Penthouse of Horror part7

Μαρτίου 23, 2018



Penthouse of Horror – Επεισόδιο 07


Θα είναι σαν να βλέπεις 90’s τηλεόραση, αλλά στην πραγματικότητα δεν θα την βλέπεις.
Γέροντας Μεγκαλίσιος
———-
1/4 του αιώνα και 20 ημέρες είναι μεγάλο χρονικό διάστημα. Όλοι ξέχασαν. Και συνέχισαν τις ζωές τους.
Ποια ήταν όμως η εξέλιξη; Γιατί δεν μας έδειξαν την συνέχεια; Τι συνέβη στην πραγματικότητα; Όσοι αναζητούσαν την αλήθεια, σιγά σιγά χάθηκαν μυστηριωδώς.
Εκτός από έναν. Αυτός έγινε ένας με αυτούς. Τους ακολούθησε. Και είδε…
25 χρόνια μετά θα σας αποκαλύψει την πραγματική ιστορία. Αν δεν είστε έτοιμοι, μην τη διαβάσετε. Φρικιαστική, με χοντροκομμένο χιούμορ. Όπως το δικό τους. Η ιστορία είναι 100% πραγματική, γιατί η αλήθεια πρέπει να είναι ωμή. Όπως τρώνε οι Γάλλοι τη μοσχαρίσια μπριζόλα. Ή οι τυροβρωμίκουλες τον ανθρώπινο εγκέφαλο…
———-
Η ιστορία είναι και θα είναι 100% δωρεάν. Ο συγγραφέας, Panagiotis Deligiannis, δηλώνει φαν γνωστών ηρώων του παρελθόντος και αποφάσισε να τους δώσει μια συνέχεια σε έναν άλλο κόσμο. Χωρίς να έχει σκοπό το κέρδος και χωρίς να θέλει να προσβάλλει τους αρχικούς δημιουργούς.
——————————————————————————–

Ακόμη μια μέρα σαν τις άλλες (η τελευταία πριν την ημέρα 0)

Παλαιό Ψυχικό – Ώρα 06:25 π.μ.

«Χριστίνα… Χριστίνα…», ούρλιαζε η γριά με την στριγκή φωνή της από το κάτω πάτωμα.
«Κλείσε κλείσε. Με φωνάζει η γριά. Θα σε δω στο εργοστάσιο. Σ’αγαπώ», του είπε με βραχνή ναζιάρικη φωνή και έκλεισε το τηλέφωνο.
«Ναι μητέρα. Κατεβαίνω», φώναξε στην γριά και ξεκίνησε με βαριά βήματα να πάει για πρωινό.
Η πεθερά της την περίμενε στο τραπέζι σε έξαλλη κατάσταση. Το μαλλί της, ένας τέλειος λευκός θάμνος που δεν είχε καμιά ζωντάνια, αλλά ακολουθούσε σταθερά τις κινήσεις του κεφαλιού της, ήταν για μια ακόμα φορά περιποιημένο στην εντέλεια, λες και έκρυβε εκεί μέσα νεραϊδούλες που το περιποιούνταν μέρα νύχτα. Τα γεμάτα κοσμήματα ρυτιδιασμένα χέρια της έτρεμαν από οργή και στο ζαρωμένο της πρόσωπό είχε σχηματιστεί ένα μειδίαμα.
«Τι έκανες τόση ώρα εκεί πάνω; Το τσάι κρύωσε και οι φρυγανιές παπάριασαν». Της έριξε ένα φαρμακερό βλέμμα μέσα από τα πελώρια γυαλιά της.
«Τι θες καλέ; Σου έχω πει να ξεκινάς χωρίς εμένα όταν αργώ», πέρασε στην αντεπίθεση η Χριστίνα.
«Όταν ζούσε ο Περικλής είχαμε ένα πρόγραμμα εδώ μέσα και αλίμονο σε αυτόν που δεν το τηρούσε. Αλλά τώρα μόνο γλώσσα και αυθάδεια».
«Καλημέρα σας», μπήκε ανέμελα στην κουζίνα η Ντορίτα.
«Καλά πάλι τσακώνεστε εσείς οι δύο;»
«Δεν την αντέχω άλλο Ντορίτα μου. Κάθε μέρα γίνεται όλο και πιο ανυπόφορη», απάντησε η Χριστίνα και ήπιε μια μεγάλη γουλιά από το τσάι της, που ζεμάταγε και την έκαψε.
«Αυτό ήταν που κρύωσε;», γύρισε επιθετικά προς την γριά Μαρκάταινα.
Η γριά γέλασε με το πάθημά της και ρούφηξε προσεκτικά μια μικρή γουλιά από το τσάι της.
Κοιτάχτηκαν για λίγο με ένταση και ύστερα λες και συνεννοήθηκαν, κατέβασαν το βλέμμα τους προς τα πιάτα τους ακριβώς την ίδια στιγμή.
Η ένταση ανάμεσά τους αμέσως χαλάρωσε. Έκρυβαν και οι δύο το ίδιο μυστικό και εκείνη ήταν η μέρα που έπρεπε να το αποκαλύψουν στην Ντορίτα που δεν είχε ιδέα.
«Νωρίς ξύπνησες σήμερα Ντοριτάκι μου», μίλησε η Χριστίνα στην κόρη της που της έκανε εντύπωση πως η κόρη της ήταν ξύπνια στις έξι και μισή το πρωί.
Γενικά η Ντορίτα είχε πιάσει το νόημα της ζωής. Ήταν άνθρωπος της ξάπλας, του αραλικιού, του τρώω τα έτοιμα των δικών μου και το παίζω και οικολόγα (βρε ποια μας θυμίζει).
«Τώρα γύρισα από ένα ρέιβ πάρτι στην Κόρινθο»
«Και μετά μου λες που έμοιασε αυτό το παιδί. Ωραία ανατροφή», πετάχτηκε η γριά Μαρκάταινα, που την έτρωγε ο πισινός της για αναταραχές, ξεχνώντας τα σημαντικά της ημέρας.
Η Χριστίνα δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην πεθερά της, μόνο της έριξε μια λοξή ματιά και συνέχισε.
«Και γιατί δεν κοιμάσαι παιδάκι μου να ξαποστάσεις από το νυχτοκάματο;», ειρωνεύτηκε την κόρη της.
«Καλά ρε μαμά. Σε ποιο κόσμο ζεις; Σήμερα τα απόγευμα έχουμε διαδήλωση στην Αθήνα, ενάντια στην εκμετάλλευση των τζιτζικιών από τις τουριστικές εταιρίες. Το ξέρεις ότι όλες οι τουριστικές εταιρίες εκτρέφουν παράνομα τζιτζίκια κάτω από άθλιες συνθήκες, για να τα εκμεταλλευτούν το καλοκαίρι;»
«Αγάπη μου έχω πέσει από τα σύννεφα. Μακάρι να μην είχαμε δουλειά στο εργοστάσιο και θα ήμουν στην πρώτη γραμμή μαζί σου», συνέχισε η Χριστίνα την ειρωνεία.
«Καλά κορόιδευε εσύ».
Έκανε μια απότομη κίνηση να φύγει. Η Χριστίνα έριξε μια βιαστική ματιά στην γριά Μαρκάταινα, λες και ήθελε να πάρει το οκ.
«Εεε, μια στιγμή Ντοριτάκι μου», άλλαξε κατευθείαν τόνο.
«Τι είναι πάλι;», γύρισε επιθετικά η Ντορίτα. «Έχεις και άλλες ειρωνείες να εξαπολύσεις, γιατί δεν έχω όρεξη».
«Όχι κορίτσι μου. Μάνα είμαι στην τελική έχω το ακαταλόγιστο». Κόμπιασε και έχασε την αυτοκυριαρχία της.
«Μάμα τι συμβαίνει;», την πλησίασε η Ντορίτα.
Ένα μπρέικ. Η Ντορίτα σπούδασε (έτρωγε τα λεφτά της μάνας της) για λίγο στην Ιταλία και πετούσε που και που Ιταλικές λέξεις για να δείξει ότι είχε επηρεαστεί βαθύτατα από τις πολιτισμικές αλλαγές. Η βλάχα. Τρε ντεκαντάνς. Τέλος πάντων.
«Τίποτα δεν συμβαίνει κορίτσι μου», πετάχτηκε η γριά Μαρκάταινα, που είδε πως η Χριστίνα είχε καταφέρει να τα σκατώσει για άλλη μια φορά.
«Απλά λέγαμε να γευματίσουμε όλοι μαζί το βράδυ. Σαν οικογένεια».
«Η οικογένεια Άνταμς», πετάχτηκε η Ασπασία από την κουζίνα με ένα πιάτο αφράτα και αχνιστά κρουασανάκια, σπάζοντας την αμηχανία που είχε δημιουργηθεί ανάμεσά τους.
«Καλημέρα Χριστίνα», κοίταξε με φιδίσιο βλέμμα την γυναίκα απέναντί της.
Η Χριστίνα δεν τολμούσε να την κοιτάξει στα μάτια. Είχε δεν είχε περάσει μια βδομάδα, από τότε που τους είχε πιάσει στα πράσα η Ασπασία με τον παραλίγο γαμπρό της τον Αντώνη στο διαμέρισμά του στην Καισαριανή. Στην Κλαζομενών. Δυο μέρες πριν την πήρε κατά μέρος και της τα είπε όλα γιατί δεν γινόταν αλλιώς. Και ενώ στην αρχή η Ασπασία έδειχνε να την καταλαβαίνει, τώρα έδειχνε να έχει πάρει ανάποδες, αφού τον γούσταρε και εκείνη τον Αντώνη από την πρώτη στιγμή.
«Λίγη υπομονή μέχρι το βράδυ και θα δεις τι θα πάθεις κάρια», σκέφτηκε από μέσα της η Χριστίνα. Εσύ θα είσαι η Πρώτη».
Σήκωσε διστακτικά το βλέμμα της.
«Καλημέρα Ασπασάκι μου. Πω πω τι μας έφερες να φάμε;»
«Θα μου εξηγήσετε επιτέλους τι είναι αυτό το γεύμα που μου λέτε;», πετάχτηκε θυμωμένη η Ντορίτα.
«Απλά ένα γεύμα», είπε ξερά η γριά. «Είναι καλά στις 8;»
«Δεν ξέρω θα δω», απάντησε απότομα η Ντορίτα. Η γιαγιά της την κοίταξε με τα μεγάλα μάτια της, σαν σκυλάκι που περιμένει χάδι. Η Ντορίτα αμέσως μαλάκωσε και πήγε και την αγκάλιασε.
«Πώς να σου χαλάσω χατίρι γιαγιακούλα μου; Στις 8 είναι πολύ καλά»

08:00

Οδηγούσε για αρκετή ώρα στην μποτιλιαρισμένη εθνική οδό. Το εργοστάσιο παραγωγής και επεξεργασίας ντομάτας ήταν λίγο έξω από την Χαλκίδα. Άραγε πόσες φορές είχε κάνει αυτή τη διαδρομή. Τριανταπέντε ολόκληρα χρόνια. Μια ζωή. Από τα είκοσί της που γνώρισε τον σαρανταπεντάχρονο τότε Περικλή. Εκείνη ήταν μια απλή δασκαλίτσα της παιδαγωγικής ακαδημίας που έκανε ιδιαίτερα μαθήματα για να τα βγάλει πέρα. Και εκείνος ήταν ένας κοτσονάτος δον ζουάν, που είχε όποια ήθελε. Στην αρχή υπήρχε μεγάλος έρωτας. Μέχρι που γνώρισε την μάνα του, λίγο πριν τον γάμο τους. Και είχε περάσει την δοκιμασία της. Τώρα ήταν η σειρά της κόρης της. Μακάρι να υπήρχε άλλος τρόπος, αλλά ήταν ο μοναδικός.
Ο λόγος του μποτιλιαρίσματος ήταν ένα τροχαίο ατύχημα. Μια καραμπόλα αρκετών αυτοκινήτων και μπόλικο ανθρώπινο αίμα χυμένο σαν μπογιά στους δρόμους. Έγλυψε τα χείλη της και γκάζωσε για να απομακρυνθεί.
Την ημέρα της συνάντησης με την μητέρα του Περικλή είχε μάθει όλη την αλήθεια. Ο Περικλής δεν την είχε βρει τυχαία. Η διαφορά ηλικίας που είχαν ήταν η κατάλληλη. Και είχε όλες τις προδιαγραφές για αυτό που τελικά συνέβη. Από την ώρα που είχε περάσει το κατώφλι της οικίας στο Παλαιό Ψυχικό δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Με την γνώση που είχε πάρει, έπρεπε να δεχτεί τους όρους που τέθηκαν. Αλλιώς θάνατος.
Ο Αντώνης. Τον είχε βρει από την αρχή. Πληρούσε όλους τους όρους. Αλλά είχε κάνει το λάθος και τον είχε ερωτευτεί. Σαν ηλίθια. Όταν θα έφτανε η ώρα δεν θα μπορούσε να το κάνει. Και όμως έπρεπε.

09:00

Ξεφύλλιζε την χαρτούρα μπροστά της, ίσα ίσα για να απασχολήσει το μυαλό της από αυτά που θα συνέβαιναν το βράδυ. Σηκώθηκε και πήγε μέχρι το παράθυρο και κοίταξε τα ατέλειωτα στρέμματα που εκτείνονταν μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι. Η μέρα ήταν ζεστή και υγρή και οι διάσπαρτοι εργάτες ήδη ιδροκοπούσαν στα χωράφια. Εντόπισε τον Αντώνη και εκείνος αμέσως την κοίταξε λες και την είχε καταλάβει. Εκείνη ταράχτηκε και έκανε ένα βήμα πίσω, λες και είχε αναστολές η φάουσα.
«Τσούλαααααα», ήχησε στο μυαλό της η φωνή της πεθεράς της, που κάθε φορά που είχε τύψεις την επισκεπτόταν. Φυσικά και η γριά Μαρκάταινα τα ήξερε όλα για τον Αντώνη από την αρχή. Αυτή ήταν η φύση αυτών των πλασμάτων. Αυτό που δεν άρεσε στην γριά ήταν η επιλογή του ατόμου. Στο κάτω κάτω ήταν ο αρραβωνιαστικός της εγγονής της, αλλά δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς πλέον.
Η πόρτα άνοιξε και το φως αντανάκλασε πάνω στην καράφλα του Λουκά που μπήκε φουριόζος στο γραφείο.
«Καλημέρα Χριστίνα μου». Εκείνη γύρισε ξαφνιασμένη και τον κοίταξε που βολευόταν στην θέση μπροστά από το γραφείο της. Είχε ήδη ανοίξει τον φάκελό του και έβγαζε από μέσα τα κιτάπια του.
«Καλημέρα Λουκά». Πήγε και κάθισε στην θέση της, ρίχνοντας ένα τελευταίο βλέμμα στον ιδρωμένο Αντώνη που της έστελνε φιλιά.
«Τι έχεις Χριστίνα μου; Δείχνεις ταραγμένη», της είπε και άφησε κατά μέρος ότι κράταγε και πλησίασε ακόμα πιο πολύ στο γραφείο της.
«Τίποτα τίποτα. Απλά δεν έχω διάθεση».
«Πάμε στην ταβέρνα του κυρ Παντελή να χαλαρώσεις;»
Ο Λουκάς ήταν ανέγγιχτος (γιου νόου γουάτ άι μιν) εδώ και πολλά χρόνια και η μόνη του παρηγοριά ήταν το παλιόκρασο του κυρ Παντελή από την μαντεμένια καράφα που φιλοξενούσε πάνω της την γλίτσα πολλών ετών. Από τότε που πέθανε ο Περικλής προσπαθούσε να προσεγγίσει ερωτικά την Χριστίνα, αλλά έτσι όπως το πήγαινε δεν θα πηδούσε ούτε μετά την Δευτέρα Παρουσία. Η Χριστίνα πάντα τον απέφευγε όταν της τα έριχνε, αλλά τον είχε πάντα από κοντά για καβάτζα. Από τότε που γνώρισε τον Αντώνη είχε γίνει πιο απότομη απέναντί του και ο Λουκάκος μαράζωνε. Αν τον βλέπατε πως ηταν στο πρώτο επεισόδιο και πως κατάντησε μετά τον Αντώνη (αν και δεν έμαθε ποτέ για την σχέση του με την Χριστίνα) θα καταλάβετε τι εννοώ.
«Εδώ πνιγόμαστε και εσείς μου λες να πάμε να τα πιούμε; Εμπρός δουλειά», άλλαξε αμέσως ύφος η Χριστίνα και φόρεσε τα γυαλιά με τον χοντρό σκελετό (όχι εκείνα που την έκαναν να μοιάζει με ανώμαλο μπανιστιρτζή).
Ο Λουκάς ξαναγύρισε αμέσως στα χαρτιά του και άρχισε να τα βγάζει έξω με την σειρά.
Το τηλέφωνο χτύπησε και η Χριστίνα έσπευσε να το απαντήσει.
«Είναι εδώ η φιλενάδα σας. Να της πω να περάσει;», ακούστηκε η φωνή της Σόφης της γραμματέας της.
«Να περάσει αμέσως. Γιατί την κρατάς; Και φέρε μας και δυο καφέδες»
«Πριν από λίγο ήμουν κάτω. Ξεποδαριάστηκα πάνω κάτω σήμερα. Πότε θα βάλετε ένα ασανσέρ;»
«Τελείωνε», τσίριξε η Χριστίνα και κατέβασε το ακουστικό.
Η Σάσα μπήκε μέσα και πήγε κατευθείαν στην φιλενάδα της.
«Καλημέρα Λουκά», χαιρέτισε τον άντρα και ύστερα φίλησε σταυρωτά την φιλενάδα της.
«Καλημέρα Σάσα», χαμογέλασε άνευρα εκείνος και γύρισε πάλι στα χαρτιά του.
Η Σάσα έκλεισε συνθηματικά το μάτι στην Χριστίνα. Η Χριστίνα το έπιασε αμέσως.
«Εεε Λουκά μου, θέλεις να πας να ρίξεις μια ματιά στις αποθήκες».
«Μα Χριστίνα μου εδώ καιγόμαστε. Τα τιμολόγια του Αράπογλου πρέπει να φύγουν σήμερα και έχουμε και δυο ακάλυπτες επιταγές αξίας πέντε εκατομμυρίων».
«Μπορούμε να τα δούμε μετά αυτά Λουκά. Ο Μανώλης μου είπε πως υπάρχει κάποιο πρόβλημα με την αποθήκευση, που πρέπει να επιλυθεί άμεσα», είπε πιο επιτακτικά.
«Καλά καλά πάω. Θα έρθω όσο πιο γρήγορα μπορώ». Αυτό βέβαια ήταν μια κουβέντα. Οι αποθήκες ήταν στην άλλη μεριά του κτήματος, πέντε χιλιόμετρα μακριά. Ο Λουκάς μάζεψε τα χαρτιά του, τα τοποθέτησε άτσαλα μέσα στον φάκελό του και αφού χαιρέτισε την Σάσα βγήκε από το γραφείο.
Η Χριστίνα έτρεξε μέχρι την πόρτα κοίταξε έξω για την Σοφία και αφού είδε ότι δεν ήταν εκεί την κλείδωσε και γύρισε στην θέση της.
«Φιλενάδα έχω μεγάλο πρόβλημα». Κοίταξε την φίλη της στα μάτια, με παραπονεμένο ύφος.
«Άσε μας πάλι με τον Αντωνάκη. Κλαίνε οι χήρες κλαίνε και οι παντρεμένες. Εγώ να δεις πρόβλημα που έχω. Έχει έρθει ένας φοιτητής στο διπλανό σπίτι και είναι κούκλος το χρυσό μου. Αλλά είναι σκράπας. Τι ζάχαρη πάω και του ζητάω με το κομπινεζόν, τι τον φωνάζω να έρθει να μου σφίξει την βρύση και εγώ τον περιμένω με μια μόνο πετσέτα και όλα έξω, αυτός δεν καταλαβαίνει. Αλλά απόψε έχω το ολοκληρωτικό σχέδιο για να τον στριμώξω».
Η Χριστίνα είχε σκύψει το κεφάλι και δεν την άκουγε και η Σάσα το παρατήρησε.
«Τι έχεις Χριστινάκι μου; Τι σου έκανε το παλιοτόμαρο;»
Η Χριστίνα άρχισε να κλαίει με λυγμούς.
«Αχ ανησυχώ κοριτσάκι μου. Πες στο Σασουλίνι σου τι έχεις και θα σου βρει λύση».
Η Χριστίνα σήκωσε το κεφάλι της από το γραφείο και την κοίταξε με κατακόκκινα μάτια και τις μύξες να τρέχουν ποτάμι από την μύτη της.
«Πρέπει να στο πω γιατί θα σκάσω. Αλλά δεν πρέπει να το πεις πουθενά».
«Τι είναι αγάπη μου; Τι είναι καρδιά μου; Μήπως σε άφησε έγκυο το γουρούνι και μόλις το έμαθε σε παράτησε;»
«Ορκίσου ότι δεν θα το πεις πουθενά».
«Ορκίζομαι. Στο βρακί μου μέσα από την ψυχή μου. Που ιερότερο όρκο δεν έχω». Έκανε τους δείκτες της σταυρουδάκι, τους φίλησε και ύστερα έκανε ένα φιογκάκι σαν χαριτωμενιά πάνω από το κεφάλι της.
«Είμαι απόγονος της Λίλιθ. Είμαι ένα βαμπίρ».

15:00

Η Χριστίνα τα είχε εξηγήσει όλα στην εμβρόντητη Σάσα, που για πρώτη φορά στην ζωή της είχε χάσει την μιλιά της και δεν ήξερε τι να πει. Της είπε για την κόρη της και πως εκείνο το βράδυ θα μάθαινε όλη την αλήθεια. Η Ντορίτα θα έπρεπε άμεσα να βρει έναν άντρα και να κάνει παιδί μαζί του. Ύστερα από αυτό θα γινόταν το απαραίτητο τελετουργικό και θα την έκαναν βαμπίρ, για να συνεχιστεί η γενιά της Λίλιθ. Θα μεγάλωνε το παιδί της. Αν ήταν αγόρι θα έπρεπε να φτάσει σε ώριμη ηλικία και να βρει μια μικρότερή του για να τεκνοποιήσει. Η γυναίκα του θα ήταν η συνεχίστρια αυτού του δεσμού αίματος. Όταν θα τεκνοποιούσε, θα έπρεπε να τον σκοτώσει η ίδια. Αν ήταν κορίτσι θα ήταν η επόμενη η συνεχίστριά της. Αν τα παιδιά ήταν δίδυμα το ένα θα έπρεπε να θανατωθεί.
«Και ο Αντώνης;», ψέλλισε η Σάσα. «Τα γνωρίζει όλα αυτά;». Δεν τολμούσε να κοιτάξει την φίλη της στα μάτια, φοβόταν.
«Κανείς δεν τα ξέρει. Μόνο εγώ και η πεθερά μου και οι πρόγονές μας. Ποτέ και κανείς δεν έμαθε το μυστικό μας. Μόνο εσύ ξέρεις. Και δεν πρέπει να το πεις πουθενά. Σε νιώθω σαν αδερφή μου». Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της και αμέσως η Σάσα κατάλαβε ότι δεν κινδύνευε από την φίλη της.
«Είμαι εγώ εδώ φιλενάδα». Την αγκάλιασε και έμειναν για λίγη ώρα έτσι.
«Έπρεπε να στα πω. Δεν μπορούσα να κρατάω όλο αυτό το βάρος μόνη μου».
«Και γιατί;»
«Απόψε, πρέπει ο Αντώνης να κάνει σεξ με την Ντορίτα για να πιάσουν παιδί και μετά να γίνει η μύηση της Ντορίτας. Στο τέλος αυτής, θα πρέπει να σκοτώσει τον Αντώνη, για να του ρουφήξει την ζωτική του ενέργεια».

18:30

Τα δάκρυα είχαν στερέψει εδώ και ώρες. Η Χριστίνα είχε μιλήσει αναλυτικά στην Σάσα για όλα. Η Σασα τα είχε αποδεχτεί αρκετά εύκολα, αν λάβει κανείς υπόψη του το βάρος των αποκαλύψεων.
«Για αυτό δεν ήθελες να συναντιόμαστε ποτέ όταν είχα περίοδο;» είπε η Σάσα δυνατά και γέλασε κακαριστά και παρατεταμένα.
«Ναι αυτό είναι μια αλήθεια. Και πάντα πίστευα ότι θα καταλάβαινες τι συμβαίνει. Αλλά από την άλλη έλεγα ότι αυτό ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Εδώ εγώ ορισμένες στιγμές πιστεύω ότι όλο αυτό είναι ένα μεγάλο ψέμα».
«Και κάθε πότε πίνεις αίμα», ρώτησε λίγο πιο σοβαρά η Σάσα.
«Το εργοστάσιο ντομάτας είναι μια καλή κάλυψη. Δεν έχουν όλες οι κονσέρβες ντοματοπολτό. Έχουμε ένα μυστικό εργαστήριο, όπου παίρνουμε ανθρώπινο αίμα και με μία μέθοδο που έχουμε ανακαλύψει το πολλαπλασιάζουμε. Γιατί νομίζεις ότι παρέχω ιδιωτική ασφάλιση στους εργάτες μου και μηνιαίες εξετάσεις; Το αίμα που τους παίρνουμε δεν το εξετάζουμε ποτέ, απλά το πολλαπλασιάζουμε».
«Αυτό είναι που λένε πίνουν το αίμα των εργατών», αστειεύτηκε η Σάσα, αλλά η Χριστίνα παρέμεινε σοβαρή και τελικά κατέβασε το κεφάλι της.
«Και τον Αντώνη; Γιατί πρέπει να τον σκοτώσεις;»
«Οι άντρες είναι περιττοί στην γενεαλογία της Λίλιθ. Ο μόνος σκοπός ύπαρξής τους είναι να τεκνοποιήσουν. Και ύστερα να πεθάνουν».
«Και δεν μπορεί να γίνει μια εξαίρεση; Αν η κόρη σου ζευγαρώσει με άλλον;»
«Χαχα. Η κόρη μου να ζευγαρώσει με άλλον. Δεν την βλέπεις πως είναι; Στο τέλος θα μείνει γεροντοκόρη. Η παράδοση μας είναι να ζευγαρώνουμε με μεγαλύτερους άντρες αλλά τώρα αυτός μας έτυχε. Και μόλις μάθει απόψε η Ντορίτα την μισή αλήθεια αυτόν θα θέλει για πατέρα του παιδιού της. Θυμάσαι τον Κούλη Δεληβοριά; Εκείνον της προορίζαμε μα εκείνη ήταν χάπατο. Νόμιζε ότι τον είχαμε για την Ασπασία. Αν είχε κάνει παιδί με τον Κούλη, ο Αντώνης θα ήταν ασφαλής».
«Και από εδώ και πέρα τι θα κάνεις;»
«Δεν ξέρω. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν πρέπει να μιλήσεις πουθενά. Για την ασφάλειά σου. Και το δεύτερο…» κοίταξε το ρολόι της. «Ωχ θεέ μου άργησα. Πρέπει να φύγω γιατί θα αργήσω. Σε ευχαριστώ πολύ φιλενάδα»
Αλλά η Σάσα έδειχνε σκεφτική.
«Τι είναι Σάσα; Τι σκέφτεσαι;»
«Τίποτα. Απλά βγάζω τα συμπεράσματα για όσα έχουμε ζήσει. Για αυτό όλοι οι άντρες σαγηνεύονταν μαζί σου και όχι μαζί μου. Για αυτό όλοι ήθελαν εσένα και όχι εμένα».
Η Χριστίνα κάθισε πάλι κάτω και χαμήλωσε το βλέμμα.
«Ναι..», είπε τελικά. «Είναι αλήθεια. Ένα από τα θετικά του να είσαι βαμπίρ είναι η σαγήνη».
«Για αυτό μωρή δεν σταύρωνα γκόμενο όταν ήμασταν μαζί; Μοναχοφαγού ε μοναχοφαγού. Και έλεγα πάντα αποκλείεται, δεν μπορεί να είναι τόσο τυφλοί οι άντρες. Πως είχαν μπροστά τους μια γυναίκα σαν εμένα και ήθελαν εσένα;». Αρχικά είχε εξαγριωθεί, αλλά βλέποντας την φιλενάδα της στεναχωρημένη, κατάλαβε ότι υπέφερε.
«Συγνώμη Χριστινάκι μου. Ειλικρινά. Δεν ήθελα να σου μιλήσω έτσι».
Η Χριστίνα αναθάρρησε.
«Τουλάχιστον υπάρχει και ένα θετικό. Απόψε θα ξεφορτωθούμε την Ασπασία. Μας είδε με τον Αντώνη και είναι έτοιμη να μιλήσει στην Ντορίτα και να τα καταστρέψει όλα πριν την τεκνοποίηση. Αφού μιλήσουμε στην Ντορίτα, εγώ και η γριά θα βάλουμε την Ασπασία σε ένα αυτοκίνητο, θα της πούμε ότι την πάμε μια βόλτα και θα την κατακρεουργήσουμε. Δεν θα μείνει ούτε ένα κύτταρο της για να μας ενοχοποιήσει».
«Και τι θα πείτε στην καημένη την Ντορίτα απόψε; Πως θα της το φέρετε;»
«Αυτό είναι τι τελευταίο που μας ανησυχεί. Το τελετουργικό της μύησης είναι πάνσοφο και πανάρχαιο, το επινόησε η ίδια η Λίλιθ. Ποτέ μα ποτέ δεν υπήρξε γυναίκα που να αμφισβήτησε την μοίρα της. Ποτέ».

19:15

Οι περισσότεροι χώροι του εργοστασίου είχαν βυθιστεί στο σκοτάδι.
Όλοι οι υπάλληλοι γραφείου είχαν αποσυρθεί από ώρα και μόνο οι λιγοστοί εργάτες της βραδινής βάρδιας και οι καθαρίστριες συνέχισαν να κάνουν την δουλειά τους, κοιτάζοντας συνεχώς τα ρολόγια τους, λες και θα πέρναγε πιο γρήγορα η ώρα. Η Χριστίνα είχε αποχαιρετήσει την Σάσα λίγες μόλις στιγμές πριν και ετοιμαζόταν για την μεγάλη βραδιά που θα ακολουθούσε. Το ότι είχε μιλήσει επιτέλους στην Σάσα ήταν ένα βάλσαμο. Ένιωθε ανάλαφρη που επιτέλους είχε ένα άτομο δίπλα της που ήξερε τι τραβούσε. Δεκαετίες μοναξιάς και μυστικών έσβησαν μεμιάς. Η Σάσα θα ήταν πάντα δίπλα της, μέχρι τον θάνατό της. Πήρε την τσάντα της και το παλτό της και πέρασε έξω από το γραφείο. Άφησε πίσω της το γραφείο της Σόφη και προχώρησε στον ημιφωτισμένο μακρύ διάδρομο που οδηγούσε μέχρι τις σκάλες. Στα μισά της διαδρομής είδε την Σάσα να εμφανίζεται από την σκάλα και να τρέχει με όλες τις δυνάμεις της προς το μέρος της. Το πρόσωπό της είχε παραμορφωθεί από τον τρόμο.
Η Χριστίνα αναστατώθηκε, σίγουρα κάτι κακό είχε συμβεί.
«Τι έπαθες Σάσα μου;»
«Χριστίνα…» είπε λαχανιασμένη η Σάσα και έσκυψε για να πάρει ανάσα.
Η Χριστίνα την κοιτούσε με αγωνία. Η ώρα περνούσε και θα αργούσε για την μύηση.
«Τι συμβαίνει Σάσα μου; Πες μου αγάπη μου».
Η Σάσα σήκωσε το βλέμμα της και την κοίταξε. Δεν μπορούσε ακόμη να μιλήσει μόνο βαριανάσαινε για να ξελαχανιάσει. Από κοντά το πρόσωπό της ήταν μια μάσκα τρόμου. Αυτό που είχε δει την είχε σοκάρει.
«Ο Λουκάς», είπε ξέπνοα.
«Τι έκανε ο Λουκάς; Σου ζήτησε να πάτε να τα πιείτε;», αστειεύτηκε η Χριστίνα.
«Μου επιτέθηκε». Έβαλε αμέσως τα κλάματα.
«Α το κτήνος. Α το τέρας. Ήθελε να σε βιάσει;»
«Όχι… δεν κατάλαβες». Οι λυγμοί της ήταν γοεροί.
«Που έγινε αυτό; Ο Λουκάς έχει φύγει πολύ ώρα τώρα». Είχε αναστατωθεί και κοιτούσε συνεχώς προς την σκάλα για να δει έναν μαινόμενο Λουκά να τους χιμάει. Τελικά, σκέφτηκε, η αγαμία βάρεσε κόκκινο και του έστριψε.
«Ήταν στον δρόμο. Ένα χιλιόμετρο από εδώ. Τον είδα ξαπλωμένο μέσα στην μέση του δρόμου σαν να ήταν νεκρός. Κατέβηκα να δω και τότε σηκώθηκε απότομα. Βρώμαγε. Του μίλησα αλλά ερχόταν καταπάνω μου. Λες και δεν ήταν ο Λουκάς. Μπήκα πάλι μέσα στο αμάξι και έκανα όπισθεν. Αλλά εκείνος ερχόταν κατά πάνω μου. Τότε φοβήθηκα, έβαλα πρώτη και πάτησα το γκάζι. Έπεσα πάνω του με δύναμη και τον άφησα στον τόπο». Η Χριστίνα την αγκάλιασε.
«Θα είχε μεθύσει ο αφιλότιμος και θα του έστριψε. Σώπα αγάπη μου μην κλαις. Εγώ είμαι εδώ».
Εκείνη την στιγμή ακούστηκε το τηλέφωνο από το γραφείο της και την τάραξε. Χτύπησε πάνω από δέκα φορές και ύστερα σταμάτησε. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα άρχισε πάλι.
«Μισό λεπτό καλή μου. Ίσως να είναι η πεθερά μου».
«Μην με αφήνεις εδώ μόνη σε παρακαλώ». Έριξε μια ματιά πίσω της στην σκάλα.
«Έλα πάμε μαζί». Το τηλέφωνο συνέχιζε το επίμονο κουδούνισμα του.
Η Χριστίνα μπήκε φουριόζα στο γραφείο και το σήκωσε.
«Παρακαλώ;»
Μια αντρική φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής ούρλιαζε.
«Κλείσε αμέσως τις πόρτες κυρ Λάμπρο μου. Και έλα μέσα στο κτίριο».
«Τι συμβαίνει;», ρώτησε ανάστατη η Σάσα, αλλά η Χριστίνα άνοιξε βιαστικά το μικρόφωνο για να μιλήσει στους εναπομείναντες εργάτες.
«Όλοι οι εργάτες να μαζευτούν στο κτίριο της διοίκησης. Αφήστε ότι κάνετε και ελάτε αμέσως εδώ. Υπάρχει κίνδυνος». Η φωνή της αντήχησε μακάβρια στην τεράστια σκοτεινή έκταση των χωραφιών.
«Τι συμβαίνει Χριστίνα μου;» ρώτησε τρομοκρατημένη η Σάσα με γουρλωμένα μάτια.
«Έφτασε το τέλος του κόσμου, που είχε προβλέψει η γεννήτορας μας, η Λίλιθ», απάντησε η Χριστίνα και έκλεισε το μικρόφωνο.

20:30

Η Ντορίτα δεν είχε φανεί, ούτε η Χριστίνα. Η Ασπασία είχε πάει στην εκκλησία και δεν θα γύριζε πριν τις δέκα. Αλλά η ώρα περνούσε και η γριά ανυπομονούσε. Ήταν η τελευταία της μύηση. Ύστερα από αυτή θα αποσυρόταν στο μεγάλο κάστρο όπου κατέληγαν όλες οι απόγονοι της Λίλιθ.
Η τηλεόραση είχε χάσει το σήμα της από ώρα και η γριά καταριόταν τον τεχνικό που ερχόταν κάθε λίγο και λιγάκι να επιδιορθώσει την κεραία. Ήταν σίγουρη ότι κάτι έκανε κάθε φορά για να ξαναχρειαστούν τις υπηρεσίες του μετά από λίγο καιρό.
Τα μαύρα κεριά της τελετής είχαν μισολειώσει αλλά από την ώρα που άναβαν δεν έπρεπε να σβήσουν για κανένα λόγο. Τα παράσιτα από την τηλεόραση την είχαν εκνευρίσει αφάνταστα και πήγε να την κλείσει.
Τότε όμως φάνηκε ένας παρουσιαστής ειδήσεων, που για πρώτη φορά μιλούσε τρομαγμένος.
«Η μόλυνση εξαπλώνεται. Βρείτε καταφύγιο. Η κυβέρνηση έχει σηκώσει τα χέρια ψηλά και ο στρατός έχει αναλάβει ανεπίσημα να προστατεύσει τους πολίτες. Όπως είπαμε και προηγουμένως όλα ξεκίνησαν πριν από δύο ώρες, δεν ξέρουμε ακόμα πως». Έγινε διακοπή ρεύματος και η οθόνη βυθίστηκε στο σκοτάδι. Ένα παράθυρο στον πάνω όροφο άνοιξε και ένας μουχλιασμένος αέρας εισέβαλλε σταδιακά στο σπίτι.
«Ήρθες», είπε η γριά Μαρκάταινα στον αέρα. Σε ένα σημείο κοντά στα κεριά, μια μορφή άρχισε να σχηματίζεται, ένας γκρίζος καπνός που έπαιρνε σιγά σιγά σχήμα.
Η Γριά αναρίγησε και ύστερα γονάτισε σε ένδειξη σεβασμού μπροστά στην μορφή.
Η μορφή ήταν γυναικεία και τα χαρακτηριστικά της πολύ όμορφα. Τα κατάμαυρα μακριά μαλλιά της κάλυπταν την γύμνια της και τα αβυσσαλέα μάτια της έκρυβαν όλες τις φρίκες του κόσμου.
Η μορφή της ήταν παράταιρη με τον χώρο, καθώς έμοιαζε με σιλουέτα κομμένη από μια σκηνή ενός έργου βωβού κινηματογράφου.
Ανέδιδε το γήινο άρωμά της σε όλο τον χώρο, σαπισμένα λουλούδια και φρεσκοποτισμένο χώμα. Μαζί της είχε φέρει και μια ποταμίσια υγρασία που απλωνόταν σε όλο τον χώρο και έκοβε την ανάσα.
«Η κόρη μου δεν θα έρθει. Πέθανε», ανακοίνωσε στεγνά στην γριά σε μια άγνωστη και σκληρή γλώσσα, που κάποιος τρίτος θα την αντιλαμβανόταν σαν τον θόρυβο μιας κατολίσθησης.
«Πέ.. πέθανε;». Η γριά δεν τόλμησε να σηκώσει το βλέμμα της. Οι δακρυγόνοι αδένες της είχαν αχρηστευτεί από χρόνια και έτσι δεν έκλαψε.
«Την έφαγαν. Οι αρμαγεδδώνες του γένους μας. Η προφητεία μου βγήκε αληθινή. Ήρθα να σας πάρω».
«Η Χριστίνα δεν έχει έρθει ακόμα. Ίσως να πέθανε και εκείνη», τόλμησε να υποθέσει η γριά.
«Αν πέθαινε θα το ένιωθα. Πρέπει να φύγουμε χωρίς αυτήν». Δεν το είπε σαν διαταγή, ούτε ως παράκληση. Αυτό που έλεγε ήταν πάντα νόμος και κανείς δεν την είχε αμφισβητήσει ποτέ.
Τα κεριά κόντευαν να λιώσουν, σύντομα θα έσβηναν. Μόλις συνέβαινε αυτό, θα εξαφανιζόντουσαν από τον κόσμο των ανθρώπων και θα πήγαιναν στην αιώνια κατοικία τους, στο υπόγειο κάστρο.

Ημέρα 0. Εκείνη που έμεινε πίσω

Η Χριστίνα γνώριζε βαθιά μέσα της πως η Λίλιθ και η πεθερά της την είχαν εγκαταλείψει πάνω στη γη. Πλέον δεν υπήρχαν κανόνες να την δεσμεύουν, μόνο η επιβίωση. Μπορούσε να κάνει ότι ήθελε για να σώσει το τομάρι της. ακόμα και το Απαγορευμένο, να δημιουργήσει τα δικά της βαμπίρ μέσω του αίματός της. Οι δώδεκα εργάτες και καθαριστές που κατάφεραν να ξεφύγουν από τα αιμοδιψή πλάσματα, ήταν συγκεντρωμένοι στο κτίριο του διοικητηρίου και έκλαιγαν. Μόνο έκλαιγαν, ξεσπώντας το αρχικό σοκ. Μόλις δώδεκα άτομα. Άλλοι τριάντα εργάτες δεν είχαν την τύχη με το μέρος τους και κατασπαράχτηκαν άγρια από τις ορδές των τεράτων που βρωμούσαν τυρίλα. Όλοι τα αποκαλούσαν Μπίχλερ, όπως τους είχε πει η Χριστίνα. Τα μυθικά τέρατα που σύμφωνα με την Λίλιθ θα έφερναν το τέλος της ράτσας της.
Η Χριστίνα με την Σάσα ήταν κλεισμένες στο γραφείο. Είχε πάει απόγευμα και οι Μπίχλερ είχαν αποχωρήσει από τα χωράφια, μαζικά λες και είχαν πάρει από κάπου εντολή. Η Σάσα αναστέναξε από ανακούφιση, αλλά η Χριστίνα ήξερε πως αυτή ήταν μια τακτική και δεν έπρεπε να επαναπαυτούν.
Το προηγούμενο βράδυ ήταν μερικές δεκάδες. Το πρωί εκατοντάδες. Το μεσημέρι αμέτρητοι. Αλλά το διοικητήριο άντεχε. Είχε κτιστεί προληπτικά με όλα τα απαραίτητα για αυτή την περίπτωση και τελικά η Χριστίνα ένιωθε τόσο τυχερή που είχε συμβεί αυτό.
Τροφή υπήρχε για αμέτρητα χρόνια, χάρη στο κρυφό εργαστήριο.
«Και τώρα τι κάνουμε;», ρώτησε η Σάσα που έδειχνε λίγο πιο χαλαρή, λες και είχε ήδη συνηθίσει αυτή την κατάσταση.
«Τι εννοείς τι κάνουμε; Δεν υπάρχει τίποτα πια εκεί έξω. Θα μείνουμε εδώ για πάντα».
«Και πως θα επιβιώσουμε; Τι θα τρώμε;»
«Όσο για αυτό…. Ξέρεις. Πώς να στο πω….»
Η Χριστίνα σηκώθηκε και άρχισε να κόβει βόλτες κοιτάζοντας εξεταστικά την φίλη της.
Η Σάσα ένιωσε ένα ρίγος να την διαπερνά, ποτέ δεν την είχε ξανακοιτάξει έτσι η Χριστίνα.
«Πρέπει να αλλάξεις», είπε τελικά η Χριστίνα που είχε σταθεί μπροστά στο παράθυρο.
«Μα δεν έχω άλλα ρούχα μαζί μου. Δεν ήξερα ότι θα ερχόταν το τέλος του κοσμου».
«Δεν με κατάλαβες καλή μου».
Και τότε ξεγύμνωσε τα σουβλερά δόντια της και της χίμιξε.

Οι εργάτες

Είχε νυχτώσει και οι εργάτες είχαν συγκεντρωθεί στην καντίνα για να φάνε. Κανένας δεν έδειχνε να σκέφτεται το αύριο και έτσι είχαν όλοι πέσει με τα μούτρα στα σάντουιτς, τις τυρόπιτες, τις μπύρες και τα αναψυκτικά. Τα λιγοστά εφόδια έτσι και αλλιώς θα τελείωναν σύντομα, οπότε γιατί να μην το ευχαριστηθούν;
Μόλις απόφαγαν, ο Μανώλης πήγε μέχρι το κασετόφωνο και έβαλε μια από τις κασέτες που είχε γράψει ο καντινιέρης. Το ζειμπέκικο ξεκίνησε και ο Παντελής ο εργάτης σηκώθηκε. Όλοι έκαναν έναν κύκλο γύρω του και άρχισαν να βαράνε παλαμάκια, ενώ ο Παντελής χόρευε μαγκιόρικα στους ρυθμούς της μουσικής.
Συνήθως ο Αντωνάκης χόρευε μερακλαντάν ζεϊμπέκικα με συχνότητα μία φορά στα δύο επεισόδια, αλλά δεν είχε εμφανιστεί ακόμα.
Οι εργάτες έδειχναν να ξεχνούν την πραγματικότητα και να το διασκεδάζουν. Το επόμενο τραγούδι που μπήκε ήταν σκυλοτράγουδο και έτσι σηκώθηκαν όλοι και άρχισαν να λικνίζονται σαν τα ψάρια όταν τα βγάζεις από το νερό.
Και τότε έσβησαν τα φώτα.
Πέντε λεπτά αργότερα τα φώτα άναψαν ξανά. Η καντίνα που λίγες στιγμές πριν έσφυζε από ζωή, ήταν τώρα ένας τόπος γεμάτος κόκαλα, αίμα και χυμένα εντόσθια.
Συνεχίζεται…
-------------------------------------------------------------------
Παναγιώτης Δεληγιάννης
Αρχική δημοσίευση

-

0 σχόλια