#06-Aliud

Μαρτίου 13, 2018

#6 Aliud


Η μελαγχολική φωνή του Τζιμ Μόρισον ταξίδευε τη σκέψη του μακριά, σε έναν παραμυθένιο αχανή δρόμο κάπου στα ενδότερα της Αμερικής. Χτυπούσε τα δάχτυλα στο τιμόνι, στον ρυθμό του σχεδόν καταθλιπτικού τραγουδιού The End, μιμούμενος τη ΦΩΝΗ του αγαπημένου του τραγουδιστή. Έξω έβρεχε καταρρακτωδώς, λες και όλη η πλάση συμμεριζόταν τον πόνο του. Έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, λες και τον κυνηγούσε μια ορδή δαιμόνων.
Ένιωθε παράξενα. Από τη μία ήταν ανακουφισμένος που έφευγε επιτέλους από εκείνη τη σχέση που δεν οδηγούσε πουθενά απολύτως. Από την άλλη, ήδη του έλειπε.
Η δύναμη της συνήθειας και της καθημερινότητας είχαν ποτίσει την ύπαρξή του και το ΦΥΤΟ είχε ριζώσει για τα καλά. Αυτό που έκανε λίγη ώρα πριν, ήταν μια ριζοσπαστική ενέργεια, από αυτές που δεν συνήθιζε. Και τώρα ήταν πανικόβλητος. Τι θα έκανε την επόμενη ημέρα; Χωρίς εκείνη. Ήταν μόνος, μετά από πάρα πολλά χρόνια. Μια αμφιβολία είχε γεννηθεί μέσα του και θέριευε. Μήπως είχε κάνει λάθος; Μήπως έπρεπε να προσπαθήσει περισσότερο;
Τα μάτια του είχαν θολώσει από τα ΔΑΚΡΥΑ και την είδε μόνο για μια στιγμή. Εκείνη την κατάξανθη γυναίκα με την πορφυρή ομπρέλα που πήγε να περάσει την διάβαση. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν για λίγα μόλις κλάσματα του δευτερολέπτου.
Όλα ήταν φωτεινά και ζεστά λες και το σκοτάδι είχε χαθεί για πάντα από τη γη. Άνοιξε τα μάτια του και την είδε να βγαίνει από την ΘΑΛΑΣΣΑ και να τον πλησιάζει χαμογελαστή. Σηκώθηκε και της πρόσφερε την πετσέτα. Εκείνη την πήρε και σκούπισε μόνο το πρόσωπό της, που έτσουζε από την αλμύρα. Ύστερα πέταξε την πετσέτα και κάθισε δίπλα του. Του χαμογέλασε και έμειναν μαζί να κοιτάζουν το υπέροχο μπλε της θάλασσας. Ένας βόμβος ακούστηκε από κάπου μακριά αχνά, ίσως από κάποιο καράβι που δεν μπορούσαν να εντοπίσουν στον απέραντο ορίζοντα.
Την περίμενε στην είσοδο υπομονετικά. Ήταν η πρώτη τους επέτειος και της είχε ετοιμάσει μια μεγάλη έκπληξη. Το μόνο που της είχε πει ήταν να ντυθεί άνετα.
Εκείνη εμφανίστηκε στο δωμάτιο και πραγματικά έλαμπε. Τα ολόχρυσα μαλλιά της ήταν πιασμένα αλογοουρά. Φορούσε ένα τζιν παντελόνι και ένα φούτερ με κουκούλα.
Για αυτό την αγαπούσε. Ήταν τόσο απλή, αλλά πάντα υπέροχη.
Ξεκίνησαν με τα πόδια και αφού πέρασαν τον κεντρικό ΔΡΟΜΟ με τα μαγαζιά και τις βιτρίνες μπήκαν στο αλσάκι. Προχώρησαν βαθιά και έφτασαν σε ένα ξέφωτο, όπου θα δειπνούσαν κάτω από το φως του φεγγαριού. Το ετοίμαζε όλη μέρα αυτό το πικ νικ έκπληξη. Χαμογελούσαν! Ο μακρινός ήχος από ένα ΑΣΘΕΝΟΦΟΡΟ ήταν το μόνο που έσπαγε την ηρεμία εκείνης της υπέροχης βραδιάς.
Δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει από τη δουλειά και να την δει. Εκείνες οι λίγες ΩΡΕΣ μαζί της, έδιναν νόημα σε όλη του την ημέρα. Όσο δύσκολη και να ήταν η μέρα του, όταν του χαμογελούσε τα διέγραφε όλα από τη μνήμη του.
Μπήκε στο σπίτι και την είδε. Ήταν όπως πάντα καταπληκτική. Όμως υπήρχε μια ανεπαίσθητη σκιά πάνω της. Ένας συνεχόμενος ηλεκτρονικός ήχος άρχισε να ακούγεται αρκετά δυνατά, μέσα από την κουζίνα. Αυτό τον τάραξε, χωρίς να καταλαβαίνει το λόγο. Εκείνη μπήκε στην κουζίνα και γύρισε λίγες στιγμές αργότερα με ένα ταψί που μόλις είχε ξεφουρνίσει και το ακούμπησε στο ΤΡΑΠΕΖΙ. Του χαμογέλασε, χωρίς να υπάρχει πια ΣΚΙΑ πάνω της. Κάθισαν ο ένας απέναντι από τον άλλον για να δειπνήσουν. Όλα ήταν ονειρικά!
Το παιδί τους. Η πρώτη του ημέρα στο σχολείο. Τον καμάρωναν καθώς χτένιζαν τα ατίθασα μαλλιά του μπροστά στον καθρέφτη. Εκείνος κοιτούσε την αντανάκλασή του και εκείνους μέσα από τον καθρέφτη να τον κοιτάζουν συγκινημένοι. Χαμογέλασε δειλά και εκείνοι του το ανταπέδωσαν. Τουτ τουτ τουτ ακουγόταν επιτακτικά η κόρνα του λεωφορείου απέξω. Ο γιος τους έτρεξε μέχρι την ΠΟΡΤΑ. Την άνοιξε και βγήκε έξω. Και οι δυο τους ένιωθαν τις καρδιές τους να φτερουγίζουν. Η κόρνα σταμάτησε και τότε ανάσαναν πάλι.
Έκλειναν πενήντα χρόνια μαζί. Τα μαλλιά της από ξανθά είχαν γίνει κάτασπρα και της πήγαιναν πολύ. Το αστραφτερό χαμόγελο που είχε μόνιμη θέση στο πρόσωπό της όλη της τη ζωή, την είχε κάνει μια γλυκύτατη γριούλα. Εκείνος πάντα δίπλα της, λίγο καμπουριαστός και σκυφτός από το βάρος των χρόνων. Οι ρυτίδες είχαν αυλακώσει το πρόσωπό του. Τα μαλλιά του είχαν αραιώσει αρκετά. Τα μάτια και των δύο όμως έλαμπαν πάντα, όπως την πρώτη φορά που κοίταξε ο ένας τον άλλον, εκείνη τη βροχερή μέρα.
Μια υπέροχη ζωή, με τις δυσκολίες της. Το παιδί τους είχε κάνει τη δική του οικογένεια και τους επισκεπτόταν αρκετά συχνά. Τον είχαν μεγαλώσει σωστά και τον καμάρωναν. Πάντα ήταν δίπλα του και τον στήριζαν.
Ένα ΠΕΡΙΠΟΛΙΚΟ που πέρασε έξω από το σπίτι, τους έκανε να πεταχτούν. Ο ήχος της σειρήνας ήταν τόσο δυνατός που συνέχισε να τους ταράζει μέχρι που εκείνη σταμάτησε να ακούγεται, όταν το περιπολικό απομακρύνθηκε αρκετά από το σπίτι.
Εκείνη την ημέρα αποφάσισαν να πάνε στο σημείο όπου ξεκίνησαν όλα για να θυμηθούν το πώς γνωρίστηκαν. Ετοίμασαν και ένα θεατρικό, θα αναπαριστούσαν τη στιγμή της συνάντησης. Τότε που οι ζωές τους συναντήθηκαν και ακολούθησαν κοινή πορεία μέχρι το τέλος.
Η μέρα ήταν βροχερή. Όπως και τότε.
Εκείνη ντύθηκε και πήρε την πορφυρή ομπρέλα της.
Μπήκαν στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν για το σημείο. Ένα τετράγωνο πριν φτάσουν εκεί, εκείνη κατέβηκε και περπάτησε μέχρι την διάβαση πεζών. Όταν την είδε να φτάνει, εκείνος γκάζωσε και προχώρησε μέχρι το σημείο. Κοιτάχτηκαν σαν την πρώτη φορά, λίγο πριν την χτυπήσει το αυτοκίνητο. Τα βλέμματά τους τρομαγμένα.
Οι ΣΕΙΡΗΝΕΣ των ασθενοφόρων ούρλιαζαν για να ανοίξουν χώρο στους μποτιλιαρισμένους δρόμους.
Οι γιατροί τους παρέλαβαν και τους έβαλαν κατευθείαν στο χειρουργείο. Ο βόμβος από τις λάμπες αλογόνου και οι προσεκτικές κινήσεις των γιατρών, ήταν οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν στα δύο χειρουργεία.
Τουτ τουτ τουτ τουτ τουτ
Το μηχάνημα που τον κρατούσε ζωντανό, είχε αρχίσει να παράγει πιο γρήγορους και κοφτούς ήχους. Κατάφερε να ανοίξει τα μάτια του με δυσκολία. Στο διπλανό κρεβάτι της εντατικής την αντίκρισε για δεύτερη φορά. Το μηχάνημά της έβγαζε έναν συνεχόμενο τσιριχτό ήχο. Εκείνη είχε σβήσει. Τα κατάξανθα μαλλιά της ήταν βαμμένα με το αίμα της. Ένιωσε ένα δάκρυ να κυλάει στο μάγουλό του. Δεν μπορούσε να κινηθεί. Το μηχάνημά του χτυπούσε όλο και πιο γρήγορα. Η καρδιά στο στήθος του ήταν έτοιμη να εκραγεί. Με το βλέμμα του καρφωμένο πάνω της και την γλυκιά ανάμνηση μιας ζωής που δεν είχε ζήσει ποτέ, έκλεισε τα μάτια του για τελευταία φορά.


Παναγιώτης Δεληγιάννης
με τη συμμετοχή της αναγνώστριας Sue Er
Σκίτσο: Lemki

-

0 σχόλια