο. Οι υπόλοιποι ήταν ακόμη κοκαλωμένοι στο βάθος του μπαρ, περιμένοντας να δουν τι συμβαίνει. Μόνο ο Φοίβος έδειχνε να είναι στην κοσμάρα του, αφού κοιτούσε σαν λιγούρης τα εκτεθειμένα στήθη της Νόρας, παίρνοντας «δουλειά» για αργότερα.
    Ο Άλκης έφυγε από την πόρτα και τους πλησίασε.
    «Έ… έφυγαν», ρώτησε φοβισμένη η Χαρούλα, σπάζοντας την παγωμάρα.
    «Μάλλον ναι. Έξω επικρατεί απόλυτη ησυχία. Από ότι έχω καταλάβει, έχουν μετατραπεί σε άμυαλα όντα που το μόνο τους μέλημα είναι να τραφούν. Αυτό είναι καλό για εμάς, έχουμε μια ελπίδα να επιζήσουμε χάρη στην εξυπνάδα μας».
    Η Χαρούλα ξεκαρδίστηκε στα γέλια δείχνοντας τον Φοίβο.
    «Μάλλον όχι όλοι. Κάποιοι εδώ μέσα δεν φημίζονται για το νιονιό τους».
    «Ααα με προσβάλεις Χαρούλα», πετάχτηκε ο ηδονοβλεψίας Φοίβος για να αμυνθεί.
    «Τι να προσβάλω ρε λιγούρη; Δεν κοιτάς τα χάλια σου; Δέκα λεπτά τώρα το μόνο που κάνεις είναι να ζαχαρώνεις τα μεμέ της κυρίας Ζαχαροπούλου. Και εσείς κυρία Ζαχαροπούλου… Μαζέψτε επιτέλους τα κάλλη σας, τα θαυμάσαμε, αλλά δεν είναι και για χόρταση».
    Η Νόρα ντράπηκε και επιτέλους ντύθηκε, μπας και σταματήσω και εγώ να κάνω παρωχημένα αστεία με βυζιά και συνεχίσω την ιστορία.
    «Εμένα πρόλαβαν και με γρατζούνισαν, λίγο πριν φτάσω σε εσάς», είπε η Νόρα και αποκάλυψε μια βαθιά γδαρσιά, στην πλάτη της.
    «Πρέπει να πάμε σε φαρμακείο και να κάνεις έναν ισχυρό ορό για αρχή», της είπε ανήσυχος ο Άλκης, που έδειχνε διατεθειμένος να διακινδυνεύσει για εκείνη.
    Η Χαρούλα δεν είπε τίποτα. Θυμόταν την προηγούμενη ημέρα, τότε που τις είχε σπάσει τα νεύρα η Ζαχαροπούλου και έφτυσε μέσα στον καφέ της.
    «Μπορούμε να πάμε στον Χρήστο. Εκείνος θα ξέρει τι να κάνει. Αλλά είναι και κάτι άλλο. Θα τα έχει καταφέρει να επιζήσει σε αυτή την κόλαση;»
    «Το φαρμακείο του Χρήστου είναι εδώ κοντά. Θα το διακινδυνεύσω και θα πάω να δω αν είναι εκεί. Έτσι και αλλιώς, κάποτε πρέπει να βγούμε από εδώ μέσα, θα μας τελειώσουν τα εφόδια. Και ίσως ο Χρήστος να έχει καταλάβει πως ξεκίνησε αυτό και να έχει μια βάσιμη εξήγηση να μας δώσει».
    «Αλήθεια, πως ξεκίνησε όλο αυτό; Τι ακριβώς συμβαίνει;» ρώτησε η Νόρα.
    «Δεν ξέρουμε και εμείς. Στην αρχή υποψιαστήκαμε τις τυρόπιτες του Φοίβου, αλλά έφαγε και η Χαρούλα και δεν δείχνει να έχει συμπτώματα. Οπότε η θεωρία μας καταρρέει».
    «Εκτός αν η Χαρούλα…», το πρόσωπο της κυρα-Θάλειας έλαμψε από την ξαφνική σκέψη, «… είναι η λύση. Μπορεί να έφαγε, αλλά δεν νόσησε. Και αν ο οργανισμός της αντιστάθηκε σε αυτόν τον ιό, αν είναι ιός, σημαίνει πως η Χαρούλα ίσως να είναι η λύση σε αυτό που συμβαίνει. Πρέπει να την πάρεις μαζί σου στον Χρήστο και να κάνει μία εξέταση αίματος. Αν τα λευκά της αιμοσφαίρια είναι αυξημένα, σημαίνει ότι ο οργανισμός της μάχεται τον ιό με επιτυχία. Με το αίμα της ο Χρήστος ίσως μπορέσει να φτιάξει μία θεραπεία. Αυτή την θεραπεία μπορούμε να την δοκιμάσουμε σε έναν τυροβρωμίκουλα και αν πιάσει, τότε θα μπορέσουμε να αναστρέψουμε αυτή την κόλαση. Αν δεν πιάσει, θα αναπτύξω την όλη ιδέα, θα την κατοχυρώσω σε συμβολαιογράφο και θα την στείλω στο Χόλιγουντ για να την κάνουν ταινία».
    Όλοι την κοιτούσαν με ανοιχτό το στόμα, δεν περίμεναν από εκείνη, την φτωχή πλην τίμια μάνα του Ιάσωνα να κατέχει, τέτοιες επιστημονικές γνώσεις.
    «Πού τα ξέρεις όλα αυτά κυρά Θάλεια;», ρώτησε με θαυμασμό ο Φοίβος.
    Η κυρά Θάλεια τους κοίταξε όλους έναν γύρο με υγρά μάτια έτοιμα να ξεχειλίσουν από το λυτρωτικό ζουμί της εξιλέωσης . Ήθελε να τα πει όλα τώρα, ίσως να ήταν και η τελευταία της ευκαιρία για εξομολόγηση. Ο κόσμος είχε αλλάξει και το να επιβιώσεις δεν ήταν ότι και πιο εύκολο σε αυτή την νέα κατάσταση. Κάθισε σε μια καρέκλα και άρχισε να εξιστορεί με τρεμουλιαστή φωνή.
    «Στην Κατοχή με είχαν συλλάβει για δολιοφθορά Γερμανικής περιουσίας και με είχαν στείλει σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Εκεί έκαναν πάνω μου διάφορα ιατρικά πειράματα, αλλά τελικά δεν πρόλαβαν να με εκτελέσουν γιατί ο πόλεμος τελείωσε. Ένας από τους βασανιστές μου με αγάπησε και παντρευτήκαμε. Ήταν ένας από τους μεγαλύτερους πειραματικούς ιατρούς της ναζιστικής Γερμανίας, έτσι εξηγούνται οι γνώσεις μου. Μου μιλούσε κάθε μέρα με πάθος για τον στόχο των Γερμανών, τι ήθελαν να πετύχουν δηλαδή με αυτά τα απάνθρωπα πειράματα. Προσπαθούσαν να φτιάξουν έναν άφθαρτο άνθρωπο, που δεν θα επηρεαζόταν ούτε από τον χρόνο, ούτε από οποιαδήποτε επίθεση. Προσπαθούσαν να δημιουργήσουν μία φυλή θεών, μία απέθαντη γενιά ανθρώπων, που σκοπό της θα είχε την εξάλειψη του φθαρτού ανθρώπινου γένους και τον εποικισμό του πλανήτη από αυτή την τέλεια ράτσα. Τα πειράματά τους είχαν πάει στραβά τα χρόνια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, το μόνο που είχαν καταφέρει να φτιάξουν, ήταν κάτι σιχαμένα ανθρωπόμορφα πλάσματα με περιορισμένο χρόνο ζωής, που το μόνο που ήθελαν να κάνουν ήταν να τραφούν με ανθρώπινη σάρκα. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ο πατέρας του Ιάσωνα…»
    «Και γιατί δεν στέλνετε αυτό το σενάριο στο Χόλυγουντ να τα κονομήσετε; Είναι πιο πιασιάρικο από το άλλο», πετάχτηκε ο Φοίβος σπάζοντας την ένταση των φρικιαστικών αποκαλύψεων.
    «Γιατί είσαι τόσο μα τόσο μπουμπούνας ρε αδερφάκι μου», πετάχτηκε επιθετικά η Χαρούλα, που είχε ανατριχιάσει με τις αποκαλύψεις της κυρά Θάλειας.
    «Α και κάτι τελευταίο. Είναι άσχετο, αλλά πρέπει να το πω, γιατί μπορεί να είναι και οι τελευταίες στιγμές μου πάνω στην γη».
    Ήταν βουρκωμένη και έτρεμε από την υπερένταση. Όλοι κρέμονταν από τα χείλη της, περιμένοντας την συγκλονιστική αποκάλυψη.
    «Ο Ιάσονας…. Ο Ιάσονάς μου, είναι παιδί του σωλήνα. Ο Χάινριχ δεν μπορούσε να κάνει παιδιά, ήταν στείρος. Μετά τον πόλεμο, είχε πει ότι θα τα παρατούσε όλα αυτά. Προσπαθήσαμε να κάνουμε παιδί και δεν τα καταφέρναμε. Έτσι αποφάσισε για μια τελευταία φορά να επιστρατεύσει τις γνώσεις του και να αρχίσει πάλι τα πειράματα, για καλό σκοπό αυτή την φορά. Και έτσι γεννήθηκε ο Ιάσονας, ο Ιάσονάς μου, το μοναχοπαίδι μου, που από χθες δεν είναι πια μαζί μας», ξέσπασε σε κλάματα.
    Όλοι μαζί την αγκάλιασαν για να την παρηγορήσουν.
    Ο Φοίβος ήθελε να ρωτήσει και για την αδερφή του Ιάσονα (αυτή που εμφανίστηκε στα πρώτα επεισόδια που είχε και παιδί, αλλά μετά την έφαγε η μαρμάγκα), αλλά δεν είπε τίποτα φοβούμενος το ξέσπασμα της Χαρούλας.

    My name is Chris, Chris Mpakouras

    Ο Χρήστος εξοπλίστηκε με ένα μεγάλο μαχαίρι και μια παλιά προπολεμική καραμπίνα γεμάτη σκάγια, δώρο του παππού του από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Αποχαιρέτησε την πεθερά του και την αδερφή του και έσπρωξε με κόπο το έπιπλο που είχαν τοποθετήσει για προστασία μπροστά στην πόρτα. Βγήκε στον διάδρομο, όπου σε φυσιολογικές συνθήκες θα έβρισκε την κουτσομπόλα γειτόνισσα, έτοιμη να τον ανακρίνει για τα τεκταινόμενα της οικείας του. Αντ’ αυτού, τον υποδέχτηκε μία παγερή ηρεμία, τόσο τρομακτική που τον έκανε να λιποψυχήσει. Αν έπεφτε χαρτοπετσέτα στον διάδρομο του υπογείου, ήταν σίγουρος ότι θα την άκουγε. Ξεκίνησε να περπατάει αργά αργά, με το κάθε βήμα του να διαταράσσει το κάθε μόριο ύλης που υπήρχε στο κτίριο. Ένιωθε ταυτόχρονα τεράστιος και μικρός. Από την μία ήταν το παλιόπαιδο που δεν είχε άλλη δουλειά από το να σκαλίζει την μυρμηγκοφωλιά και να την καταστρέφει και από την άλλη ένιωθε το ίδιο το μυρμήγκι, παραδομένο στις ορέξεις του παλιόπαιδου, που αν είχε κέφι θα του χάριζε την ζωή. Όσο περπατούσε, όλες οι αισθήσεις του ήταν οξυμένες, για να αντιμετωπίσει ξαφνική επίθεση από τυρόγαλο. Έφτασε στην είσοδο της πολυκατοικίας και πλησίασε δειλά την κατεστραμμένη πόρτα. Έξω επικρατούσε το απόλυτο χάος, μία κατάσταση που θύμιζε την κόλαση στα μετααποκαλυπτικα έργα. Καρβουνιασμένα ανθρώπινα κουφάρια, να καπνίζουν ακόμα, άτακτες σειρές από τρακαρισμένα αυτοκίνητα, ανθρώπινα όργανα σκορπισμένα παντού. Βγήκε έξω και πήγε στο σημείο που είχαν πετάξει το προηγούμενο βράδυ τα άψυχα κορμιά των δικών τους ανθρώπων. Το μόνο που είχε μείνει ήταν το σαπισμένο αίμα στο πεζοδρόμιο και τα σκισμένα ρούχα. Συμπέρανε πως όλα τα άλλα είχαν φαγωθεί, μια σκέψη που τον τάραξε ακόμα πιο πολύ.
    Προχωρούσε αρκετά διστακτικά, αλλά δεν υπήρχε ούτε ίχνος κίνησης πουθενά. Το τοπίο θύμιζε τις ζοφερές εικόνες από την κόλαση του Δάντη, τόσο μακάβριο και τόσο αληθινό. Άρχισε να περπατά πιο θαρρετά και να επιταχύνει το βήμα του, πράγμα που τον εξέπληξε. Τελικά, όπως είχε μάθει και στο Πανεπιστήμιο, ο ανθρώπινος νους έχει όλα τα εφόδια και τις άμυνες για να αντιμετωπίζει καταστάσεις και να προσαρμόζεται σε όλες τις συνθήκες. Αλλιώς δεν θα είχε επιβιώσει και δεν θα είχε υπερισχύσει έναντι των άλλων ζωντανών οργανισμών πάνω στον πλανήτη. Έφτασε στο φαρμακείο και έβγαλε τα κλειδιά από την τσέπη του. Ανέβασε τα ρολά και ξεκλείδωσε και αφού μπήκε μέσα, κατέβασε πάλι τα ρολά και διπλοκλείδωσε για κάθε ενδεχόμενο.

    Η ύαινα και η έχιδνα

    Η κυρά Σοφία ετοίμασε το πρωινό της και κάθισε στο τραπέζι του σαλονιού για να γευματίσει. Έπρεπε να προετοιμάσει ένα καλό σχέδιο για να ξεφορτωθεί την συμπεθέρα της, ένα σχέδιο που θα την έκανε να μοιάζει αθώα στα μάτια του γαμπρού της. Η Αμαλία έπρεπε να υποφέρει στα χέρια ενός τυρόγαλου και εκείνη να στέκεται από μια μεριά, να την δείχνει και να γελάει τρώγοντας ποπ κορν. Καθώς μασούσε τις βουτυρωμένες φρυγανιές της, έβγαζε αναγουλιαστικούς ήχους εξαιτίας της ψεύτικης οδοντοστοιχίας της. Δεν προσπαθούσε να τους περιορίσει, το έκανε εσκεμμένα για να εκνευρίσει την Αμαλία που καθόταν στον καναπέ και προσπαθούσε να πιάσει κάποιον σταθμό τηλεόρασης, χωρίς επιτυχία.
    «Θα ηρεμήσεις επιτέλους κυρά Σοφία;», της είπε σε έξαλλη κατάσταση με τα νεύρα τεντωμένα, αφού ανησυχούσε και για τον αδερφό της που είχε βγει μόνος του έξω. Το είχε μετανιώσει τελικά που δεν είχε πάει μαζί του, φοβόταν περισσότερο την γριά παρά τους τυρόγαλους. Είχε κάτι το ανατριχιαστικό πάνω της, κάτι που την έκανε να μοιάζει δαιμονική. Δεν ήξερε πως θα την εξόντωνε, άμα της δινόταν η ευκαιρία.
    Η γριά χαμογελούσε με τον ψυχολογικό πόλεμο που της έκανε, προσπαθούσε να την σπάσει για να καταφέρει να την οδηγήσει σε μοιραία λάθη.
    «Αχ παιδί μου. Τώρα που έφυγε η Κατερίνα μου και η Ειρήνη μου (τόνισε τα ονόματα), μόνο εσένα και τον Χρήστο έχω. Εσείς είστε η οικογένειά μου», της είπε με μία έκδηλη ειρωνεία, που έκανε την Αμαλία να εκνευριστεί ακόμη περισσότερο.
    Η Αμαλία σηκώθηκε και πήγε στο δωμάτιό της, έτοιμη να εκραγεί. Έκλεισε την πόρτα πίσω της και άρχισε να κλοτσάει τα έπιπλα και να βαράει μπουνιές στους τοίχους.
    «Δεν θα με κερδίσεις εσύ κωλόγρια», είπε αρκετά δυνατά και κάθισε στο κρεβάτι για να σκεφτεί.
    Η κυρά Σοφία είχε κερδίσει τον πρώτο γύρο, αυτό ήταν το μόνο βέβαιο. Πανηγύριζε μέσα της, μέχρι που της τράβηξε την προσοχή η εμφάνιση μιας εικόνας στην τηλεόραση. Ήταν ένας δημοσιογράφος, φανερά σε κακό χάλι από την κατάσταση των τελευταίων ωρών.
    «Επιτέλους καταφέραμε να επαναφέρουμε την σύνδεση. Ίσως να μην έχουμε πολύ χρόνο, οπότε πρέπει να σας εξηγήσουμε την κατάσταση με λίγα λόγια.
    » Χθες το απόγευμα εμφανίστηκαν κάποια άτομα, που τα περάσαμε στην αρχή για ψυχιατρικά περιστατικά. Άρχισαν να επιτίθενται σε ανθρώπους και να τους δαγκώνουν. Δυστυχώς μεταφέρουν έναν άγνωστο ιό στην ιατρική επιστήμη, ο οποίος μετατρέπει όποιον μολυνθεί σε μανιακό. Ο ιός μεταφέρεται άμεσα και γρήγορα και μετατρέπει τον ξενιστή του σε αιμοδιψή. Ο ιός φαίνεται ότι ξεκίνησε από το κέντρο της Αθήνας, αλλά πλέον έχει προσβάλλει ολόκληρη την Ελλάδα και σιγά σιγά μεταφέρεται στην Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική. Το Αμερικανικό πεντάγωνο συγκάλεσε έκτακτο συμβούλιο και έλαβε δραστικά μέτρα για να αποφύγει την εξάπλωση. Παίρνουμε συγκεχυμένες πληροφορίες που μιλούν για βομβαρδισμούς παγκοσμίως, για να εξαλειφθούν τα μολυσμένα άτομα. Ελπίζουμε να μην διακοπεί ξανά η σύνδεση και να μπορούμε να σας ενημερώνουμε για όλες τις εξελίξεις. Και τώρα πάμε στα αθλητικά. Ο Ολυμπιακός απέκτησε δανεικό από την Λίβερπουλ με οψιόν αγοράς…..»
    Η κυρά Σοφία έκλεισε ταραγμένη την τηλεόραση, αφού κατάλαβε ότι ερχόταν το τέλος με οποιονδήποτε τρόπο. Ένας αποτρόπαιος θάνατος από τους τυρόγαλους ή ένας βίαιος από τους συνανθρώπους. Όπως και να είχε, αυτό καταδείκνυε την ματαιότητα της ζωής, την ματαιότητα της ύπαρξης πάνω σε αυτόν τον πλανήτη, την ματαιότητα των ανθρώπων που συνεχώς ζητούν όλο και πιο πολλά. Δύο απορίες είχε μόνο στο μυαλό της. Με ποιον τρόπο θα ξεπάστρευε την Αμαλία και ποιον παίκτη πήρε η Θρυλάρα από την Λίβερπουλ.

    Η αποστολή

    Όταν απόκλαψε η κυρα-Θάλεια, αποφάσισαν να οργανώσουν την αποστολή για το φαρμακείο του Χρήστου. Ο Άλκης ήταν σίγουρα ο ένας από αυτούς που θα πήγαιναν. Ήθελε τουλάχιστον άλλον ένα μαζί του για να φυλάει τα νώτα του. Αν πάθαινε κάτι, ο άλλος έπρεπε να φέρει εις πέρας την αποστολή.
    «Θα προτιμούσα να έρθει η κυρά Θάλεια μαζί μου, για να εξηγήσει στον Χρήστο αυτά που μας είπε. Στην περίπτωση που Χρήστος ξέρει τι να κάνει, θα μας είναι απαραίτητη και η Χαρούλα. Οπότε τι λέτε; Συμφωνείτε να μείνετε εσείς εδώ και να πάμε οι τρεις μας;»
    Ο Φοίβος, στην προοπτική ότι θα έμενε μόνος του με την Νόρα (δεν μπορούσε να ξεχάσει τα στήθη της) ερεθίστηκε.
    «Εγώ είμαι διατεθειμένος να μείνω εδώ με την κυρία Ζαχαροπούλου και να φυλάξουμε τον χώρο. Εσείς να κάνετε αυτό που πρέπει για το καλό της ανθρωπότητας», είπε υπερβάλλοντας.
    «Άσε ψηλέ…. Μας έπεισες για τους σκοπούς σου. Είσαι πολύ λιγούρης τελικά αδερφάκι μου», του είπε κουτσαβάκικα η Χαρούλα.
    «Χαρούλα σε παρακαλώ πολύ. Με προσβάλλεις κατάφορα..», την κατακεραύνωσε η Νόρα, που και αυτή είχε αναζωπυρώσει με την προοπτική ότι θα έμενε μόνη της με έναν άντρα (έστω και τον Φοίβο) και θα έσβηνε επιτέλους την κάψα της.
    Η Χαρούλα δεν της απάντησε, μόνο χαμογέλασε ειρωνικά.
    «Οπότε συμφωνούμε όλοι. Ωραία. Φοίβο και Νόρα, αν δεν έχουμε γυρίσει μέχρι το μεσημέρι θα σημαίνει ότι κάτι έχει συμβεί. Οπότε ετοιμάστε και εσείς ένα σχέδιο για αυτή την περίπτωση. Ελπίζω όμως πως με αυτά που μας είπε η κυρά Θάλεια, θα βρεθεί η λύση. Ο Χρήστος είναι μεγάλος επιστήμονας, του εμπιστεύομαι και την ίδια μου την ζωή. Πιστεύω τελικά πως θα καταφέρουμε να σώσουμε την ανθρωπότητα. Και τώρα πρέπει να βιαστούμε. Όσο περισσότερο συζητάμε, τόσο πιο δύσκολη γίνεται η κατάσταση εκεί έξω. Πάρτε ότι θεωρείτε απαραίτητο μαζί σας και σε πέντε λεπτά φεύγουμε».
    Ο Άλκης τέλειωσε με το λογύδριό του και πλησίασε την Νόρα. Την άρπαξε και την φίλησε με πάθος, αφήνοντάς τους όλους με ανοιχτό το στόμα.
    «Όταν γίνουν όλα όπως παλιά, έχουμε να πούμε πολλά μωρό μου…»
    Την άφησε αναστατωμένη και άρχισε να ψάχνει στα συρτάρια του μπαρ για μαχαίρια και ότι άλλο μπορούσε να τους φανεί χρήσιμο σαν όπλο.
    Η Χαρούλα και η κυρά Θάλεια ακολούθησαν το παράδειγμά του και άρχισαν να ψάχνουν και εκείνες. Μέσα σε πέντε λεπτά είχαν ετοιμαστεί και πήγαν στην πόρτα. Ο Φοίβος θα την άνοιγε προσεκτικά και θα έβγαιναν γρήγορα έξω.
    «Εις το επανιδείν, λοιπόν, συντρόφια», είπε ο Τσε Γκεβάρας Φοίβος, χωρίς να του πηγαίνει και ιδιαίτερα.
    «Αντίο χοντρέ», τον χαιρέτισε η Χαρούλα και τον πλησίασε. Τον άρπαξε από τις μαγούλες και του έδωσε ένα ρουφηχτό φιλί στο στόμα.
    «Να ξέρεις ότι σ’ αγαπάω και ότι νιώθω για εσένα πολλά. Και επειδή ίσως να είναι και η τελευταία φορά που σε βλέπω, έπρεπε να στα πω για να μην σε βασανίζω. Αντίο λοιπόν..», του είπε, άνοιξε την πόρτα και χάθηκε έξω στον δρόμο.
    Οι άλλοι την ακολούθησαν και ύστερα από δευτερόλεπτα χάθηκαν στα στενά. Ο Φοίβος έμεινε να κοιτάζει το υπερπέραν, δεν έδειχνε να αντιλαμβάνεται ότι η πόρτα ήταν ανοιχτή, αφήνοντάς τους εκτεθειμένους.
    «Φοίβο…. Εεε Φοίβο», τον σκούντηξε η Νόρα. «Ξύπνα επιτέλους και κλείσε την πόρτα. Θα μας επιτεθούν και θα μας σκοτώσουν, αυτό θες;»
    Ο Φοίβος ξύπνησε από τις ονειροπολήσεις του και έκλεισε την πόρτα.
    «Τουλάχιστον θα πεθάνω ευτυχισμένος. Την άκουσες κυρά Νόρα. Μ’ αγαπάει.. Μ’ αγαπάει…»
    Η κυρά Νόρα έδειχνε έτοιμη να εκμεταλλευτεί την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο Φοίβος.
    Συνεχίζεται…
    -------------------------------------------------------------------
    Παναγιώτης Δεληγιάννης
    Αρχική δημοσίευση
    http://nyctophilia.gr/


    http://nyctophilia.gr/penthouse-of-horror-%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%BF-06/

    Nyctophilia.gr
    Continue Reading
    Δώρο δύο αντίτυπα του βιβλίου Ο Στόχος Ημερολόγιο

    https://www.facebook.com/vivlia4U/posts/1792496927723350?pnref=story
    Continue Reading
      Δώρο ένα αντίτυπο του βιβλίου Ο Στόχος Ημερολόγιο

    https://www.facebook.com/237397499661572/photos/a.237425276325461.57687.237397499661572/1696109553790352/?type=3&fref=mentions


    Continue Reading
    Δώρο ένα αντίτυπο του βιβλίου Ο Στόχος Ημερολόγιο

     https://www.facebook.com/booktalesgr/posts/244984526044390
    Continue Reading
    Δώρο ένα αντίτυπο του βιβλίου Ο Στόχος Ημερολόγιο

    https://www.facebook.com/groups/188760475001055/permalink/239759093234526/?comment_id=240676123142823&notif_id=1520951885886133&notif_t=group_comment_follow&ref=notif

    https://www.youtube.com/watch?v=wnyJhGFYPDg&feature=youtu.be

    Continue Reading
    Penthouse of Horror - επεισόδιο 05

    Θα είναι σαν να βλέπεις 90’s τηλεόραση, αλλά στην πραγματικότητα δεν θα την βλέπεις.
    Γέροντας Μεγκαλίσιος

    1/4 του αιώνα και 20 ημέρες είναι μεγάλο χρονικό διάστημα. Όλοι ξέχασαν. Και συνέχισαν τις ζωές τους.Ποια ήταν όμως η εξέλιξη; Γιατί δεν μας έδειξαν την συνέχεια; Τι συνέβη στην πραγματικότητα; Όσοι αναζητούσαν την αλήθεια, σιγά σιγά χάθηκαν μυστηριωδώς. Εκτός από έναν. Αυτός έγινε ένας με αυτούς. Τους ακολούθησε. Και είδε…
    25 χρόνια μετά θα σας αποκαλύψει την πραγματική ιστορία. Αν δεν είστε έτοιμοι, μην τη διαβάσετε. Φρικιαστική, με χοντροκομμένο χιούμορ. Όπως το δικό τους. Η ιστορία είναι 100% πραγματική, γιατί η αλήθεια πρέπει να είναι ωμή. Όπως τρώνε οι Γάλλοι τη μοσχαρίσια μπριζόλα. Ή οι τυροβρωμίκουλες τον ανθρώπινο εγκέφαλο…
    Η ιστορία είναι και θα είναι 100% δωρεάν. Ο συγγραφέας, Panagiotis Deligiannis, δηλώνει φαν γνωστών ηρώων του παρελθόντος και αποφάσισε να τους δώσει μια συνέχεια σε έναν άλλο κόσμο. Χωρίς να έχει σκοπό το κέρδος και χωρίς να θέλει να προσβάλλει τους αρχικούς δημιουργούς.
    ——————————————————————————–

    Ο Λουργκ

    Ο Άλκης δεν μπόρεσε να κοιμηθεί όλο το βράδυ. Έκλαιγε σιωπηρά για όλα αυτά που είχαν χαθεί. Το αφεντικό του, που τον είχε του κλώτσου και του μπάτσου. Την γλυκιά Ελένη, που έπρεπε που και που να ξυρίζει και καμιά μασχάλη, ήταν πλέον στον προθάλαμο των 90’s. Την καθημερινότητα, που όσο την είχε δεν την εκτιμούσε και πολύ, αφού ονειροπολούσε για κάτι διαφορετικό, ήθελε να γίνει επαγγελματίας τραγουδιστής. Όταν πλέον στέρεψε από δάκρυα, σηκώθηκε αποφασιστικά και πήγε στο μπαρ. Άνοιξε μια μπουκάλα ουίσκι και άρχισε να πίνει. Όλοι κοιμόντουσαν σαν τα γομάρια, δεν μπορούσε να τους καταλάβει. Τόσο αναίσθητοι ήταν πια; Πέρασε στο μικρό βοηθητικό δωμάτιο, πίσω από το μπαρ και πλησίασε προσεκτικά στο μικρό παράθυρο που έβλεπε στο σοκάκι ανάμεσα στις πολυκατοικίες. Όλα έδειχναν φυσιολογικά εκ πρώτης όψεως. Σαν να μην είχε συμβεί τίποτα από όλα αυτά, σαν να ήταν όλα ένα μεγάλο ψέμα. Μία κίνηση στην γωνία που έκανε το σοκάκι με τον δρόμο, τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Ήταν μια γυναίκα που έτρεχε πανικόβλητη στο αδιέξοδο του σοκακιού, μία γυναίκα που την ήξερε και την θαύμαζε. Ήταν η κυρία Νόρα (η Ζαχαροπούλου καλέ). Άνοιξε αμέσως το παράθυρο και έβγαλε το χέρι του για να τον δει. Εκείνη τον αντιλήφθηκε και βιάστηκε να πάει κοντά του. Τα μαλλιά της ήταν ανάκατα και τα ρούχα της ξεσκισμένα. Ήταν χλωμή από τον φόβο και συνάμα αναψοκοκκινισμένη από το τρέξιμο.
    «Άλκη, καλέ μου Άλκη», του είπε κοιτάζοντάς τον σαν θεό.
    «Έλα Νόρα. Θα σε τραβήξω να μπεις μέσα», της απευθύνθηκε πρώτη φορά στον ενικό, ψύχραιμα και δυναμικά.
    Τότε εμφανίστηκαν στην γωνία, οι τυροβρωμίκουλες που την είχαν πάρει στο κατόπι. Εκείνη ούρλιαξε και άπλωσε το χέρι της στον Άλκη, αλλά δεν τον έφτανε. Ο Άλκης έσκυψε όσο μπορούσε, τεντώθηκε αλλά μάταια. Μπήκε γρήγορα στο δωματιάκι και κοίταξε τριγύρω για οτιδήποτε μπορούσε να χρησιμοποιήσει. Άνοιξε ένα ντουλάπι και βρήκε ένα μακρύ πλαστικό αντικείμενο. Ήταν αρκετά παχύ και θα άντεχε το βάρος της Νόρας. Το έπιασε και το αντικείμενο άρχισε να συσπάται δεξιά αριστερά.
    Η υφή του ήταν γλοιώδης και μύριζε σαν ξινισμένο φρούτο. Ξαναπήγε στο παράθυρο και είδε την Νόρα να προσπαθεί να σκαρφαλώσει, γδέρνοντας τον τοίχο με τα ματωμένα νύχια της, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Οι τυροβρωμίκουλες πλησίαζαν όλο και πιο γρήγορα και αθόρυβα. Μόνο αυτός που βρισκόταν πιο μπροστά γρύλιζε, σαν σκυλί που αλυχτά.
    «Πιάσε αυτό, Νόρα, και κρατήσου καλά. Ύστερα θα σε τραβήξω, πρόσεχε όμως μην γλιστρήσεις, έχουμε μόνο μία ευκαιρία».
    Η Νόρα έγνεψε πανικόβλητη και κοίταξε στα μάτια τον σωτήρα της. Έπιασε το πλαστικό αντικείμενο και με τα δύο χέρια. Γλιστρούσε, αλλά έπρεπε να τα καταφέρει. Έκανε νόημα στον Άλκη και εκείνος τράβηξε με όλη του την δύναμη και την ανέβασε. Η Νόρα γαντζώθηκε αρχικά από το παράθυρο και ύστερα από τον Άλκη. Το γόνατό της σκίστηκε στην κάσα του παραθύρου και το αίμα χύθηκε στο πεζοδρόμιο. Οι τυροβρωμίκουλες έφτασαν κάτω από το παράθυρο και έπεσαν μανιασμένα στο πεζοδρόμιο για να γλύψουν το αίμα, εκτός από τον αρχηγό τους τον Λουργκ, ο οποίος παρατηρούσε σιωπηλός την Νόρα και τον Άλκη να τον κοιτούν με τρόμο. Στο μυαλό του ήδη προετοίμαζε το σχέδιό του.

    (Πριν το συμβάν)

    Ο Λάκης δεν ήταν ένας απλός οδηγός ταξί, ήταν ένας μέντορας. Αν τύχαινε να σε πάρει κούρσα, θα αναθεωρούσες όλα όσα ήξερες για όλα όσα σε απασχολούσαν.
    Εκείνο το πρωί είχε ξεκινήσει όπως πάντα στις 7 από το σπίτι του στην Δραπετσώνα. Οδηγούσε μέχρι την πιάτσα στον Πειραιά και έριχνε τα πρωινά του καντήλια ακούγοντας τις πολιτικές εξελίξεις στο ραδιόφωνο. Φορούσε το ίδιο καρό πουκάμισο με τις προηγούμενες ημέρες, με ανοιχτά τα κουμπιά μέχρι τον αφαλό και την χρυσή καδένα να ξεπροβάλει μέσα από το τριχωτό δάσος του στέρνου του. Το φρεσκοχτενισμένο του μουστακάκι και το μπριγιαντισμένο του μαλλί, τον έκαναν να μοιάζει με ρεμπέτη παλιάς κοπής. Την όμορφη αυτή εικόνα, συμπλήρωναν τα επίχρυσα δαχτυλίδια που φορούσε σχεδόν σε κάθε δάχτυλο και τα επίτηδες αφημένα νύχια στα μικρά δαχτυλάκια κάθε χεριού ή στις μπατονέτες όπως τα έλεγε ο ίδιος χαριτολογώντας.
    Λίγο πριν φτάσει στην πιάτσα των Ταξί, είδε έναν ψηλό ατσούμπαλο και ατημέλητο άντρα να του κάνει νόημα για να σταματήσει. Αισθάνθηκε πολύ καλά που βρήκε τόσο γρήγορα πελάτη, σταμάτησε δίπλα του και άνοιξε το παράθυρο.
    «Που πάει ο αψηλός;», ρώτησε με μαγκιά, όπως του έπρεπε δηλαδή.
    «Καλημέρα αρχηγέ. Συγγρού», του απάντησε ο Φοίβος.
    «Και δεν σου φαινότανε μάγκα μου».
    Ο Φοίβος πήρε ανάποδες, γιατί ξαφνικά φάνηκε πως κινδύνευε ο αντρισμός του.
    «Πάρτο πίσω τώρα λιγδιάρη», του απάντησε επιθετικά και ξεκίνησε να κάνει τον κύκλο του ταξί για να του επιτεθεί.
    «Όχι, όχι φίλε μου. Παρεξήγηση. Δεν εννοούσα αυτό που κατάλαβες», μαζεύτηκε ο ταρίφας.
    Ο Φοίβος του την χάρισε (πολύ λαρτζ) και ηρέμησε. Θα με πας τελικά στην Συγγρού; Έχω αργήσει».
    «Μπες μέσα αγόρι …. Πως σε είπαμε;»
    «Φοίβο».
    «Μπες μέσα και ξεκινάμε»
    Ο Φοίβος έκατσε στην θέση του συνοδηγού και του είπε την διεύθυνση.
    «Γιατί τέτοια κωλοπιλάλα; Νωρίς είναι ακόμα».
    «Έχω να κλείσω μια μεγάλη δουλειά σήμερα».
    «Φίλε μου εγώ τόσα χρόνια στην πιάτσα έχω βγάλει ένα απόσταγμα (απόφθεγμα εννοούσε, αλλά ποιοι είμαστε στην τελική εμείς που θα τον κρίνουμε). Σπεύδε βραδέως. Οι δουλειές πάνε και έρχονται. Η ζωή όμως έρχεται και φεύγει τόσο γρήγορα, που όταν το αναλογιστούμε χάνουμε και άλλο πολύτιμο χρόνο. Λάκης»
    Ο Φοίβος εντυπωσιάστηκε από την ρητορική του, τόσο λοβοτομημένος ήταν. Έμεινε να τον κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα, το οποίο δεν ξέφυγε από την αντίληψη του Λάκη.
    «Ναι, όμως κάπως πρέπει να ζήσουμε και εμείς οι φτωχοί βιοπαλαιστές. Και αν αφήνουμε έτσι την δουλειά, τότε πως θα το καταφέρουμε αυτό;»
    «Η ταν ή επί ταν», είπε αινιγματικά ο Λάκης, χωρίς να έχει ιδέα και ο ίδιος τι εννοούσε.
    Ο Φοίβος είχε εντυπωσιαστεί το δίχως άλλο. Τον κοιτούσε από πάνω μέχρι κάτω και έβλεπε στο πρόσωπό του έναν διδάσκαλο, έναν μέντορα, έναν καθοδηγητή. Αμέσως τον έπιασε το φιλότιμο.
    «Το μεσημέρι περιμένω μια παραγγελία τυρόπιτες, που καλύτερες δεν έχεις ξαναφάει. Πέρνα από εκεί που θα με αφήσεις σε λίγες ώρες να σε κεράσω και να πούμε και καμιά κουβέντα».
    «Έγινε μάγκα μου. Σε έκοψα εγώ από την αρχή ότι είσαι ντόμπρος και ξηγημένος».
    Αρκετή ώρα αργότερα (τον πήγε στην Συγγρού μέσω Τρικάλων για να του φάει περισσότερα χρήματα) και αφού μίλησαν επιστημονικά για πολλά πράγματα που κανένας από του δύο δεν είχε ιδέα, έφτασαν έξω από τα γραφεία της Κόσμος (της ξέρετε ποιας τέλος πάντων). Ο Φοίβος πλήρωσε (όπως πάντα με τρεμάμενο χέρι) και τον χαιρέτησε.
    Οι επόμενες ώρες ξέρετε πώς κύλησαν.
    Ο Λάκης εμφανίστηκε ξανά έξω από τα γραφεία κατά το μεσημεράκι. Τον είχε κόψει η πείνα και πέρασε από εκεί για να τσιμπήσει τις τυροπιτούλες που του είχε υποσχεθεί ο Φοίβος. Ο Φοίβος είχε ξεχάσει το τάξιμο και τώρα προσπαθούσε να καταστρώσει το σχέδιο για να τα ‘κονομήσει βαρβάτα. Είχε περάσει από το μυαλό του να πει στο γραφείο ότι θα αύξανε τις τιμές, επειδή το τυρί ήταν παρασκευασμένο από γάλα γιακ και ότι τους πρόσφερε εκπληκτική ποιότητα σε πολύ καλές τιμές. Και ενόσω σχεδίαζε την καμπάνια του, είδε τον Λάκη και έριξε από μέσα του κατάρες. Είχε ήδη δώσει χρήματα στον Μένιο (τον τυροπιτέμπορο) και τώρα έπρεπε να δώσει και δωρεάν προϊόντα, εξαιτίας της πρωινής του αδυναμίας χαρακτήρα.
    «Γεια σου Φοίβο. Ήρθα να σε δω φίλε μου», είπε ο Λάκης με το στομάχι του να κόβει πριονιές.
    «Α γεια σου Λάκη. Σε περίμενα φίλε μου», απάντησε ψέματα ο Φοίβος, με τους οικονομικούς λογαριασμούς στο μυαλό του να δουλεύουν πιο γρήγορα ακόμη και από την οθόνη του Μάτριξ».
    Ο Λάκης στρογγυλοκάθισε σε μια άδεια καρέκλα στο μπαρ και περίμενε το κέρασμά του. Ο χώρος μοσχομύριζε από το φρεσκοψημένο φύλλο ζύμης.
    «Θέλω τρεις τυρόπιτες και ένα διπλό ουίσκι ον δι ροκς (το ότι οδηγούσε ήταν μία ασήμαντη λεπτομερειούλα)», του είπε και έβγαλε το πορτοφόλι από την κωλότσεπη για να το ακουμπήσει στον πάγκο, κάνοντας τον Φοίβο να αναθαρρήσει.
    «Αμέσως αμέσως», βιάστηκε εκείνος που νόμιζε πως θα πάρει τελικά λεφτά από τον ταρίφα.
    «Α και που είσαι; Κάνε τα μου πακέτο, θα τα πάρω στον δρόμο. Και το ουίσκι να γίνει τετραπλό (το παράκανα)».
    «Μάλιστα (αφέντη)», είπε σχεδόν δουλικά ο Φοίβος και ξεφούρνισε αμέσως τρεις τυρόπιτες, οι οποίες δεν είχαν ψηθεί καλά.
    Τις έβαλε σε μία χαρτοσακούλα και ύστερα πήγε στα ποτά. Άνοιξε ένα νοθευμένο μπουκάλι ουίσκι και έβαλε τετραπλή ποσότητα σε ένα χάρτινο ποτήρι. Τα πήγε στον Λάκη και του τα έδωσε.
    «Σε ευχαριστώ πολύ φίλε μου. Θα περάσω και άλλη μέρα να τα πούμε». Σηκώθηκε από την καρέκλα, έβαλε το πορτοφόλι στην τσέπη, πήρε τις τυρόπιτες και το ουίσκι και έφυγε.
    Ο Φοίβος είχε μείνει κόκκαλο, δεν μπορούσε να το πιστέψει. Βλέποντας το πορτοφόλι του Λάκη, νόμιζε πως τον έπιασε το φιλότιμο και θα τον πλήρωνε, αλλά δεν συνέβη αυτό. Ο Λάκης τον δίδασκε άλλο ένα μάθημα ζωής, ένα μάθημα σκληρό και συνάμα απογοητευτικό. Οι άνθρωποι υπολόγιζαν μόνο το χρήμα, δεν ήταν σαν και εκείνον, τον φτωχό πλην τίμιο βιοπαλαιστή που σέρβιρε ότι σαπίλα έβρισκε σε χαμηλότερη τιμή με σκοπό το κέρδος.
    Ετοίμασε με βαριά καρδιά τις παραγγελίες για το γραφείο και πήρε μια βαθιά ανάσα. Το πάθημα γίνεται μάθημα. Δεν γνώριζε όμως ότι η ώρα της εκδίκησης του Λάκη πλησίαζε με γοργούς ρυθμούς……
    Ο Λάκης έφαγε αμάσητες τις τυρόπιτες στην πιάτσα που περίμενε. Όπως σιγόπινε το τετραπλό του ουίσκι, έβγαζε με το δαχτυλάκι μπατονέτα τα σκουλήκια από την μύτη του και τα έκανε μπαλάκια. Πριν τα πετάξει τα κοίταζε και όσα του άρεσαν τα έβαζε στο στόμα του για να τα δοκιμάσει. Αυτή η ασχολία είχε τις ρίζες της στο παρελθόν του, σε ένα παρελθόν δύσκολο και σκληρό. Εκτός από την μύτη του, άρχισε να σκάβει και τις αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια. Στο σχολείο όλα τα παιδιά τον κορόιδευαν για αυτή του την συνήθεια, αλλά δεν μπορούσε να την κόψει. Ο πρώτος του έρωτας στο σχολείο, ποτέ δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά του, λόγω αυτής της βρωμερής συνήθειας.
    Όσο σκεφτόταν αυτές τις δυσάρεστες αναμνήσεις, άρχισε να νιώθει ένα πόνο στο στομάχι. Ο πόνος δυνάμωνε και το μυαλό του πήγε κατευθείαν στις τυρόπιτες που είχε φάει, αφού τα κακάδια δεν τον είχαν πειράξει ποτέ. Έπρεπε να αφήσει γρήγορα το ταξί και να βρει μία τουαλέτα. Αλλά τότε πάγωσε. Βγάζοντας το δαχτυλάκι του από την μύτη, είδε στην άκρη του ένα κάτασπρο γλοιώδες σκουλήκι να συσπάται. Τρόμαξε, αλλά την συνέχεια δεν την περίμενε. Το σκουλήκι σύρθηκε μέχρι την παλάμη του, ξεγύμνωσε μια σειρά κοφτερά δόντια και δάγκωσε την σάρκα του. Το αίμα ανάβλυσε και το σκουλήκι χώθηκε μεμιάς μέσα στην πληγή και χάθηκε. Ο Λάκης κοιτούσε σοκαρισμένος αυτό που συνέβαινε, χωρίς να μπορεί να αντιδράσει. Μετά από αυτό και άλλα σκουλήκια άρχισαν να ξεχύνονται από την μύτη του, να τον δαγκώνουν σε όλο του το σώμα και να εισχωρούν σε αυτό. Και τότε έχασε τις αισθήσεις του.
    Από μικρός λάτρευε τα παιχνίδια ρόλων και συγκεκριμένα τους κακούς ήρωες, ταυτιζόταν με αυτούς. Αγαπημένος του ήρωας ήταν ο Λουργκ από το Dungeons and Dragons, ένας ήρωας μισός ορκ μισός άνθρωπος. Στα μοναχικά του παιχνίδια, φανταζόταν ότι ήταν ο Λουργκ και ότι εισέβαλε τα βράδια στα χωριά των χωρικών και τα λεηλατούσε. Τους χωρικούς τους σκότωνε με τον βαρύ του πέλεκυ και τους έτρωγε τα σωθικά.
    Τον είχαν καταλάβει τα σκουλήκια και είχε ξυπνήσει με αιμοβόρικες διαθέσεις. Το ένστικτό του του έλεγε να τραφεί, να σβήσει την πείνα που του κατέτρωγε τα σωθικά. Και μόνο ένα πράγμα θα τον ικανοποιούσε. Η ανθρώπινη σάρκα. Κλώτσησε την πόρτα του ταξί και βγήκε στον δρόμο. Ένας οδηγός τον απέφυγε τελευταία στιγμή και τον έβρισε χυδαία. Οι συνάδελφοί του που τον είδαν σε αυτή την κατάσταση δεν έδειξαν να ανησυχούν, μάλλον υπέθεσαν ότι ήταν λίγο πιο ατημέλητος από τις άλλες ημέρες. Πλησίασε μια ομάδα ταξιτζήδων, που φλυαρούσε ακατάπαυστα για τους αγώνες ποδοσφαίρου της Κυριακής. Δεν έδειχναν να έχουν αντιληφθεί τις αλλαγές πάνω του και συνέχισαν να μιλάνε.
    Ο Λουργκ πλησίαζε σαν μεθυσμένος και μύριζε γύρω του τον χώρο. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να σκοτώσει για να τραφεί. Πλησίαζε μια ομάδα ανθρώπων, αλλά εκείνοι δεν έφευγαν μακριά, δεν έδειχναν να τον φοβούνται. Αυτό τον θύμωσε, ήταν ο Λουργκ ο εκπορθητής και όλοι οι εχθροί του τον έτρεμαν και αν δεν το έκαναν κακό του κεφαλιού τους. Αποφάσισε να τους δώσει ένα μάθημα για να παραδειγματίσει, ένα μάθημα που θα έδειχνε σε όλους τους άλλους ότι αυτός ήταν ο αρχηγός. Έφτασε δίπλα σε έναν και χωρίς να του δώσει χρόνο, φανέρωσε τα δόντια του, τον δάγκωσε στο πρόσωπο και έμπηξε τα μακριά του νύχια στα μάτια του. Το θύμα του δεν πρόλαβε να αντιδράσει και παραδόθηκε χωρίς μάχη. Ο Λουργκ έπεσε από πάνω του και άρχισε να του τρώει το πρόσωπο. Οι ταξιτζήδες φοβήθηκαν και απομακρύνθηκαν, δεν ήξεραν τι να κάνουν (παρόλο που οι ταξιτζήδες τα ξέρουν όλα). Το θύμα σπαρταρούσε από τον πόνο τυφλωμένο, την ώρα που ο Λουργκ ξερίζωνε την γλώσσα του και την έβαζε στο στόμα του. Ύστερα σηκώθηκε και όρμησε στον πιο κοντινό άνθρωπο που είχε την ατυχία να βρεθεί μπροστά του εκείνη την στιγμή. Κανείς δεν τολμούσε να τον αποτρέψει από τις βίαιες πράξεις του και αυτό το καταλάβαινε ο Λουργκ. Μύριζε τον φόβο τους. Μύριζε την απέχθεια τους προς αυτόν και τις πράξεις του. Σε λίγες ώρες θα είχε έτοιμο έναν μικρό στρατό, που θα τον υπάκουε σε όλες του τις εντολές, αφού αυτός θα ήταν ο δημιουργός τους. Αλλά για να γίνει αυτό έπρεπε να τραφεί.
    Ο Λουργκ είχε κορέσει την αρχέγονη πείνα του και τώρα απολάμβανε τους καρπούς των πράξεών του. Τα παιδιά του είχαν σηκωθεί και αυτά και ζητούσαν τροφή. Εκείνος τα παρότρυνε να ορμάνε κατά βούληση σε όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Ο πολυσύχναστος δρόμος είχε μετατραπεί τώρα σε ένα άγριο σκηνικό κανιβαλισμού, όποιος τύχαινε να περνά από εκεί γινόταν αμέσως το επόμενο θήραμα. Η κολασμένη ομάδα όλο και μεγάλωνε και ο Λουργκ έτριβε τα χέρια του. Η ώρα της εκδίκησης του προς την ανθρωπότητα είχε φτάσει. Αλλά ο πρώτος του στόχος ήταν ένας, εκείνος που τον έφερε σε αυτή την θέση. Ήθελε να πάρει το αίμα του για να αποδείξει την παντοδυναμία του.

    Ξανά στο μπαρ

    «Σε ευχαριστώ πολύ Άλκη μου. Μου έσωσες την ζωή». Έπεσε στην αγκαλιά του και ξέσπασε σε κλάματα.
    «Υποχρέωσή μου Νόρα», της είπε εκείνος δυναμικά, μιλώντας της με σιγουριά και αυτοπεποίθηση.
    Εκείνη τον αγκάλιασε πιο σφιχτά για να νιώσει ασφάλεια. Απέξω ακούγονταν τα γρυλίσματα των τυροβρωμίκουλων, οι απαίσιες ένρινες κραυγές τους που θύμιζαν ρόγχο και ζητούσαν σάρκα και αίμα.
    Ο Άλκης έκλεισε με μία κίνηση το παράθυρο και σήκωσε στην αγκαλιά του την Νόρα. Την οδήγησε στην κυρίως αίθουσα του μπαρ και την ξάπλωσε στο πάτωμα. Έκοψε ένα κομμάτι ύφασμα από την μπλούζα του και της έδεσε την πληγή για να σταματήσει το αίμα. Κανείς δεν είχε καταλάβει τι συνέβαινε, όλοι κοιμόντουσαν του καλού καιρού. Ο Φοίβος ροχάλιζε σαν βαρυστομαχιασμένος κροταλίας, ενώ η Χαρούλα έβλεπε πως σήκωνε τα τηλέφωνα στο γραφείο και εξαπέλυε τρισχαριτωμένες κατάρες.
    Ο Άλκης είπε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία και έσκυψε προς το μέρος της Νόρας. Εκείνη τον έβλεπε πρώτη φορά σαν άντρα και λυσσάρα καθώς ήταν, κατάλαβε που αποσκοπούσε η κίνησή του και αποφάσισε να μην χάσει χρόνο παίζοντάς το δύσκολη. Ανασηκώθηκε και έφερε τα χείλη της στα δικά του ξαφνιάζοντάς τον για μια στιγμή. Έβγαλε την γλώσσα της και άρχισε να γλύφει τα χείλη του. Εκείνος έδειχνε να αντιλαμβάνεται επιτέλους τι γίνεται και άνοιξε το στόμα του, για να υποδεχτεί την γλώσσα της. Φιλιόντουσαν με πάθος για αρκετή ώρα αλλά ο Άλκης δεν μπορούσε να κάνει το επόμενο βήμα. Εκείνη κατάλαβε την απειρία του και έβγαλε την μπλούζα και το σουτιέν της. Τα πλούσια στήθη της αποκαλύφθηκαν με τις μεγάλες ρώγες της να είναι ερεθισμένες. Ο Άλκης δεν συγκρατήθηκε και όρμησε σαν πρωτάρης. Τις πιπιλούσε, τις δάγκωνε και τις ρουφούσε με λαχτάρα και αμέσως ένιωσε το ξέρετε ποιο του να φουσκώνει. Εκείνη του το έπιασε πάνω από το παντελόνι και άρχισε να το χαϊδεύει. Άφησε τα στήθη της και κατέβασε το παντελόνι του. Η στύση του διαγραφόταν στο λευκό του εσώρουχο (αυτά τα παππουδίστικα) και η Νόρα δεν άντεξε. Του το κατέβασε και άρχισε να του το παίζει γρήγορα. Ο Άλκης έκλεισε τα μάτια και περίμενε, ζούσε σε έναν μικρό παράδεισο περικλειόμενο από μία κόλαση. Η Νόρα έβαλε το αυτό του ανάμεσα στα στήθη της και το ταχτάριζε. Ο Άλκης δεν θα άντεχε για πολύ, ήταν έτοιμος να εκραγεί.
    «Τι κάνετε εκεί; Κυρία Ζαχαροπούλου εσείς είστε», τους πλησίασε αθόρυβα η Χαρούλα με απέχθεια.
    Ο Άλκης ένιωθε να του κόβονται τα πόδια, η δε κυρία Νόρα παράτησε το τούτο του και κάλυψε τα στήθη της ντροπιασμένη.
    «Ξέρεις …. Ξέρεις…. Εεεε.. Μου έσωσε την ζωή και εγώ……»
    «Είδα πολλά σιχαμένα πράγματα τις τελευταίες ώρες, αλλά αυτό ήταν το αποκορύφωμα», τσίριξε η Χαρούλα και έκανε εμετό στο πλάι.
    Οι υστερισμοί της ξύπνησαν τον Φοίβο και την κυρά Θάλεια, που έσπευσαν αμέσως στο πλευρό της. Αρχικά κοιτούσαν την Χαρούλα με τρόμο, νόμιζαν ότι μετατρέπεται και εκείνη σε τυροβρωμίκουλα. Αλλά όταν είδαν την Νόρα γυμνή, παγωμένη από ντροπή και τον Άλκη που δεν προσπαθούσε να κρύψει το φλεβιασμένο του μόριο, κατάλαβαν τον λόγο που ξέρασε η Χαρούλα και ανακουφίστηκαν.
    «Κοίτα που έπρεπε να φτάσει το τέλος του κόσμου για να πηδήξει και το χαμένο», είπε η κυρά Θάλεια και κάγχασε.
    «Λίγα τα λόγια σου κυρά Θάλεια, γιατί σας παρατάω και φεύγω. Και μετά να δούμε πως θα τα βγάλετε πέρα», είπε επιθετικά ο Άλκης και άρχισε να ντύνεται.
    Την επόμενη στιγμή κοκάλωσαν, από το βίαιο χτύπημα στην πόρτα. Όλοι μαζεύτηκαν πίσω από τον Άλκη, που τον είχαν στο μυαλό τους ως τον αρχηγό. Εκείνος κούμπωσε το παντελόνι και πήγε αθόρυβα στην πόρτα. Ακούμπησε το αυτί του πάνω της και έμεινε να αφουγκράζεται.

    (Την προηγούμενη ημέρα)

    Ο Λουργκ πρόλαβε τον Φοίβο την ώρα που έφευγε από την δουλειά με την Χαρούλα. Συγκράτησε την μυρωδιά του καφετζή και ύστερα πήγε στην ομάδα του που όλο και πλήθαινε. Τους εξήγησε το σχέδιό του γρυλίζοντας και ξεκίνησαν όλοι μαζί για να τον βρουν. Το κεφάλι του δημιουργού της φυλής του, θα γινόταν το λάβαρο του πολέμου εναντίον του ανθρώπινου γένους. Ήθελε να εξαλείψει το ανθρώπινο είδος και να στεφθεί βασιλιάς όλης της γης.
    (Λίγο μετά την σωτηρία της Νόρας από τον Άλκη).
    Ο Λουργκ μύριζε τους φοβισμένους ανθρώπους που κρύβονταν μέσα στα κτίρια σαν τα ποντίκια. Την ήξερε την ράτσα τους, ήξερε ότι οι άνθρωποι ήταν ύπουλοι, πανούργοι και έτοιμοι για όλα. Έπρεπε να φερθεί με πονηριά για να φέρει σε πέρας το πρώτο σκέλος του σχεδίου του. Και σε αυτή την περίπτωση, για να τα καταφέρει, έπρεπε να παίξει ένα παιχνίδι τακτικής.
    Γρύλισε και όλη η ομάδα μαζεύτηκε γύρω του. Τους διέταξε να σκορπιστούν και να συναντηθούν στο σημείο 0, στο σημείο που ξεκίνησαν όλα, όταν ο ήλιος θα έφτανε στο αποκορύφωμά του. Τους απαγόρευσε να επιτεθούν σε ανθρώπους μέχρι την στιγμή της συνάντησης, για να δώσουν την αίσθηση ότι όλο αυτό τελείωσε. Ο κάθε ένας από την ομάδα του θα έπρεπε να βρει τις άλλες περιπλανώμενες ομάδες και να τους μεταφέρει την διαταγή του. Και όταν έφτανε το μεσημέρι θα περνούσαν στο δεύτερο σκέλος του σχεδίου του. Έπρεπε όμως πρώτα να πιάσει με πονηριά τον καφετζή.
    Οι τυροβρωμίκουλες σκόρπισαν αθόρυβα προς όλες τις μεριές της πόλης. Εκείνος πήγε στην είσοδο του μπαρ και περίμενε. Σε λίγο θα έβγαινε ο ήλιος και μόλις συνέβαινε αυτό θα έκανε την κίνησή του.
    Ο ήλιος ανέτειλε λίγα λεπτά αργότερα. Ο Λουργκ πήρε φόρα και έπεσε πάνω στην πόρτα του μπαρ. Χαμογέλασε και έφυγε για τον επόμενο σταθμό του σχεδίου του. Έπρεπε πρώτα να αφανίσει όλα τα άλλα είδη πριν φτάσει στην κορυφή. Λίγες ώρες έμεναν για την τελική επικράτηση του είδους του.
    Συνεχίζεται…
    -------------------------------------------------------------------

    Παναγιώτης Δεληγιάννης

    Αρχική δημοσίευση
    http://nyctophilia.gr/
    Continue Reading
    Older
    Stories

    About me

    Παναγιώτης Δεληγιάννης

    Ο Παναγιώτης Δεληγιάννης είναι ένας από τους πολλά υποσχόμενους νέους συγγραφείς της σκηνής τρόμου στην Ελλάδα.

    Διαβάστε περισσότερα

    SOCIAL MEDIA

    • facebook
    • youtube
    • instagram

    ΣΕΛΙΔΕΣ

    • HOME
    • ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
    • Ο ΣΤΟΧΟΣ

    12 ΛΕΞΕΙΣ

    • 12 ΛΕΞΕΙΣ
    • #01 - ΙΝΚΟΓΚΝΙΤΟ
    • #02 - ITERATE
    • #03 - MASCHINE
    • #04 - NOVISSIMUS

    Popular Posts

    • Penthouse of Horror part8
    • Penthouse of Horror part7

    Created with by BeautyTemplates

    Back to top