Penthouse of Horror part6

Μαρτίου 23, 2018



Penthouse of Horror – Επεισόδιο 06

Θα είναι σαν να βλέπεις 90’s τηλεόραση, αλλά στην πραγματικότητα δεν θα την βλέπεις.
Γέροντας Μεγκαλίσιος
———-
1/4 του αιώνα και 20 ημέρες είναι μεγάλο χρονικό διάστημα. Όλοι ξέχασαν. Και συνέχισαν τις ζωές τους.
Ποια ήταν όμως η εξέλιξη; Γιατί δεν μας έδειξαν την συνέχεια; Τι συνέβη στην πραγματικότητα; Όσοι αναζητούσαν την αλήθεια, σιγά σιγά χάθηκαν μυστηριωδώς.
Εκτός από έναν. Αυτός έγινε ένας με αυτούς. Τους ακολούθησε. Και είδε…
25 χρόνια μετά θα σας αποκαλύψει την πραγματική ιστορία. Αν δεν είστε έτοιμοι, μην τη διαβάσετε. Φρικιαστική, με χοντροκομμένο χιούμορ. Όπως το δικό τους. Η ιστορία είναι 100% πραγματική, γιατί η αλήθεια πρέπει να είναι ωμή. Όπως τρώνε οι Γάλλοι τη μοσχαρίσια μπριζόλα. Ή οι τυροβρωμίκουλες τον ανθρώπινο εγκέφαλο…
———-
Η ιστορία είναι και θα είναι 100% δωρεάν. Ο συγγραφέας, Panagiotis Deligiannis, δηλώνει φαν γνωστών ηρώων του παρελθόντος και αποφάσισε να τους δώσει μια συνέχεια σε έναν άλλο κόσμο. Χωρίς να έχει σκοπό το κέρδος και χωρίς να θέλει να προσβάλλει τους αρχικούς δημιουργούς.
——————————————————————————–

Μπουνταλέισον

Η Αμαλία ανατρίχιασε. Ο αδερφός της που φυλούσε σκοπιά όλο το βράδυ ήταν άφαντος. Έτρεξε μέχρι το δωμάτιο της κυρά Σοφίας και την βρήκε εκεί, να κοιμάται γαλήνια. Ίσως να ήταν τώρα η ευκαιρία της να την ξεφορτωθεί, αλλά προείχε να βρει τον Χρήστο. Βγήκε στο χολ και πήγε στην κουζίνα, όπου βρήκε τον Χρήστο χωμένο στο ψυγείο να τρώει λες και δεν υπήρχε αύριο.
«Καλημέρα Χρήστο», του είπε ανακουφισμένη.
«Δεν σε είδα στο σαλόνι και τρόμαξα. Νόμιζα ότι έπαθες κάτι».
«Καληνφμέρα Αμαθία μου», της είπε εκείνος μπουκωμένος, εκσφενδονίζοντας κομματάκια κέικ από το στόμα του.
«Πως πήγε το βράδυ; Συνέβη τίποτα;»
«Μπα όχι», της είπε και σταμάτησε για να καταπιεί. Είχε αποφασίσει να μην τους πει την αλήθεια, ότι δηλαδή τον πήρε αμέσως ο ύπνος.
«Πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε. Είδες πως ήταν η Κατερίνα; Μπορεί να μας κόλλησε τίποτα. Πρέπει να πάμε στο φαρμακείο και να πάρουμε φάρμακα για κάθε ενδεχόμενο. Και να κάνουμε και έναν αντιλυσσικό ορό. Από ότι είδα είχε τα συμπτώματα της λύσσας, μεταξύ άλλων».
«Είσαι καλά Αμαλία μου; Πώς θα πάμε στο φαρμακείο; Δεν είδες τι γίνεται εκεί έξω; Δεν μπορούμε να προστατευτούμε σε ανοιχτό χώρο από μία μαζική επίθεση».
«Κάτι πρέπει να κάνουμε όμως. Δεν μπορούμε να περιμένουμε εδώ μέσα μέχρι να εξαντληθούν οι προμήθειές μας. Και όπως πας εσύ (έδειξε το κέικ στα χέρια του), σύντομα θα έχουμε πρόβλημα».
Ο Χρήστος έβαλε ντροπιασμένος το κέικ στο ψυγείο και το έκλεισε.
«Για πρώτη φορά θα συμφωνήσω με την αδερφή σου Χρήστο», τους ξάφνιασε η κυρά Σοφία που είχε πλησιάσει αθόρυβα από πίσω την Αμαλία.
«Αχ καλημέρα μητέρα», της ευχήθηκε σαν καλό κουτάβι ο Χρήστος.
«Κακή ψυχρή και ανάποδη κρεμανταλά. Που κοιμόσουν σαν τον βίσονα όλο το βράδυ και φιλούσα γριά γυναίκα σκοπιά στην θέση σου. Με ξύπνησες με τα ροχαλητά σου, μέσα στον ύπνο μου νόμιζα ότι εξόκειλε φάλαινα».
Η Αμαλία τον κατακεραύνωσε.
«Α ώστε έτσι ε; Λοιπόν, μιας και λούφαρες όλο το βράδυ, θα βγεις μόνος σου για να φέρεις φάρμακα και προμήθειες. Και μην ακούσω κιχ».
Ο Χρήστος παραδόθηκε και σκέφτηκε τον άθλο που έπρεπε να φέρει σε πέρας. Ήταν πολύ επικίνδυνο αυτό που έπρεπε να κάνει και ήταν ένας άντρας άτολμος και παθητικός. Αχ να είχε μαζί του την Κατερίνα που είχε εμπειρία από τέτοιες καταστάσεις. Καθημερινά γυρνούσε σε όλες τις υπηρεσίες του δημοσίου (ΙΚΑ, εφορία, ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ) και αντιμετώπιζε συμπεριφορές υπαλλήλων χειρότερες από των τυρόγαλων. Όταν την έβλεπαν οι δημόσιοι υπάλληλοι την έτρεμαν. Της είχαν βγάλει και το παρατσούκλι Κατερίνα Μπουράνα, καθώς τους προκαλούσε δέος ίδιο με αυτό που προκαλούσε η σύνθεση του Καρλ Ορφ.
«Εντάξει, έτσι θα γίνει», τους είπε παραδομένος και περνώντας από δίπλα τους, πήγε μέχρι την τουαλέτα κλάνοντας.
Η Αμαλία είχε στο μυαλό της ένα πράγμα. Όση ώρα θα έλειπε ο Χρήστος θα εξόντωνε την γριά.
Η γριά είχε μόνο ένα πράγμα στο μυαλό της. Όση ώρα θα έλειπε ο Χρήστος, θα έψαχνε να βρει έναν τυρόγαλο για να του πετάξει την Αμαλία ζωντανή.

Αλήθειες

Ο Άλκης προσπαθούσε να ακούσει θορύβους έξω από το μπαρ. Είχαν περάσει δέκα λεπτά από το δυνατό χτύπημα χωρίς να έχει συμβεί κάτι άλλο. Οι υπόλοιποι ήταν ακόμη κοκαλωμένοι στο βάθος του μπαρ, περιμένοντας να δουν τι συμβαίνει. Μόνο ο Φοίβος έδειχνε να είναι στην κοσμάρα του, αφού κοιτούσε σαν λιγούρης τα εκτεθειμένα στήθη της Νόρας, παίρνοντας «δουλειά» για αργότερα.
Ο Άλκης έφυγε από την πόρτα και τους πλησίασε.
«Έ… έφυγαν», ρώτησε φοβισμένη η Χαρούλα, σπάζοντας την παγωμάρα.
«Μάλλον ναι. Έξω επικρατεί απόλυτη ησυχία. Από ότι έχω καταλάβει, έχουν μετατραπεί σε άμυαλα όντα που το μόνο τους μέλημα είναι να τραφούν. Αυτό είναι καλό για εμάς, έχουμε μια ελπίδα να επιζήσουμε χάρη στην εξυπνάδα μας».
Η Χαρούλα ξεκαρδίστηκε στα γέλια δείχνοντας τον Φοίβο.
«Μάλλον όχι όλοι. Κάποιοι εδώ μέσα δεν φημίζονται για το νιονιό τους».
«Ααα με προσβάλεις Χαρούλα», πετάχτηκε ο ηδονοβλεψίας Φοίβος για να αμυνθεί.
«Τι να προσβάλω ρε λιγούρη; Δεν κοιτάς τα χάλια σου; Δέκα λεπτά τώρα το μόνο που κάνεις είναι να ζαχαρώνεις τα μεμέ της κυρίας Ζαχαροπούλου. Και εσείς κυρία Ζαχαροπούλου… Μαζέψτε επιτέλους τα κάλλη σας, τα θαυμάσαμε, αλλά δεν είναι και για χόρταση».
Η Νόρα ντράπηκε και επιτέλους ντύθηκε, μπας και σταματήσω και εγώ να κάνω παρωχημένα αστεία με βυζιά και συνεχίσω την ιστορία.
«Εμένα πρόλαβαν και με γρατζούνισαν, λίγο πριν φτάσω σε εσάς», είπε η Νόρα και αποκάλυψε μια βαθιά γδαρσιά, στην πλάτη της.
«Πρέπει να πάμε σε φαρμακείο και να κάνεις έναν ισχυρό ορό για αρχή», της είπε ανήσυχος ο Άλκης, που έδειχνε διατεθειμένος να διακινδυνεύσει για εκείνη.
Η Χαρούλα δεν είπε τίποτα. Θυμόταν την προηγούμενη ημέρα, τότε που τις είχε σπάσει τα νεύρα η Ζαχαροπούλου και έφτυσε μέσα στον καφέ της.
«Μπορούμε να πάμε στον Χρήστο. Εκείνος θα ξέρει τι να κάνει. Αλλά είναι και κάτι άλλο. Θα τα έχει καταφέρει να επιζήσει σε αυτή την κόλαση;»
«Το φαρμακείο του Χρήστου είναι εδώ κοντά. Θα το διακινδυνεύσω και θα πάω να δω αν είναι εκεί. Έτσι και αλλιώς, κάποτε πρέπει να βγούμε από εδώ μέσα, θα μας τελειώσουν τα εφόδια. Και ίσως ο Χρήστος να έχει καταλάβει πως ξεκίνησε αυτό και να έχει μια βάσιμη εξήγηση να μας δώσει».
«Αλήθεια, πως ξεκίνησε όλο αυτό; Τι ακριβώς συμβαίνει;» ρώτησε η Νόρα.
«Δεν ξέρουμε και εμείς. Στην αρχή υποψιαστήκαμε τις τυρόπιτες του Φοίβου, αλλά έφαγε και η Χαρούλα και δεν δείχνει να έχει συμπτώματα. Οπότε η θεωρία μας καταρρέει».
«Εκτός αν η Χαρούλα…», το πρόσωπο της κυρα-Θάλειας έλαμψε από την ξαφνική σκέψη, «… είναι η λύση. Μπορεί να έφαγε, αλλά δεν νόσησε. Και αν ο οργανισμός της αντιστάθηκε σε αυτόν τον ιό, αν είναι ιός, σημαίνει πως η Χαρούλα ίσως να είναι η λύση σε αυτό που συμβαίνει. Πρέπει να την πάρεις μαζί σου στον Χρήστο και να κάνει μία εξέταση αίματος. Αν τα λευκά της αιμοσφαίρια είναι αυξημένα, σημαίνει ότι ο οργανισμός της μάχεται τον ιό με επιτυχία. Με το αίμα της ο Χρήστος ίσως μπορέσει να φτιάξει μία θεραπεία. Αυτή την θεραπεία μπορούμε να την δοκιμάσουμε σε έναν τυροβρωμίκουλα και αν πιάσει, τότε θα μπορέσουμε να αναστρέψουμε αυτή την κόλαση. Αν δεν πιάσει, θα αναπτύξω την όλη ιδέα, θα την κατοχυρώσω σε συμβολαιογράφο και θα την στείλω στο Χόλιγουντ για να την κάνουν ταινία».
Όλοι την κοιτούσαν με ανοιχτό το στόμα, δεν περίμεναν από εκείνη, την φτωχή πλην τίμια μάνα του Ιάσωνα να κατέχει, τέτοιες επιστημονικές γνώσεις.
«Πού τα ξέρεις όλα αυτά κυρά Θάλεια;», ρώτησε με θαυμασμό ο Φοίβος.
Η κυρά Θάλεια τους κοίταξε όλους έναν γύρο με υγρά μάτια έτοιμα να ξεχειλίσουν από το λυτρωτικό ζουμί της εξιλέωσης . Ήθελε να τα πει όλα τώρα, ίσως να ήταν και η τελευταία της ευκαιρία για εξομολόγηση. Ο κόσμος είχε αλλάξει και το να επιβιώσεις δεν ήταν ότι και πιο εύκολο σε αυτή την νέα κατάσταση. Κάθισε σε μια καρέκλα και άρχισε να εξιστορεί με τρεμουλιαστή φωνή.
«Στην Κατοχή με είχαν συλλάβει για δολιοφθορά Γερμανικής περιουσίας και με είχαν στείλει σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Εκεί έκαναν πάνω μου διάφορα ιατρικά πειράματα, αλλά τελικά δεν πρόλαβαν να με εκτελέσουν γιατί ο πόλεμος τελείωσε. Ένας από τους βασανιστές μου με αγάπησε και παντρευτήκαμε. Ήταν ένας από τους μεγαλύτερους πειραματικούς ιατρούς της ναζιστικής Γερμανίας, έτσι εξηγούνται οι γνώσεις μου. Μου μιλούσε κάθε μέρα με πάθος για τον στόχο των Γερμανών, τι ήθελαν να πετύχουν δηλαδή με αυτά τα απάνθρωπα πειράματα. Προσπαθούσαν να φτιάξουν έναν άφθαρτο άνθρωπο, που δεν θα επηρεαζόταν ούτε από τον χρόνο, ούτε από οποιαδήποτε επίθεση. Προσπαθούσαν να δημιουργήσουν μία φυλή θεών, μία απέθαντη γενιά ανθρώπων, που σκοπό της θα είχε την εξάλειψη του φθαρτού ανθρώπινου γένους και τον εποικισμό του πλανήτη από αυτή την τέλεια ράτσα. Τα πειράματά τους είχαν πάει στραβά τα χρόνια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, το μόνο που είχαν καταφέρει να φτιάξουν, ήταν κάτι σιχαμένα ανθρωπόμορφα πλάσματα με περιορισμένο χρόνο ζωής, που το μόνο που ήθελαν να κάνουν ήταν να τραφούν με ανθρώπινη σάρκα. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ο πατέρας του Ιάσωνα…»
«Και γιατί δεν στέλνετε αυτό το σενάριο στο Χόλυγουντ να τα κονομήσετε; Είναι πιο πιασιάρικο από το άλλο», πετάχτηκε ο Φοίβος σπάζοντας την ένταση των φρικιαστικών αποκαλύψεων.
«Γιατί είσαι τόσο μα τόσο μπουμπούνας ρε αδερφάκι μου», πετάχτηκε επιθετικά η Χαρούλα, που είχε ανατριχιάσει με τις αποκαλύψεις της κυρά Θάλειας.
«Α και κάτι τελευταίο. Είναι άσχετο, αλλά πρέπει να το πω, γιατί μπορεί να είναι και οι τελευταίες στιγμές μου πάνω στην γη».
Ήταν βουρκωμένη και έτρεμε από την υπερένταση. Όλοι κρέμονταν από τα χείλη της, περιμένοντας την συγκλονιστική αποκάλυψη.
«Ο Ιάσονας…. Ο Ιάσονάς μου, είναι παιδί του σωλήνα. Ο Χάινριχ δεν μπορούσε να κάνει παιδιά, ήταν στείρος. Μετά τον πόλεμο, είχε πει ότι θα τα παρατούσε όλα αυτά. Προσπαθήσαμε να κάνουμε παιδί και δεν τα καταφέρναμε. Έτσι αποφάσισε για μια τελευταία φορά να επιστρατεύσει τις γνώσεις του και να αρχίσει πάλι τα πειράματα, για καλό σκοπό αυτή την φορά. Και έτσι γεννήθηκε ο Ιάσονας, ο Ιάσονάς μου, το μοναχοπαίδι μου, που από χθες δεν είναι πια μαζί μας», ξέσπασε σε κλάματα.
Όλοι μαζί την αγκάλιασαν για να την παρηγορήσουν.
Ο Φοίβος ήθελε να ρωτήσει και για την αδερφή του Ιάσονα (αυτή που εμφανίστηκε στα πρώτα επεισόδια που είχε και παιδί, αλλά μετά την έφαγε η μαρμάγκα), αλλά δεν είπε τίποτα φοβούμενος το ξέσπασμα της Χαρούλας.

My name is Chris, Chris Mpakouras

Ο Χρήστος εξοπλίστηκε με ένα μεγάλο μαχαίρι και μια παλιά προπολεμική καραμπίνα γεμάτη σκάγια, δώρο του παππού του από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Αποχαιρέτησε την πεθερά του και την αδερφή του και έσπρωξε με κόπο το έπιπλο που είχαν τοποθετήσει για προστασία μπροστά στην πόρτα. Βγήκε στον διάδρομο, όπου σε φυσιολογικές συνθήκες θα έβρισκε την κουτσομπόλα γειτόνισσα, έτοιμη να τον ανακρίνει για τα τεκταινόμενα της οικείας του. Αντ’ αυτού, τον υποδέχτηκε μία παγερή ηρεμία, τόσο τρομακτική που τον έκανε να λιποψυχήσει. Αν έπεφτε χαρτοπετσέτα στον διάδρομο του υπογείου, ήταν σίγουρος ότι θα την άκουγε. Ξεκίνησε να περπατάει αργά αργά, με το κάθε βήμα του να διαταράσσει το κάθε μόριο ύλης που υπήρχε στο κτίριο. Ένιωθε ταυτόχρονα τεράστιος και μικρός. Από την μία ήταν το παλιόπαιδο που δεν είχε άλλη δουλειά από το να σκαλίζει την μυρμηγκοφωλιά και να την καταστρέφει και από την άλλη ένιωθε το ίδιο το μυρμήγκι, παραδομένο στις ορέξεις του παλιόπαιδου, που αν είχε κέφι θα του χάριζε την ζωή. Όσο περπατούσε, όλες οι αισθήσεις του ήταν οξυμένες, για να αντιμετωπίσει ξαφνική επίθεση από τυρόγαλο. Έφτασε στην είσοδο της πολυκατοικίας και πλησίασε δειλά την κατεστραμμένη πόρτα. Έξω επικρατούσε το απόλυτο χάος, μία κατάσταση που θύμιζε την κόλαση στα μετααποκαλυπτικα έργα. Καρβουνιασμένα ανθρώπινα κουφάρια, να καπνίζουν ακόμα, άτακτες σειρές από τρακαρισμένα αυτοκίνητα, ανθρώπινα όργανα σκορπισμένα παντού. Βγήκε έξω και πήγε στο σημείο που είχαν πετάξει το προηγούμενο βράδυ τα άψυχα κορμιά των δικών τους ανθρώπων. Το μόνο που είχε μείνει ήταν το σαπισμένο αίμα στο πεζοδρόμιο και τα σκισμένα ρούχα. Συμπέρανε πως όλα τα άλλα είχαν φαγωθεί, μια σκέψη που τον τάραξε ακόμα πιο πολύ.
Προχωρούσε αρκετά διστακτικά, αλλά δεν υπήρχε ούτε ίχνος κίνησης πουθενά. Το τοπίο θύμιζε τις ζοφερές εικόνες από την κόλαση του Δάντη, τόσο μακάβριο και τόσο αληθινό. Άρχισε να περπατά πιο θαρρετά και να επιταχύνει το βήμα του, πράγμα που τον εξέπληξε. Τελικά, όπως είχε μάθει και στο Πανεπιστήμιο, ο ανθρώπινος νους έχει όλα τα εφόδια και τις άμυνες για να αντιμετωπίζει καταστάσεις και να προσαρμόζεται σε όλες τις συνθήκες. Αλλιώς δεν θα είχε επιβιώσει και δεν θα είχε υπερισχύσει έναντι των άλλων ζωντανών οργανισμών πάνω στον πλανήτη. Έφτασε στο φαρμακείο και έβγαλε τα κλειδιά από την τσέπη του. Ανέβασε τα ρολά και ξεκλείδωσε και αφού μπήκε μέσα, κατέβασε πάλι τα ρολά και διπλοκλείδωσε για κάθε ενδεχόμενο.

Η ύαινα και η έχιδνα

Η κυρά Σοφία ετοίμασε το πρωινό της και κάθισε στο τραπέζι του σαλονιού για να γευματίσει. Έπρεπε να προετοιμάσει ένα καλό σχέδιο για να ξεφορτωθεί την συμπεθέρα της, ένα σχέδιο που θα την έκανε να μοιάζει αθώα στα μάτια του γαμπρού της. Η Αμαλία έπρεπε να υποφέρει στα χέρια ενός τυρόγαλου και εκείνη να στέκεται από μια μεριά, να την δείχνει και να γελάει τρώγοντας ποπ κορν. Καθώς μασούσε τις βουτυρωμένες φρυγανιές της, έβγαζε αναγουλιαστικούς ήχους εξαιτίας της ψεύτικης οδοντοστοιχίας της. Δεν προσπαθούσε να τους περιορίσει, το έκανε εσκεμμένα για να εκνευρίσει την Αμαλία που καθόταν στον καναπέ και προσπαθούσε να πιάσει κάποιον σταθμό τηλεόρασης, χωρίς επιτυχία.
«Θα ηρεμήσεις επιτέλους κυρά Σοφία;», της είπε σε έξαλλη κατάσταση με τα νεύρα τεντωμένα, αφού ανησυχούσε και για τον αδερφό της που είχε βγει μόνος του έξω. Το είχε μετανιώσει τελικά που δεν είχε πάει μαζί του, φοβόταν περισσότερο την γριά παρά τους τυρόγαλους. Είχε κάτι το ανατριχιαστικό πάνω της, κάτι που την έκανε να μοιάζει δαιμονική. Δεν ήξερε πως θα την εξόντωνε, άμα της δινόταν η ευκαιρία.
Η γριά χαμογελούσε με τον ψυχολογικό πόλεμο που της έκανε, προσπαθούσε να την σπάσει για να καταφέρει να την οδηγήσει σε μοιραία λάθη.
«Αχ παιδί μου. Τώρα που έφυγε η Κατερίνα μου και η Ειρήνη μου (τόνισε τα ονόματα), μόνο εσένα και τον Χρήστο έχω. Εσείς είστε η οικογένειά μου», της είπε με μία έκδηλη ειρωνεία, που έκανε την Αμαλία να εκνευριστεί ακόμη περισσότερο.
Η Αμαλία σηκώθηκε και πήγε στο δωμάτιό της, έτοιμη να εκραγεί. Έκλεισε την πόρτα πίσω της και άρχισε να κλοτσάει τα έπιπλα και να βαράει μπουνιές στους τοίχους.
«Δεν θα με κερδίσεις εσύ κωλόγρια», είπε αρκετά δυνατά και κάθισε στο κρεβάτι για να σκεφτεί.
Η κυρά Σοφία είχε κερδίσει τον πρώτο γύρο, αυτό ήταν το μόνο βέβαιο. Πανηγύριζε μέσα της, μέχρι που της τράβηξε την προσοχή η εμφάνιση μιας εικόνας στην τηλεόραση. Ήταν ένας δημοσιογράφος, φανερά σε κακό χάλι από την κατάσταση των τελευταίων ωρών.
«Επιτέλους καταφέραμε να επαναφέρουμε την σύνδεση. Ίσως να μην έχουμε πολύ χρόνο, οπότε πρέπει να σας εξηγήσουμε την κατάσταση με λίγα λόγια.
» Χθες το απόγευμα εμφανίστηκαν κάποια άτομα, που τα περάσαμε στην αρχή για ψυχιατρικά περιστατικά. Άρχισαν να επιτίθενται σε ανθρώπους και να τους δαγκώνουν. Δυστυχώς μεταφέρουν έναν άγνωστο ιό στην ιατρική επιστήμη, ο οποίος μετατρέπει όποιον μολυνθεί σε μανιακό. Ο ιός μεταφέρεται άμεσα και γρήγορα και μετατρέπει τον ξενιστή του σε αιμοδιψή. Ο ιός φαίνεται ότι ξεκίνησε από το κέντρο της Αθήνας, αλλά πλέον έχει προσβάλλει ολόκληρη την Ελλάδα και σιγά σιγά μεταφέρεται στην Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική. Το Αμερικανικό πεντάγωνο συγκάλεσε έκτακτο συμβούλιο και έλαβε δραστικά μέτρα για να αποφύγει την εξάπλωση. Παίρνουμε συγκεχυμένες πληροφορίες που μιλούν για βομβαρδισμούς παγκοσμίως, για να εξαλειφθούν τα μολυσμένα άτομα. Ελπίζουμε να μην διακοπεί ξανά η σύνδεση και να μπορούμε να σας ενημερώνουμε για όλες τις εξελίξεις. Και τώρα πάμε στα αθλητικά. Ο Ολυμπιακός απέκτησε δανεικό από την Λίβερπουλ με οψιόν αγοράς…..»
Η κυρά Σοφία έκλεισε ταραγμένη την τηλεόραση, αφού κατάλαβε ότι ερχόταν το τέλος με οποιονδήποτε τρόπο. Ένας αποτρόπαιος θάνατος από τους τυρόγαλους ή ένας βίαιος από τους συνανθρώπους. Όπως και να είχε, αυτό καταδείκνυε την ματαιότητα της ζωής, την ματαιότητα της ύπαρξης πάνω σε αυτόν τον πλανήτη, την ματαιότητα των ανθρώπων που συνεχώς ζητούν όλο και πιο πολλά. Δύο απορίες είχε μόνο στο μυαλό της. Με ποιον τρόπο θα ξεπάστρευε την Αμαλία και ποιον παίκτη πήρε η Θρυλάρα από την Λίβερπουλ.

Η αποστολή

Όταν απόκλαψε η κυρα-Θάλεια, αποφάσισαν να οργανώσουν την αποστολή για το φαρμακείο του Χρήστου. Ο Άλκης ήταν σίγουρα ο ένας από αυτούς που θα πήγαιναν. Ήθελε τουλάχιστον άλλον ένα μαζί του για να φυλάει τα νώτα του. Αν πάθαινε κάτι, ο άλλος έπρεπε να φέρει εις πέρας την αποστολή.
«Θα προτιμούσα να έρθει η κυρά Θάλεια μαζί μου, για να εξηγήσει στον Χρήστο αυτά που μας είπε. Στην περίπτωση που Χρήστος ξέρει τι να κάνει, θα μας είναι απαραίτητη και η Χαρούλα. Οπότε τι λέτε; Συμφωνείτε να μείνετε εσείς εδώ και να πάμε οι τρεις μας;»
Ο Φοίβος, στην προοπτική ότι θα έμενε μόνος του με την Νόρα (δεν μπορούσε να ξεχάσει τα στήθη της) ερεθίστηκε.
«Εγώ είμαι διατεθειμένος να μείνω εδώ με την κυρία Ζαχαροπούλου και να φυλάξουμε τον χώρο. Εσείς να κάνετε αυτό που πρέπει για το καλό της ανθρωπότητας», είπε υπερβάλλοντας.
«Άσε ψηλέ…. Μας έπεισες για τους σκοπούς σου. Είσαι πολύ λιγούρης τελικά αδερφάκι μου», του είπε κουτσαβάκικα η Χαρούλα.
«Χαρούλα σε παρακαλώ πολύ. Με προσβάλλεις κατάφορα..», την κατακεραύνωσε η Νόρα, που και αυτή είχε αναζωπυρώσει με την προοπτική ότι θα έμενε μόνη της με έναν άντρα (έστω και τον Φοίβο) και θα έσβηνε επιτέλους την κάψα της.
Η Χαρούλα δεν της απάντησε, μόνο χαμογέλασε ειρωνικά.
«Οπότε συμφωνούμε όλοι. Ωραία. Φοίβο και Νόρα, αν δεν έχουμε γυρίσει μέχρι το μεσημέρι θα σημαίνει ότι κάτι έχει συμβεί. Οπότε ετοιμάστε και εσείς ένα σχέδιο για αυτή την περίπτωση. Ελπίζω όμως πως με αυτά που μας είπε η κυρά Θάλεια, θα βρεθεί η λύση. Ο Χρήστος είναι μεγάλος επιστήμονας, του εμπιστεύομαι και την ίδια μου την ζωή. Πιστεύω τελικά πως θα καταφέρουμε να σώσουμε την ανθρωπότητα. Και τώρα πρέπει να βιαστούμε. Όσο περισσότερο συζητάμε, τόσο πιο δύσκολη γίνεται η κατάσταση εκεί έξω. Πάρτε ότι θεωρείτε απαραίτητο μαζί σας και σε πέντε λεπτά φεύγουμε».
Ο Άλκης τέλειωσε με το λογύδριό του και πλησίασε την Νόρα. Την άρπαξε και την φίλησε με πάθος, αφήνοντάς τους όλους με ανοιχτό το στόμα.
«Όταν γίνουν όλα όπως παλιά, έχουμε να πούμε πολλά μωρό μου…»
Την άφησε αναστατωμένη και άρχισε να ψάχνει στα συρτάρια του μπαρ για μαχαίρια και ότι άλλο μπορούσε να τους φανεί χρήσιμο σαν όπλο.
Η Χαρούλα και η κυρά Θάλεια ακολούθησαν το παράδειγμά του και άρχισαν να ψάχνουν και εκείνες. Μέσα σε πέντε λεπτά είχαν ετοιμαστεί και πήγαν στην πόρτα. Ο Φοίβος θα την άνοιγε προσεκτικά και θα έβγαιναν γρήγορα έξω.
«Εις το επανιδείν, λοιπόν, συντρόφια», είπε ο Τσε Γκεβάρας Φοίβος, χωρίς να του πηγαίνει και ιδιαίτερα.
«Αντίο χοντρέ», τον χαιρέτισε η Χαρούλα και τον πλησίασε. Τον άρπαξε από τις μαγούλες και του έδωσε ένα ρουφηχτό φιλί στο στόμα.
«Να ξέρεις ότι σ’ αγαπάω και ότι νιώθω για εσένα πολλά. Και επειδή ίσως να είναι και η τελευταία φορά που σε βλέπω, έπρεπε να στα πω για να μην σε βασανίζω. Αντίο λοιπόν..», του είπε, άνοιξε την πόρτα και χάθηκε έξω στον δρόμο.
Οι άλλοι την ακολούθησαν και ύστερα από δευτερόλεπτα χάθηκαν στα στενά. Ο Φοίβος έμεινε να κοιτάζει το υπερπέραν, δεν έδειχνε να αντιλαμβάνεται ότι η πόρτα ήταν ανοιχτή, αφήνοντάς τους εκτεθειμένους.
«Φοίβο…. Εεε Φοίβο», τον σκούντηξε η Νόρα. «Ξύπνα επιτέλους και κλείσε την πόρτα. Θα μας επιτεθούν και θα μας σκοτώσουν, αυτό θες;»
Ο Φοίβος ξύπνησε από τις ονειροπολήσεις του και έκλεισε την πόρτα.
«Τουλάχιστον θα πεθάνω ευτυχισμένος. Την άκουσες κυρά Νόρα. Μ’ αγαπάει.. Μ’ αγαπάει…»
Η κυρά Νόρα έδειχνε έτοιμη να εκμεταλλευτεί την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο Φοίβος.
Συνεχίζεται…
-------------------------------------------------------------------
Παναγιώτης Δεληγιάννης
Αρχική δημοσίευση

-

0 σχόλια