Penthouse of Horror part2
Μαρτίου 13, 2018
Penthouse of Horror - επεισόδιο 02
Θα είναι σαν να βλέπεις 90’s τηλεόραση, αλλά στην πραγματικότητα δεν θα την βλέπεις.
Γέροντας Μεγκαλίσιος
1/4 του αιώνα και 20 ημέρες είναι μεγάλο χρονικό διάστημα. Όλοι ξέχασαν. Και συνέχισαν τις ζωές τους.Ποια ήταν όμως η εξέλιξη; Γιατί δεν μας έδειξαν την συνέχεια; Τι συνέβη στην πραγματικότητα; Όσοι αναζητούσαν την αλήθεια, σιγά σιγά χάθηκαν μυστηριωδώς.Εκτός από έναν. Αυτός έγινε ένας με αυτούς. Τους ακολούθησε. Και είδε…25 χρόνια μετά θα σας αποκαλύψει την πραγματική ιστορία. Αν δεν είστε έτοιμοι, μην τη διαβάσετε. Φρικιαστική, με χοντροκομμένο χιούμορ. Όπως το δικό τους. Η ιστορία είναι 100% πραγματική, γιατί η αλήθεια πρέπει να είναι ωμή. Όπως τρώνε οι Γάλλοι τη μοσχαρίσια μπριζόλα. Ή οι τυροβρωμίκουλες τον ανθρώπινο εγκέφαλο…
Η ιστορία είναι και θα είναι 100% δωρεάν. Ο συγγραφέας, Panagiotis Deligiannis, δηλώνει φαν γνωστών ηρώων του παρελθόντος και αποφάσισε να τους δώσει μια συνέχεια σε έναν άλλο κόσμο. Χωρίς να έχει σκοπό το κέρδος και χωρίς να θέλει να προσβάλλει τους αρχικούς δημιουργούς.
——————————————————————————–
Ο Βοηθός μαλάκα
Ο Άλκης έφτασε έξω από την πόρτα του Ιάσονα και έβγαλε το κλειδί για να ανοίξει. Πριν προλάβει να ξεκλειδώσει, ένιωσε ένα κακό προαίσθημα να τον χτυπά κατάστηθα και να του δημιουργεί φόβο και πανικό. Εκείνη την στιγμή άνοιξε η πόρτα του διπλανού διαμερίσματος και πετάχτηκε η κυρά Θάλεια, η μητέρα του Ιάσονα.
«Εσύ είσαι κυρά Θάλεια και μου έκοψες την χολή;»
«Τι κάνεις εσύ τέτοια ώρα εδώ; Γιατί δεν είσαι στο μαγαζί;»
«Ο Ιάσονας με έστειλε να κάνω μία δουλειά. Και τώρα με συγχωρείτε, αλλά πρέπει να τελειώσω πριν γυρίσει».
«Μπα..», κάγχασε. «Τι δουλειά; Και έστειλε εσένα για αυτό; Μητέρα δεν έχει; Εγώ που τον μεγάλωσα, που τον έκανα ολόκληρο άντρα…»
«Βιάζομαι κυρία Θάλεια. Αν θέλετε ελάτε και εσείς μέσα. Θα κρεμάσω τους πίνακες και θα φύγω».
Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα βιαστικά, με την κυρά Θάλεια να μουρμουράει ακατάληπτα και να τον ακολουθεί κατά πόδας.
Το σπίτι τους ήταν ένα περίεργο κράμα χρώματος και ατσουμπαλιάς, που ένας μέσος άνθρωπος θα το χαρακτήριζε απλά κιτς. Οι πίνακες που βρίσκονταν στους καναπέδες, ταίριαζαν απόλυτα με το υπόλοιπο σπίτι. Μετά από το κρέμασμά τους, αν περνούσε η επιτροπή που έκρινε το πιο κιτς σπίτι της περιοχής, σίγουρα θα το βράβευε με τον πρώτο έπαινο. Αρκετά όμως με τις στιλιστικές ανησυχίες του Ιάσονα και της Ελενίτσας. Ήταν αυτοί που ήταν και μόνο ο θεός θα μπορούσε να τους κρίνει. Και αυτό θα γινόταν σύντομα, ίσως και να συνέβαινε ήδη….
Ο Άλκης περπατούσε πέρα δώθε στην λαχανί μοκέτα, έχοντας ξωπίσω του το κυνηγόσκυλο Θάλεια. Έπαιρνε τον ένα πίνακα μετά τον άλλον και τον κρεμούσε άναρχα σε όποιο σημείο του ερχόταν. Οι στιλιστικές του ανησυχίες ταίριαζαν τόσο πολύ με του ζευγαριού. Λες και ήταν παιδί τους.
«Πως το έβαλες έτσι παιδάκι μου;», γκάριζε η κυρα Θάλεια και «κρέμασμα είναι αυτό;».
Ο Άλκης δεν έδινε σημασία και συνέχιζε απτόητος το έργο του.
Μέσα σε μισή ώρα είχε τελειώσει με τα τερατουργήματα και κάθισε σε μία καρέκλα να ξαποστάσει.
«Θα καθίσεις να φας μαζί μας;», τον ρώτησε η κυρά Θάλεια και χωρίς να περιμένει απάντηση αναρωτήθηκε.
«Πού στο καλό είναι και αυτή η Ελένη να ετοιμάσει το φαγητό; Θα έπρεπε να είχε γυρίσει εδώ και αρκετή ώρα. Θα γυρίσει το παιδί (Ο Ιάσονας) και θα πεινάει».
Η κυρά Θάλεια ήταν μία γλυκιά μάνα που είχε δώσει τα πάντα για να αναθρέψει το παιδί της, στερώντας από τον εαυτό της τις χαρές της ζωής. Και τώρα που το σπλάχνο της παντρεύτηκε, είχε αποφασίσει να βγάλει όλα της τα εσώψυχα, την μιζέρια και τα κόμπλεξ της στην νυφούλα της.
«Θα έχει δουλειά στο γραφείο», πετάχτηκε ο Άλκης, αντιλαμβανόμενος αμέσως το λάθος του.
«Η δουλειά της γυναίκας είναι στο σπίτι και όχι στα ξένα γραφεία», τον κατακεραύνωσε αμέσως, υψώνοντας για άλλη μία φορά το λάβαρο του εικοσιένα.
«Αυτά ήταν στην εποχή σας κυρά Θάλεια. Οι σημερινές γυναίκες είναι ανεξάρτητες, δυναμικές και στηρίζουν οικονομικά την οικογένεια, όσο και οι άντρες τους», της απάντησε, δείχνοντας ότι τον έτρωγε για τα καλά ο κώλος του.
«Άντε από δω μωρή Μαντόνα», του απάντησε δεικτικά η κυρά Θάλεια.
Ο Άλκης δεν πρόλαβε να διαμαρτυρηθεί, (αν και κατά βάθος το ευχαριστήθηκε, αφού του άρεσε πολύ η Μαντόνα), καθώς η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ο πολλά βαρύς και όχι Ιάσονας, με ένα στυλ ψιλονεάντερταλ, χωρίς το ρόπαλο.
«Καλησπέρα κυρά Θάλεια», χαιρέτισε με κουτσαβάκικη μαγκιά την μάνα του, νιώθοντας από μέσα του να κουλουριάζεται στην εμβρυακή στάση για προστασία.
Έριξε μια ματιά στους κρεμασμένους πίνακες.
«Είδες γούστο που έχω Άλκη», είπε καμαρώνοντας σαν κόκορας.
Μία μικρή διακοπή, γιατί αν δεν το σχολιάσω τώρα θα σκάσω.
Το γούστο και η κοσμοθεωρία των περισσοτέρων Ελλήνων, στα τέλη έιτις αρχές νάιντις, απεικονιζόταν επακριβώς σε μία σειρά του Γιάννη Δαλιανίδη, το Ρετιρέ. Θα σας μιλήσω για αυτή κάποια άλλη φορά. Ας γυρίσουμε όμως στον Ιάσονα που μας κοιτάει με μισό μάτι που τον διακόψαμε.
«Και να φανταστείς ότι δεν έδωσα πολλά για αυτούς τους πίνακες. Μόνο πεντακόσιες χιλιάδες δραχμές.»
«Εγώ σε παρακαλώ για μία μικρή αύξηση και εσύ τα σκορπάς σε πίνακες», διαμαρτυρήθηκε ο Άλκης.
«Δεν μπορώ να έρχονται οι φίλοι μου και να βλέπουν άδειους τοίχους», του αντιγύρισε με μαεστρία ο Ιάσονας, για να αποφύγει την συζήτηση. «Τέλος πάντων, θα μείνεις να φας μαζί μας;»
«Δεν γύρισε ακόμη η Ελένη και δεν έχετε έτοιμο φαγητό. Να πάω να σας χτυπήσω μία ομελέτα;», πετάχτηκε η κυρά Θάλεια, θέλοντας να ρίξει λάδι στη φωτιά.
Ο Ιάσονας δεν άκουσε καν για την ομελέτα. Η πληροφορία ότι δεν είχε γυρίσει ακόμη η Ελένη, έκανε τον ανατολίτη μέσα του να θεριέψει.
Αλλά τότε χτύπησε η πόρτα……
Έχιδνα
Η κυρά Σοφία έψηνε τις μπριζόλες, αν και η χοληστερίνη της ήταν στα ύψη. Ήθελε να την σπάσει στην Κατερίνα και τον Χρήστο και ήταν αποφασισμένη να διακινδυνεύσει ακόμη και το καρδιακό για να το καταφέρει αυτό. Είχε πείσει ακόμη και την «οικολόγα» εγγονή της να συμμετέχει σε αυτό το θέατρο του παραλόγου. Είχε πολύ κακία μέσα της και έκανε τα πάντα για να την εξωτερικεύσει, χωρίς κανένα ίχνος ενδοιασμού. Στο κατσαρολάκι πάνω στο μάτι της κουζίνας, σιγόβραζε ο νοσοκομειακός φιδές, που προοριζόταν για την κόρη της και το παιδοβουβ…. εεε τον Χρήστο. Η Ειρήνη έφτιαχνε το τζατζίκι και την χωριάτικη σαλάτα στο τραπέζι της κουζίνας.
«Βιάσου Ειρήνη», της είπε αυταρχικά.
«Η ώρα έχει πάει ήδη έξι. Θα γυρίσουν και πρέπει να είναι όλα έτοιμα στο τραπέζι. Και την ώρα που θα πάνε να αρπάξουν τις μπριζόλες, θα σερβίρεις τον φιδέ. Εμείς θα ξεσκίζουμε τις γουρουνόσαρκες μπροστά τους και τα σάλια τους θα τρέχουν. Χαχαχαχα», γέλασε σατανικά στο τέλος.
«Ρε Σοφάκι, μήπως πρέπει να το κοιτάξουμε αυτό; Τώρα τελευταία το έχεις παρακάνει με την σκατοψυχιά σου».
Η κυρά Σοφία γύρισε και την κοίταξε σαν αρπακτικό, κάνοντάς την να πισωπατήσει. Την έσωσε ο ήχος από τα κλειδιά στην πόρτα.
«Δεν το πιστεύω», είπε η γριά. «Γιατί γύρισαν τόσο νωρίς;»
«Μητέρα, Ειρήνη», ακούστηκε από το σαλόνι η φωνή του φρεσκοεισερχόμενου μπεμπέκου Χρήστου, που το έπαιζε και αυτός νεανίας.
Η γριά έριξε μία τελευταία φθονερή ματιά στην Ειρήνη και προχώρησε στο σαλόνι.
«Δεν σου έχω πει να μην με λες μητέρα; Με κάνεις να φαίνομαι γριά».
Ο Χρήστος έβγαλε το σακάκι του και το ακούμπησε στην πλάτη του καναπέ.
«Από σεβασμό το λέω Σοφάκι μου. Δεν έχω τέτοιους σκοπούς. Τι μυρίζει τόσο υπέροχα; Μου πέφτουν ήδη τα σάλια».
«Θα δεις, θα δεις», γλύκανε αμέσως η γριά έχιδνα, γελώντας τρανταχτά σαν ύαινα από μέσα της.
«Η Κατερίνα δεν ήρθε μαζί σου;»
«Κάτι θα της έτυχε στο γραφείο. Λογικά θα έρθει σε λίγο. Εμείς μπορούμε να ξεκινήσουμε το φαγητό, δεν θα παρεξηγηθεί».
«Μα όχι Χρήστο μου», γλύκανε επικίνδυνα η γριά, «θα φάμε όλοι μαζί σαν οικογένεια. Πήγαινε κάνε ένα μπανάκι και μετά έλα στην τραπεζαρία».
Ο Χρήστος πήρε υπάκουα το σακάκι και πήγε μέχρι την κρεβατοκάμαρά του. Τις επόμενες σκηνές δεν θα σας τις περιγράψω, γιατί περιέχουν αρκετό γυμνό. Στην τελική, μέχρι και ο βασιλιάς/σύντροφος πηγαίνει ασυνόδευτος στο μπάνιο.
Η κυρά Σοφία και η Ειρήνη, έστρωσαν βιαστικά το τραπέζι και περίμεναν υπομονετικά. Ο Χρήστος τραγουδούσε μία άρια στο μπάνιο, πράγμα που σήμαινε ότι είχαν ακόμη μερικά λεπτά. Αλλά τότε χτύπησε η πόρτα….
Τζέισον
Ο Ιάσονας δεν είχε μυαλό για τίποτα. Έλειπε η γυναίκα του από το σπίτι και έπρεπε να έχει μία πολύ καλή δικαιολογία για να το εξηγήσει αυτό. Η Ελένη δεν ήταν και καμιά καταπληκτική μαγείρισσα, αλλά ένα περιποιημένο τοστάκι του το έφτιαχνε καθημερινά. Στο άκουσμα του κουδουνιού, έτρεξε να ανοίξει ο Άλκης. Άνοιξε την πόρτα και αντίκρισε την Ελένη σε άθλια κατάσταση, να κάνει εμετό στο πάτωμα. Ο Ιάσονας πήγε με μαγκιόρικο βηματισμό προς το μέρος της.
«Ελπίζω να έχεις μία καλή δικαιολογία για το σημερινό».
Η Ελένη σήκωσε τα μάτια και τον κοίταξε. Έδειχνε να είναι σε κακό χάλι, τα μάτια της ήταν κατακόκκινα. Πήγε να ανοίξει το στόμα της σε μία προσπάθεια να μιλήσει και ξέρασε πάνω του. Η χρυσή του καδένα και το τριχωτό του στέρνο, γέμισαν κομματάκια από φύλλο, ξινισμένο τυρί, άρρωστο αίμα και χολή.
«Κάνε άκρη», τον έσπρωξε η μητέρα του. «Δεν βλέπεις ότι το κορίτσι είναι χάλια; Τι έπαθες Ελένη μου; Μήπως είσαι έγκυος;»
«Μάλλον», αστειεύτηκε ο Άλκης «και όπως πάει θα το ξεράσει το παιδί».
Ο Ιάσονας δεν εκτίμησε το πνευματώδες χιούμορ του παραγιού του και του άστραψε δύο ξεγυρισμένες. Ο Άλκης (που ήταν καλό χάπατο) δεν αντέδρασε και εκεί έληξε το συμβάν.
«Ιάσονα δε νιώθω καλά», είπε με μία απόκοσμη φωνή η Ελένη.
«Πρέπει να έχω πυρετό. Νιώθω ότι θα εκραγεί το κεφάλι μου».
Ο Ιάσονας δεν έδειξε να συγκινείται τρομερά (για να δικαιολογήσει και την φήμη του πολλά βαρύ), άλλα έσκυψε και την σήκωσε στην αγκαλιά του, για να την πάει στο κρεβάτι. Έμοιαζαν με την ωραία κοιμωμένη και τον πρίγκιπα. Μερικά λίτρα εμετού δεν μπορούσαν να αμαυρώσουν αυτήν την όμορφη εικόνα.
Την έβαλε στο κρεβάτι και την έγδυσε. Την σκέπασε και πήγε στο μπάνιο να καθαριστεί. Η κυρά Θάλεια είχε ήδη βάλει το μπρίκι να ζεστάνει νερό για χαμομήλι και καλούσε τον γιατρό.
Ο Ιάσονας κοιτούσε στον καθρέφτη την μιασμένη καδένα και αναρωτιόταν για το πώς είχε οδηγηθεί η σχέση τους σε τέτοιο εκφυλισμό. Τον έπιασαν τα υπαρξιακά του και αναρωτήθηκε αν υπήρχαν σακάκια με μανίκια γυρισμένα μέχρι τον αγκώνα και σε άλλους πλανήτες. Τον έβγαλε από τις σκέψεις του, ένας ρόγχος από το υπνοδωμάτιο. Ήταν σαν να άφηνε η Ελένη την τελευταία της πνοή. Ξύπνησε από τον λήθαργό του και έτρεξε στην γυναίκα του. Την βρήκε να ροχαλίζει σαν κροταλίας και ξεφύσησε από ανακούφιση. Ο ύπνος θα την βοηθούσε. Και όταν γινόταν καλά, θα του έλεγε και γιατί είχε αργήσει και τον είχε αφήσει νηστικό. Ήταν τόσο μα τόσο εγωίστρια, σκέφτηκε.
Η επίσκεψη
Η κυρά Σοφία πήγε στην πόρτα και την άνοιξε. Περίμενε την Κατερίνα, αλλά αυτό που είδε την τάραξε. Έπρεπε να ματαιώσει όλα τα σχέδια που είχε κάνει και να τους αφήσει να φάνε. Εκτός αν την έδιωχνε.
«Καλησπέρα συμπεθέρα», είπε με μισή καρδιά και στάθηκε φρουρός για να εμποδίσει την είσοδο της Αμαλίας.
«Μην με λες συμπεθέρα. Αυτά τα λένε στα χωριά. Εγώ είμαι πάππου προς πάππου Αθηναία», της αντιγύρισε εκείνη υστερικά και την έσπρωξε για να περάσει μέσα.
Η γριά τράβαγε τα μαλλιά της, αλλά δεν μπορούσε να την διώξει έτσι. Την ακολούθησε και κάθισαν στον καναπέ, όπου έμειναν αμίλητες να κοιτούν η μία την άλλη για λίγες στιγμές. Ήταν λες και ζύγιζαν την κατάσταση πριν αρχίσει ένα γερός καυγάς.
«Δεν ήρθαν ακόμη ο Χρήστος και η Κατερίνα; Αααα ακούω τον Χρήστο να τραγουδάει. Άρα κάνει μπάνιο. Η Κατερίνα;»
«Δεν έχει γυρίσει ακόμη. Πρέπει να είναι ακόμα στο γραφείο», της απάντησε αδιάφορα, προσπαθώντας να βρει μία καλή δικαιολογία για να την σουτάρει.
Η Αμαλία είδε τα φαγητά στο στρωμένο τραπέζι και τινάχτηκε σαν ελατήριο.
«Μμμμ. Τι ωραία πράγματα είναι αυτά που έχετε ετοιμάσει; Και σας είχα παρεξηγήσει. Νηστικός μου έρχεται κάθε μέρα στο φαρμακείο ο αδερφούλης μου».
Προχώρησε μέχρι το τραπέζι και τράβηξε μια καρέκλα. Τα σάλια της έτρεχαν σαν του μπουλντόγκ, ανεξέλεγκτα.
«Συνήθως δεν τρώω βράδυ, αλλά δεν θέλω να σας προσβάλλω», αυτοπροσκαλέστηκε και χίμηξε στις μπριζόλες.
«Εεεεε.. σιγά συμπεθέρα», όρμησε η κυρά Σοφία, κόβοντάς της την φόρα.
«Α ώστε έτσι; Δεν με θέλετε να φάμε μαζί. Εμένα που είμαι μόνη μου, που δεν έχω κανέναν. Σαν την καλαμιά στον κάμπο».
Άρχισε να κλαίει με σπαραγμό, για να κερδίσει για ακόμη μια φορά αυτό που ήθελε.
Η κυρά Σοφία δαγκώθηκε και της απάντησε με απόλυτη ηρεμία.
«Τι λες καλέ Αμαλία μου; Σαν στο σπίτι σου. Απλά περίμενε να έρθουν και τα παιδιά». (Ο θεός να τα κάνει παιδιά).
Στην πραγματικότητα ήθελε να την κουρέψει γουλί, να την περιλούσει με πετρέλαιο, να της πετάξει ένα σπίρτο και να την εκσφενδονίσει από το ρετιρέ. Αλλά έτσι όπως τα έφερε η μοίρα, θα έτρωγαν όλοι μαζί, καταστρέφοντας τα σχέδιά της που περιελάμβαναν τον φιδέ.
Ο Χρήστος βγήκε από το μπάνιο τυλιγμένος με μία πετσέτα, κάνοντάς τους όλους να αναγουλιάσουν από αηδία. Η απέχθεια ήταν τόσο έκδηλη, που της Ειρήνης της ήρθε λίγος ξινός εμετουλάκος στο στόμα.
«Αμαλία μου. Τι ευχάριστη έκπληξη». Την πλησίασε και την κοίταξε καλύτερα. «Έκλαιγες; Τι έπαθες;». Το ενδιαφέρον του ήταν πέρα για πέρα πραγματικό.
«Με ξέρεις τι ευσυγκίνητη που είμαι. Με κάλεσε η κυρία Σοφία για δείπνο και με πήραν λίγο τα ζουμιά».
«Μπράβο. Απόψε θα φάω με όλους τους αγαπημένους μου ανθρώπους».
Πραγματικά ο τύπος ζούσε στην κοσμάρα του. Ήταν χαρούμενος με το παραμικρό, σαν μικρό παιδάκι. Οι Νιρβάνα πρέπει να εμπνεύστηκαν από αυτόν και να ονόμασαν το συγκρότημα έτσι. Τιμής ένεκεν.
«Πήγαινε να αλλάξεις Χρήστο μου και έλα. Σε λίγο θα έρθει και η Κατερίνα», του είπε γλυκά η πεθερούλα του, με βλέμμα έτοιμο να πετάξει ακτίνες λέιζερ και να τον κάψει.
«Τρέχω μητέρα», της απάντησε χαχανιστά και έφυγε ανάλαφρα και χοροπηδηχτά, σαν μικρή ιπποποταμοπεταλουδίτσα που ήταν.
Ο Βεζούβιος την ώρα της έκρηξης, έκρυβε λιγότερη δύναμη μέσα του, από την κυρά Σοφία εκείνη την στιγμή. Δαγκώθηκε για χιλιοστή φορά εκείνη την ημέρα και δεν είπε τίποτα.
Και τότε χτύπησε η πόρτα…
«Άντε Ειρήνη. Άντε να ανοίξεις», ξέσπασε η γριά γλιτώνοντας στο τσακ το εγκεφαλικό που κόντευε να πάθει.
«Πρέπει να είναι η Κατερίνα».
«Κλειδιά δεν έχει;», αντιμίλησε, αλλά κοιτώντας την γιαγιά της κατάλαβε ότι δεν υπήρχε περιθώριο για διαπραγματεύσεις. Έτσι ξεκουβάλησε και πήγε μέχρι την πόρτα.
Πριν την ανοίξει πισωπάτησε. Απέξω ακουγόταν ένας παράξενος ασθματικός ήχος. Τότε δεν ήταν της μόδας τα ματάκια στις πόρτες και δεν μπορούσε να δει ποιος είναι. Η πόρτα ξαναχτύπησε πιο δυνατά αυτή την φορά.
«Γιατί δεν ανοίγεις παιδί μου. Ποιος είναι;»
«Δεν ξέρω γιαγιά», μπήκε στο σαλόνι η Ειρήνη, τρέμοντας σύγκορμη.
«Τι είναι κορίτσι μου», γλύκανε για πρώτη και τελευταία φορά η γιαγιά της, με φανερή ανησυχία στο βλέμμα, αγνοώντας την λέξη γιαγιά. Πήγε μέχρι την πόρτα.
«Ποιος είστε παρακαλώ;»
Απέξω άκουγε μόνο έναν ρόγχο βαθύ και ανατριχιαστικό.
«Φύγετε, θα φωνάξω την αστυνομία», αγρίεψε η κυρά Σοφία για να τρομάξει τον άγνωστο.
Η πόρτα χτύπησε βίαια αυτή την φορά, κάνοντας την γριά να τρομάξει και να διπλοκλειδώσει την πόρτα.
Σύρθηκε γρήγορα στο σαλόνι και σήκωσε το τηλέφωνο για να πάρει την αστυνομία, αλλά η γραμμή ήταν νεκρή. Έβρισε και πέταξε το ακουστικό. Η Ειρήνη και η Αμαλία είχαν αγκαλιαστεί από τον τρόμο, έτσι όπως αγκαλιάζονται τα ερωτευμένα ζευγάρια στο ταξίδι του μέλιτος. Γιατί μετά πέφτει η παντόφλα.
«Τι θα κάνουμε γιαγιά», ρώτησε η Ειρήνη τρέμοντας.
«Φωνάξτε το παιδοβούβαλο αμέσως. Για πρώτη φορά χρειάζεται ένας άντρας μέσα στο σπίτι. Τι τον έχουμε εδώ; Να τον ποτίζουμε και να τον τρέφουμε σαν μοσχάρι;»
Η Αμαλία δεν έδειχνε να παρεξηγείται με τους χαρακτηρισμούς που απέδωσε η γριά στον αδερφό της. Άφησε την Ειρήνη και έτρεξε αλαφιασμένη μέχρι την κρεβατοκάμαρα του Χρήστου, όπου τον βρήκε να παρφουμαρίζεται.
«Έλα έξω Χρήστο μου. Κάποιος είναι στην πόρτα και γρυλίζει και την κοπανάει. Από τα συμπτώματα, πρέπει να πρόκειται ή για πρεζάκι ή για πολιτικό».
Ο Χρήστος, που στον στρατό είχε βγει Ι4 άοπλο λόγω πάχους, έδειξε να είναι σε μάχιμη κατάσταση. Βγήκε φουριόζος από το δωμάτιο, προσπέρασε την πεθερά του και την ανιψιά του και πήγε μέχρι την πόρτα.
«Ποιος είναι; Φύγε αμέσως γιατί κρατάω όπλο», βροντοφώναξε, αποκαλύπτοντας για πρώτη φορά τον Σβαρτζενέκερ που έκρυβε τόσα χρόνια μέσα του.
Το χτύπημα στην πόρτα ήταν πολύ δυνατό και το γρύλισμα ανατριχιαστικό, σαν γρατσούνισμα νυχιών σε μαυροπίνακα. Αυτός ο ήχος ερχόταν από το λαρύγγι του άγνωστου και έδειχνε την τρομερή του αγωνία και την λύσσα του για αυτό που ζητούσε.
Ο Σβαρτζενέκερ μεταμορφώθηκε αμέσως σε πριγκίπισσα Σίσσυ και μαζεύτηκε.
Και τότε άρχισαν τα συνεχόμενα χτυπήματα στην πόρτα. Αυτός που ήταν έξω, ήθελε να μπει μέσα πάση θυσία. Έπαιρνε φόρα με το σώμα του και έπεφτε πάνω στην πόρτα, χωρίς να καταλαβαίνει πόνο. Η πόρτα κρατούσε καλά, αλλά για πόσο; Έπρεπε να βρουν ένα σχέδιο διαφυγής, αλλά ήταν δύσκολο καθώς ήταν στο ρετιρέ. Έξι όροφοι τους χώριζαν από την σωτηρία. Η Ειρήνη πήγε μέχρι το μπαλκόνι και κοίταξε κάτω. Ήταν επτά το απόγευμα και είχε ήδη νυχτώσει. Μία περίεργη ησυχία επικρατούσε έξω, παρόλο που το σπίτι τους έβλεπε ακριβώς στην λεωφόρο Συγγρού. Τα αυτοκίνητα ήταν ακινητοποιημένα στον δρόμο με τους οδηγούς να λείπουν από τις θέσεις τους. Τα πεζοδρόμια ήταν σχεδόν έρημα. Δύο τρεις άνθρωποι, προχωρούσαν αργά, ο ένας δίπλα στον άλλον σαν μεθυσμένοι.
Η Ειρήνη πανικοβλήθηκε και φώναξε τους άλλους να βγουν έξω για να αντικρίσουν αυτό το παράξενο θέαμα. Και τότε είδαν μία γυναίκα να τρέχει και να ουρλιάζει και ξωπίσω της δύο τύποι να την κυνηγούν και να μουγκρίζουν. Η κυρά Σοφία, που ήταν λάτρης των παλιών Ελληνικών ταινιών, πέταξε μία γλάστρα, η οποία βρήκε την γυναίκα στο δόξα πατρί και την άφησε ξερή.
«Ουπς», είπε όλο σκέρτσο και νάζι και έτρεξε να μπει μέσα με τους άλλους να την ακολουθούν.
«Τι συμβαίνει εκεί έξω;», αναρωτήθηκε τσιρίζοντας η Αμαλία, με τα χαρακτηριστικά του προσώπου της αλλοιωμένα από τον τρόμο.
«Πρώτη φορά αριστερά», είπε αινιγματικά ο Χρήστος, που ήταν γνωστό ότι έβλεπε μακριά στο μέλλον.
Η πόρτα χτύπησε με δύναμη, βγάζοντάς τους από την στιγμιαία αμηχανία. Έπρεπε να δράσουν άμεσα. Κάτι είχε συμβεί και η κατάσταση είχε ξεφύγει από τον έλεγχο. Άνοιξαν την τηλεόραση για να δουν τα νέα και έπεσαν σε ένα επεισόδιο των Θάντερκατς, στο σταρ τσάνελ. Ο Χρήστος θρονιάστηκε στον καναπέ και έμεινε να κοιτάει με αφοσίωση τον Μαμ-Ρα, που του θύμιζε έντονα την πεθερά του.
«Σοβαρά τώρα Χρήστο μου;», του μίλησε με συγκρατημένη ηρεμία η αδερφή του, που είχε συνηθίσει την μουροχαβλοσύνη του.
«Αυτό προέχει;»
«Συγνώμη Αμαλία μου», της απάντησε απορροφημένος στην τηλεόραση, «δεν ήξερα ότι είχε αρχίσει η Μέγκα Μπάνκα».
Η κυρά Σοφία, αποφασισμένη να λάβει δραστικά μέτρα, του έφερε έναν ασημένιο δίσκο (95% ασήμι, προικιό της Ειρήνης) στην κεφάλα και τον άφησε αναίσθητο. Άλλαξε κανάλι και έμειναν όλες να κοιτάζουν τις εικόνες βίας που εξέπεμπε ο σταθμός.
«Εδώ και λίγη ώρα, συμβαίνει κάτι πρωτόγνωρο. Βάνδαλοι επιτίθενται σε ανθρώπους στο κέντρο της Αθήνας και στα περίχωρα και τους χτυπάνε μέχρι λιποθυμίας. Φαίνονται να είναι εκτός εαυτού. Η αστυνομία έχει υποχωρήσει και έχουμε έγκυρες πληροφορίες από το υπουργείο άμυνας ότι σκοπεύει να επέμβει ο στρατός. Κλειστείτε στα σπίτια σας. Όταν….», εκείνη την στιγμή νέκρωσε το σήμα του σταθμού. Άλλαξαν κανάλια και διαπίστωσαν ότι είχε συμβεί το ίδιο σε όλα εκτός από το κανάλι του Λεβέντη που έπαιζε ακόμα κονσέρβα τις κατάρες του προς τους πολιτικούς του αντιπάλους που ήθελαν να τον φιμώσουν.
Έμειναν να αναρωτιούνται, μέχρι που χτύπησε πάλι με δύναμη η πόρτα και πανικοβλήθηκαν. Η κυρά Σοφία, ήταν πιο ψύχραιμη (όπως όλοι οι πρωταγωνιστές άλλωστε) και έσπρωξε μία βαριά πολυθρόνα μέχρι την πόρτα.
«Τι με κοιτάτε; Πρέπει να κάνουμε κάτι». Οι άλλες είχαν ζαρώσει από τον φόβο, όμως εκείνη έδειχνε να έχει ψηλώσει. Ήταν γεμάτη ενέργεια. Κάτι τέτοιο περίμενε σε όλη της την ζωή και τώρα ήταν η ώρα να αποδείξει ότι δεν ήταν μια απλή νοικοκυρά αλλά μια δυναμική γυναίκα που αντιμετώπιζε τα πάντα με θάρρος.
Απ’ έξω ακούστηκαν νέα μουγκρητά, πράγμα που σήμαινε ότι είχαν έρθει και άλλοι βάνδαλοι. Η κυρά Σοφία έμενε στο κέντρο της Αθήνας από τότε που θυμόταν τον εαυτό της. Είχε αντιμετωπίσει αρκετές φορές βίαιες καταστάσεις στους δρόμους, αλλά όχι κάτι παρόμοιο. Αυτοί οι άνθρωποι ακούγονταν σαν ναρκωμένοι και δεν μιλούσαν, μόνο μούγκριζαν και κοπάναγαν. Ήταν σαν την Μαρία της σιωπής, αλλά στη βίαιη εκδοχή της.
Η πόρτα δονούνταν από τα συνεχόμενα χτυπήματα και έδειχνε πως δεν θα άντεχε για πολύ. Ο ήχος των μουγκρητών και των ουρλιαχτών ακουγόταν σαν όπερα του Βάγκνερ, βαρύς και ατμοσφαιρικός.
«Θα βοηθήσετε ή θα κάθεστε έτσι αγκαλιασμένες μέχρι να μπουν μέσα;», φώναξε στις δύο γυναίκες, που είχαν κρυφτεί πίσω από τον λιπόθυμο όγκο του Χρήστου.
«Ειρήνη, άντε να φέρεις από μέσα ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν όπλο. Αμαλία, πήγαινε να δεις στο μπαλκόνι τι συμβαίνει έξω. Και εγώ θα προσπαθήσω να συνεφέρω το παιδοβούβαλο».
Υπάκουσαν στις άμεσες διαταγές της και πήραν τον δρόμο τους.
Ζε μα πελ Ελεν
Η Ελένη άρχισε να έχει σπασμούς και να χτυπιέται σαν δαιμονισμένη. Ο Ιάσονας ταράχτηκε και έφυγε γρήγορα από το δωμάτιο για να φωνάξει τους άλλους. Γύρισαν όλοι μαζί και την βρήκαν όρθια με την μούρη να κοιτάει τον τοίχο και να ψελλίζει κάτι σαν νανούρισμα. Η φωνή της ακουγόταν σαν να ερχόταν από ένα βαθύ πηγάδι. Τα κατάμαυρα μαλλιά της έπεφταν στους γυμνούς της ώμους και ο Ιάσονας έκλεισε κατευθείαν τα μάτια του Άλκη για να μην δει παρακάτω το κωλαράκι της.
«Τι είναι Ελένη μου;», την ρώτησε με αγάπη η πεθερά της, πρώτη μα πρώτη φορά με ενδιαφέρον.
Η Ελένη συνέχιζε να ψέλνει, βγάζοντας παράλληλα και έναν συνεχόμενο λαρυγγικό ήχο. Ήταν τελείως χλωμή και το ότι στεκόταν εντελώς ακίνητη, την έκανε να μοιάζει με άγαλμα (όχι στις αναλογίες, είχε μερικά έξτρα κιλάκια, ξέρετε, τα μεσογειακά). Ο Ιάσονας έκανε να την πλησιάσει, αλλά φοβόταν. Κάτι περίεργο συνέβαινε, κάτι που ζητούσε άμεση δράση και κατέβασμα μανικιών (στην εποχή μας όταν θέλουμε να αναλάβουμε δράση σηκώνουμε τα μανίκια).
Τότε όμως χτύπησε βίαια η πόρτα κάνοντάς τους να αγκαλιαστούν από τον φόβο. Στο επόμενο χτύπημα έφυγαν και οι τρεις για το σαλόνι και είδαν την πόρτα να τραντάζεται, έτοιμη να σπάσει. Απέξω ακουγόταν μία παράξενη οχλοβοή, μονότονη και ρυθμική. Ο Ιάσονας διπλοκλείδωσε την πόρτα και έμεινε από πίσω της για να κοντράρει τα βίαια χτυπήματα. Ο Άλκης με την κυρά Θάλεια, μετέφεραν ένα βαρύ έπιπλο μέχρι εκεί και το τοποθέτησαν για κόντρα. Μόλις μπήκε το έπιπλο, ο Ιάσονας έτρεξε στο δωμάτιο. Η Ελένη δεν ήταν εκεί…
Συνεχίζεται…
-------------------------------------------------------------------
Παναγιώτης Δεληγιάννης
Αρχική δημοσίευση
http://nyctophilia.gr/
0 σχόλια