#07-Donum (12*121 Λέξεις)

Μαρτίου 13, 2018

 #7 Donum (12*121 Λέξεις)


Το παιδάκι πίσω του έκλαιγε σπαρακτικά και εκείνος απομακρυνόταν ικανοποιημένος, κρατώντας μπροστά του άλλο ένα τρόπαιο για την μεγάλη του συλλογή. Μάλιστα είχε φτιάξει μια βιτρίνα στο δωμάτιό του, όπου τα τοποθετούσε, καμαρώνοντας για τα επιτεύγματα του τραμπουκισμού του. Έχοντας χάσει ήδη το ενδιαφέρον του για το αντικείμενο που έκλεψε, τάχυνε το βήμα του για το σπίτι, γιατί η χιονόπτωση είχε ήδη ξεκινήσει. Ήταν η τελευταία μέρα στο δημοτικό πριν από τις χριστουγεννιάτικες διακοπές και ένιωθε χαρούμενος. Ποτέ δεν του άρεσε το σχολείο και οι ηλίθιοι κανόνες των καθηγητών. Έτσι είχε μπροστά του δύο εβδομάδες καθισιού. Μπήκε φουριόζος στο σπίτι και έτρεξε μέχρι το δωμάτιό του. Πέταξε όπως όπως το τρόπαιο στο κρεβάτι και βάλθηκε να κάνει χώρο στην βιτρίνα του. 
 
 
Ο Γιόχαν δεν μπορούσε να σταματήσει να κλαίει. Είχε χάσει το αγαπημένο του αρκουδάκι μια για πάντα. Ήταν η σειρά του να γίνει στόχος εκείνου το παλιόπαιδου που εκφόβιζε τα υπόλοιπα χωρίς λόγο. Εκείνο το παιδί ήθελε μόνο να τρομοκρατεί. Ήταν η αγαπημένη του ασχολία. Και όλα αυτά είχαν ξεκινήσει μετά το καλοκαίρι, όταν ο Σεμπάστιαν γύρισε στο σχολείο δέκα πόντους ψηλότερος από τους συμμαθητές του. Τότε αποφάσισε πως πρέπει να είναι το αφεντικό της τρίτης δημοτικού. Και τα είχε καταφέρει, αφού τον έβλεπαν και έτρεμαν. Από όλους είχε αρπάξει ένα αγαπημένο αντικείμενο. Κανένας δεν ήξερε τι τα έκανε. Όταν ξεκίνησε η χιονόπτωση σηκώθηκε και κίνησε αποφασισμένος για το σπίτι του. Μία λύση υπήρχε. Να γράψει ένα αναλυτικό γράμμα σε Εκείνον. 
 
 
Οι μέρες των γιορτών περνούσαν αργά και ευχάριστα. Συναντήθηκε αρκετές φορές με τα μεγαλύτερα παιδιά που τον είχαν δεχτεί στην κλειστή παρέα τους. Είχε αποδείξει ότι ανήκε στη συμμορία τους, αφού είχε φτιάξει το όνομά του με τα κατορθώματά του από τον Σεπτέμβριο. Ήταν η μέρα μετά τα Χριστούγεννα και είχαν αποφασίσει να πάνε λίγο έξω από το Τρόμσο, εκεί που άρχιζε το δασάκι της απότομης πλαγιάς. Η σπηλιά που είχαν βρει εκεί, είχε μετατραπεί στο αρχηγείο τους. Εκεί συζητούσαν όλα τα σοβαρά θέματα και έπιναν και κάπνιζαν κρυφά από τους δικούς τους, αφού ο μεγαλύτερος της συμμορίας δεν είχε κλείσει ακόμα τα δεκατρία χρόνια ζωής. Καθώς έπιναν τις κλεμμένες μπύρες από το τοπικό μπακάλικο, ο Σεμπάστιαν μπήκε μπροστά και μίλησε. 
 
 
 
«Όπως όλοι γνωρίζετε, έχω στο δωμάτιό μου μία συλλογή με όσα έχω κλέψει από κάθε έναν συμμαθητή μου. Τις τελευταίες μέρες τα βλέπω και απορώ. Τι θα μπορούσα να κάνω με αυτά;» Κανένας δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται μέχρι εκείνη τη στιγμή, οπότε αποφάσισε να τους κεντρίσει άμεσα το ενδιαφέρον.
«Λοιπόν. Τι θα λέγατε να γίνουμε Άγιος Νικόλαος για λίγο; Αυτά τα σκατόπαιδα σίγουρα θα έχουν στείλει γράμμα στον Άγιο και θα του ζητάνε πίσω τα αγαπημένα τους παιχνιδάκια».
Είχε αρχίσει και κέρδιζε την προσοχή τους.
«Τι θα λέγατε λοιπόν να τους τα επιστρέψουμε το βράδυ της πρωτοχρονιάς αλλά σε μία τελείως διαφορετική μορφή;»
Ο αρχηγός της συμμορίας πετάχτηκε μπροστά. Φαινόταν ενθουσιασμένος. Γύρισε να κοιτάξει έναν γύρο τους άλλους.
«Ας το κάνουμε!!»
 
 
 
Ο Γιόχαν περνούσε πολλές από τις ώρες των διακοπών του, διαβάζοντας για Εκείνον. Είχε σκοπό να τιμωρήσει επιτέλους τον Σεμπάστιαν, κάτι που στην αρχή της χρονιάς του φαινόταν αδιανόητο. Κανένα παιδί δεν είχε εναντιωθεί ανοιχτά απέναντί του. Ήταν ο πιο δυνατός. Και είχε και την παρέα του. Ποιος άραγε θα ήταν τόσο τρελός ώστε να ανοίξει πόλεμο μαζί τους; Σίγουρα κανένας από όσους ήξερε. Ούτε καν οι γονείς και οι καθηγητές. Αν κάποιο παιδί το έλεγε σε μεγάλους, τότε ο Σεμπάστιαν θα την πλήρωνε με μια καλή τιμωρία. Μετά όμως θα επέστρεφε στο σχολείο. Και αυτός που τον είχε δώσει έτσι στεγνά, θα έπρεπε να φύγει από την πόλη μια για πάντα, για να γλιτώσει από την δίψα του για εκδίκηση. 
 
 
 
Δύο μέρες μετά την συνάντηση της συμμορίας, όλα τα κλεμμένα παιχνίδια συγκεντρώθηκαν στην σπηλιά για να μεταποιηθούν. Υπήρχε πρωτοφανής διάθεση και ενθουσιασμός από όλους, αφού η πράξη αυτή θα ανέβαζε και άλλο την κακή φήμη της συμμορίας. Όλοι οι συμμαθητές του Σεμπάστιαν, θα έπαιρναν από τον Άγιο Νικόλαο αυτό που πραγματικά επιθυμούσαν. Βέβαια όχι ακριβώς όπως θα το ήθελαν. Ο Σεμπάστιαν είχε πολλές ωραίες ιδέες για το κάθε αντικείμενο. Οι εργασίες προχωρούσαν με κέφι και ο Μπιορν, ο αρχηγός τους, δεν σταματούσε να παινεύει τον Σεμπάστιαν για την καταπληκτική του ιδέα. Μόλις τελείωναν με τα παιχνίδια, το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να βρουν στολές και να περιμένουν να περάσουν ακόμα λίγες ημέρες μέχρι το βράδυ της παραμονής της πρωτοχρονιάς.
 
 
 
Η λύση που είχε βρει, ήταν ίσως λίγο ακραία αλλά ίσως να ήταν και η μοναδική. Τον είχε ακούσει για πρώτη φορά στο μάθημα της ιστορίας, τότε που μιλούσαν για τις μυθολογίες των προγόνων τους. Του είχε στείλει ήδη το γράμμα, αλλά τώρα καταλάβαινε πως αυτό ήταν ανούσιο και παιδιάστικο. Για να εμφανιστεί έπρεπε να κάνει πέντε έξι πράγματα και ο χρόνος λιγόστευε μέχρι την παραμονή της πρωτοχρονιάς. Για αρχή έπρεπε να πάρει ένα προσωπικό αντικείμενο από τον βασανιστή του σχολείου του. Εκείνο το πρωί, λοιπόν, ξεκίνησε για το σπίτι του Σεμπάστιαν, που δεν απείχε πολύ από το δικό του. Θα τον παρακολουθούσε, μέχρι να βρει την ευκαιρία για να του αρπάξει κάτι. Ύστερα θα προετοιμαζόταν , για την πολυπόθητη εκδίκηση.
 
 
 
Ο Σεμπάστιαν βγήκε λίγες στιγμές αργότερα από το σπίτι του. Ο Γιόχαν ήταν κρυμμένος πίσω από τον κάδο ανακύκλωσης στην απέναντι γωνία και τον παρακολουθούσε, με την καρδιά του να χτυπάει στο στήθος σαν κομπρεσέρ. Ο νταής έστριψε στην γωνία και ο Γιόχαν βγήκε από την κρυψώνα του βιαστικά για να μην τον χάσει. Περπατούσαν για πάνω από ένα τέταρτο μέχρι που βγήκαν από τα όρια της πόλης. Ο Σεμπάστιαν μπήκε στο δάσος και ο διώκτης του πισωπάτησε. Ο αρχικός σκοπός ήταν να του κλέψει ένα προσωπικό αντικείμενο. Τι δουλειά είχε να τον ακολουθήσει μέσα στο δάσος; Τελικά η περιέργειά υπερνίκησε το φόβο του και συνέχισε να τον ακολουθεί, μέχρι που αντίκρισε την είσοδο της σπηλιάς των συμμοριτών. Κρύφτηκε στους θάμνους.
 
 
 
Η ώρα περνούσε και έβλεπε να καταφθάνει ένας προς έναν όλη η συμμορία. Απόρησε με αυτή τη μυστικότητα. Κάτι ετοίμαζαν, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Ποτέ δεν είδε δύο μέλη να φτάνουν μαζί. Ο κάθε ένας είχε διαφορά ενός ή δύο λεπτών από τον άλλο. Είχε αρχίσει να κρυώνει, παρόλο που είχε ντυθεί καλά. Το λυκόφως του Νορβηγικού χειμώνα στόλιζε τον χειμερινό ουρανό και παρόλο που ήταν μεσημέρι το ψύχος ήταν απόλυτο. Κανένας δεν μιλούσε στη σπηλιά, ο καθένας είχε καταπιαστεί με μία διαφορετική εργασία. Είχαν περάσει τρεις ώρες και φοβόταν να φύγει, μήπως και τον έβλεπαν. Εκείνη την ώρα άρχισαν πάλι ένας ένας να αποχωρούν, δείχνοντας ευχαριστημένοι από αυτό που είχαν πετύχει. Όταν έφυγε και ο τελευταίος, μπήκε στη σπηλιά. 
 
 
 
Ίσα που αναγνώρισε αυτό που κάποτε ήταν το αρκουδάκι του. Είχε ξεσκιστεί εντελώς και είχε ξαναραφτεί περίτεχνα , με πολλές προσθήκες πλαστικών μελών από κούκλες, ματιών και νυχιών. Του είχαν κολλήσει μαλλί από πρόβατο, σαν περούκα και από τον πισινό του ξεφύτρωνε μια ουρά από αληθινό ποντίκι. Το πιο αποτρόπαιο όμως, ήταν το πλαστικό πέος που είχαν φυτέψει λίγο πιο κάτω από την κοιλιά του. Ο Γίοχαν έβραζε από οργή και θυμό. Αναγνώρισε ορισμένα από τα κλεμμένα αντικείμενα και ανατρίχιασε με το πόσο άρρωστα ήταν τα μυαλά των συμμοριτών. Έψαξε στον χώρο και βρήκε πολλά μικροαντικείμενα που σίγουρα ανήκαν στα δώδεκα μέλη της συμμορίας. Τα έβαλε στο σακίδιό του και ξεκίνησε αποφασισμένος για εκδίκηση. Ήταν πλέον ζήτημα τιμής η τιμωρία όλων. 
 
 
 
Συναντήθηκαν το βράδυ της παραμονής στο συμφωνημένο σημείο. Ο καθένας φορούσε τη στολή του Αγίου Νικολάου και κρατούσε έναν σάκο γεμάτο με τα τερατουργήματά τους. Μισή ώρα πριν την αλλαγή του χρόνου ξεκίνησαν την διανομή.
Έσερνε τις σκουριασμένες του αλυσίδες στο χιόνι, με το μαστίγιο με τις δεκατρείς ουρές να αφήνει ίχνη στο απάτητο χιόνι. Οι οπλές του βυθίζονταν ανάλαφρα στο χιόνι και με κάθε του βήμα, ακουγόταν ο δυσοίωνος ήχος από τα καμπανάκια, που άκουγαν μόνο όσα παιδάκια θα τον συναντούσαν. Ο μαύρος σάκος του ήταν άδειος, σε αντίθεση με του ανταγωνιστή του και περίμενε να γεμίσει με φρέσκο κρέας. Όση ώρα προχωρούσε οσμιζόταν τα αντικείμενα που είχε λάβει από εκείνο το παιδάκι και τα σάλια του έτρεχαν από αδημονία. 
 
 
 
Ο σάκος του είχε σχεδόν γεμίσει. Περίμενε στη σπηλιά εκείνον που τον είχε καλέσει. Μέσα στο σάκο οι νταήδες ξεφώνιζαν όπως τα θύματά που βασάνιζαν τόσο καιρό.
Ο Γιόχαν εμφανίστηκε φοβισμένος και μετανιωμένος. Μπορεί να ήταν καθάρματα, αλλά δεν άξιζαν και την αιώνια κόλαση. Έκλαιγε με αναφιλητά. Το πλάσμα σηκώθηκε μόλις τον είδε. Η αποφορά του ήταν απερίγραπτη. Τα κέρατά του είχαν το ίδιο μήκος με το σώμα του.
«Σε ευχαριστώ» είπε ο Γιόχαν με χαμηλωμένο βλέμμα. «Τώρα όμως πρέπει να φύγεις. Πήρες αυτό που ήθελες». Ο Κράμπους έδειξε τα πριονωτά του δόντια, σαν να του χαμογελούσε. Σήκωσε το μαστίγιό, που είχε πλέον μια μόνο ουρά.
«Ήσουν κακό παιδί Γίοχαν», ούρλιαξε με μια φωνή που ερχόταν από τα βάθη της κόλασης.

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
Παναγιώτης Δεληγιάννης
με τη συμμετοχή της αναγνώστριας Georgia Karaiskou
Σκίτσο: Lemki

-

0 σχόλια